Ανοιχτές διαφορές ΔΝΤ – Ελλάδας για το θέμα των τραπεζών

Ανοιχτές διαφορές ΔΝΤ – Ελλάδας για το θέμα των τραπεζών
Photo: ΑΠΕ-ΜΠΕ

«Καμπανάκι» από το Ταμείο για μεταρρυθμίσεις και κόκκινα δάνεια.

Κινδύνους για το τραπεζικό σύστημα αναδεικνύει, σύμφωνα με πληροφορίες, η έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, στο πλαίσιο της μεταπρογραμματικής παρακολούθησης, η οποία συζητήθηκε χθες από το εκτελεστικό του συμβούλιο.

Πρόκειται για την πρώτη έκθεση του Ταμείου που συντάσσεται στο μεταπρογραμματικό πλαίσιο, μετά την επίσκεψη στην Αθήνα της αντιπροσωπείας του, στις 21-25 Ιανουαρίου.  Το Ταμείο δεν καλύπτεται από τις προτάσεις που η κυβέρνηση συζητεί με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς για τη μείωσή των κόκκινων δανείων και για την προστασία της πρώτης κατοικίας.

Στη συνεδρίαση της Τετάρτης συζητήθηκε η πρώτη έκθεση που εκπόνησε ο οργανισμός στο πλαίσιο του μεταπρογραμματικού ελέγχου. Σύμφωνα με πληροφορίες από την πλευρά του Ταμείου, κοινός τόπος ήταν η ανάγκη παρακολούθησης της πορείας της οικονομίας, καθώς η Ελλάδα είναι η τρίτη σε σειρά χώρα κάτοχος δανείων από το ΔΝΤ. Τη θέση του Ταμείου διατύπωσε ο επικεφαλής της Αποστολής στην Ελλάδα, κ. Ντόλμαν, ενώ από την συνεδρίαση απουσίαζαν η γενική διευθύντρια Κριστίν Λαγκάρντ και ο πρώτος αναπληρωτής γενικός διευθυντής Ντέιβιντ Λίπτον.

Κατά τη συνεδρίαση ετέθη στον κ. Ντόλμαν η άποψη πως τα υπάρχοντα προβλήματα λύνονται σε συνεννόηση με τους Ευρωπαίους εταίρους, και ότι το Ταμείο είναι αυτό που μιλάει επανειλημμένως για τους κινδύνους στον τραπεζικό τομέα.

Από την πλευρά του, ο κ. Ντόλμαν απάντησε ότι είναι χρέος του ΔΝΤ να υπενθυμίζει τους κινδύνους προκείμενου οι ελληνικές αρχές να μπορέσουν να ασχοληθούν με την επίλυση αυτών των προβλημάτων.

Το Ταμείο εκτιμά πως από το 2021 θα συσσωρευτούν προβλήματα στην ελληνική οικονομία που θα φρενάρουν περαιτέρω την ανάπτυξη. Αυτή η απαισιόδοξη εκτίμηση είναι συναφής με όσα υποστήριζε το ΔΝΤ και τον προηγούμενο Ιούλιο.

Συγκεκριμένα, στην έκθεση του άρθρου 4 για την Ελλάδα ο διεθνής οργανισμός εκτιμούσε πως το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 2,4% το 2019, κατά 2,2% το 2020, κατά 1,6% το 2021, κατά 1,2% το 2022 το 2023 και το 2024 και με ρυθμό 1% το 2027.