Χαλκιαδάκης: Άρωµα γυναίκας και αέρας Κρήτης

Χαλκιαδάκης: Άρωµα γυναίκας και αέρας Κρήτης

H Χριστίνα Χαλκιαδάκη, επικεφαλής της ομώνυμης αλυσίδας, μιλάει στο Fortune για τη πορεία της στον δύσκολο και ανταγωνιστικό χώρο των σούπερ μάρκετ.

Σε έναν χώρο παραδοσιακά ανδροκρατούμενο όπως αυτός των σούπερ μάρκετ, η Χριστίνα Χαλκιαδάκη κατάφερε να κάνει αισθητή την παρουσία της, να κερδίσει τον σεβασμό της αγοράς και να αποδείξει πως, όταν έχεις όραμα και μεράκι γι’ αυτό που κάνεις, το φύλο δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην επαγγελματική ανέλιξή σου.

Επικεφαλής της ομώνυμης αλυσίδας σούπερ μάρκετ, καλείται να διαχειριστεί τις ραγδαίες αλλαγές που συντελούνται στον κλάδο καταστρώνοντας το business plan της επόμενης ημέρας. Η «συμμαχία» με τη Σκλαβενίτης, αλλά και οι επενδύσεις για την ενίσχυση του δικτύου της, υπογραμμίζουν τα γρήγορα αντανακλαστικά μιας επιχείρησης που βγαίνει από το «καβούκι» της και πηγαίνει αντίθετα στο ρεύμα.

«Είχα τη χαρά να αρχίσω νωρίς την ενασχόλησή μου με την οικογενειακή επιχείρηση, οπότε όλοι
με αντιμετώπισαν σαν παιδί και όχι ως γυναίκα. Η προσωπικότητα του πατέρα μου είναι πολύ έντονη και στιβαρή, οπότε η δική μου παρουσία μπήκε κάτω από αυτή τη φτερούγα. Μεγάλωσα μαζί με την επιχείρηση και σήμερα πια, λόγω της άριστης σχέσης και συνεργασίας μεταξύ πατέρα και κόρης, νομίζω ότι με έχουν αποδεχτεί ως διάδοχο» αναφέρει στο Fortune η Χριστίνα Χαλκιαδάκη, επισημαίνοντας πως στην επιχείρησή της το 60% των εργαζομένων είναι γυναίκες.

Η ανάληψη των καθηκόντων στην οικογενειακή επιχείρηση δεν ήταν, όπως συνέβη στις περισσότερες περιπτώσεις, αναγκαιότητα, αλλά συνειδητή επιλογή. Αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές της στον χρηματοοικονομικό κλάδο, εργάστηκε σε πολυεθνική εταιρεία, στο τμήμα πωλήσεων, όμως, σύμφωνα με την ίδια, όταν είσαι μπακάλης από «κούνια», δύσκολα σου περνά από το μυαλό να ασχοληθείς με κάτι άλλο. «Πειραματίστηκα αρκετά. Είχα, ωστόσο, έξυπνο εργοδότη, τον πατέρα μου, και χωρίς να με πιέσει, με χτύπησε στο φιλότιμο. Έτσι κατέβηκα στην Κρήτη. Δεν μετάνιωσα για την επιλογή μου να ασχοληθώ με την οικογενειακή επιχείρηση. Από καμιά άλλη επιχείρηση δεν θα μπορούσαμε να προσφέρουμε τόσες θέσεις εργασίας, να ενισχύσουμε την τοπική οικονομία και να στηρίξουμε τις κοινωνικές δομές εξυπηρετώντας καθημερινά 30.000 συντοπίτες μας. Είναι μια δουλειά που δεν βαριέσαι ποτέ».

Άλλωστε, το επιχειρείν συνιστά για τη Χριστίνα Χαλκιαδάκη μια καθημερινή πρόκληση, ένα μαγικό ταξίδι. Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι να αποβάλεις το άγχος που προκαλούν οι αναταράξεις και να το απολαμβάνεις παρέα με ανθρώπους που σηκώνουν μαζί μ’ εσένα τα βάρη, και κυρίως με ανθρώπους που έχεις χτίσει στο πέρασμα των χρόνων σχέσεις εμπιστοσύνης. Γιατί, μόνο όταν μοιράζεσαι την επιτυχία, καθίσταται απολαυστική. «Τα περισσότερα στελέχη είναι παιδιά που είχε κοντά του ο πατέρας μου και ξεκίνησαν στην εταιρεία με κοντά παντελονάκια. Μεγάλωσαν στην επιχείρηση, οπότε η ανάπτυξη αποτελεί μονόδρομο και γι’ αυτούς».

Και εάν η φιλοσοφία της επιχείρησης δεν έχει μεταβληθεί από το 1980, όταν δραστηριοποιήθηκε για πρώτη φορά στην ελληνική αγορά, αυτό που σίγουρα έχει αλλάξει δραματικά είναι το επιχειρηματικό περιβάλλον. Η υφιστάμενη οικονομική πολιτική, η ενοχοποίηση του επιχειρείν και ακόμα περισσότερο η «ποινικοποίηση» της κερδοφορίας αποτελούν τα μεγαλύτερα «αγκάθια».

«Παρ’ όλα αυτά οι Έλληνες δείχνουμε αξιοθαύμαστο πείσμα και επιμονή στη διατήρηση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, και αυτό είναι πολύ ενθαρρυντικό. Δεν ψάχνουν όλοι πώς θα γίνουν υπάλληλοι πολυεθνικών, δεν μένουν με σταυρωμένα τα χέρια. Στην Ελλάδα, και ειδικότερα στην Κρήτη, έχουν γίνει σπουδαία βήματα από τους νέους για την ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα, την αξιοποίηση και τη βελτιστοποίηση της “προίκας” που βρήκαν από τους γονείς τους» δηλώνει η Χριστίνα Χαλκιαδάκη και προσθέτει πως σημάδια προόδου καταγράφονται τόσο στον τουρισμό όσο και στον μεταποιητικό κλάδο, όπου παιδιά με γνώσεις και πτυχία αξιοποίησαν την οικογενειακή πείρα και μεταμόρφωσαν την επιχείρησή τους σε επιτυχημένο case study.

«Όταν ο πατέρας μου με τον αδελφό του μετέτρεψαν το χονδρεμπόριο του παππού μου σε κατάστημα λιανικής, “το πρώτο σελφ σέρβις κατάστημα”, όπως έγραψαν οι τοπικές εφημερίδες της εποχής, τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Η επιχειρηματικότητα τότε είχε έντονα τα συστατικά της διορατικότητας, της ευρηματικότητας και του πείσματος. Σήμερα, με τα υψηλά επίπεδα ανταγωνισμού, την τυποποίηση του λιανεμπορίου, τον καταιγισμό καταναλωτικών προϊόντων και την ολοένα μεγαλύτερη δυσχέρεια του πελάτη σε χρήμα και χρόνο, τα περιθώρια διαφοροποίησης είναι πολύ περιορισμένα».

Την ίδια ώρα, οι ανακατατάξεις στον κλάδο, που συνοδεύτηκαν από «κανόνια» και νέα επιχειρηματικά σχήματα, δεν αφήνουν αδιάφορη τη Χριστίνα Χαλκιαδάκη, που παραδέχεται πως η αγορά ταλανίστηκε από την αναδιανομή μεριδίων μετά την κατάρρευση του market leader της αγοράς, με αποτέλεσμα το 2016 να θεωρηθεί η καλύτερη χρονιά για την πλειονότητα των επιχειρήσεων του κλάδου, καθώς είχαν να μοιραστούν πάνω από ένα δισ. ευρώ τζίρο. «Η ατυχής εξέλιξη στο λιανεμπόριο συνέβαλε στην αύξηση του τζίρου της Χαλκιαδάκης κατά 17% σε σχέση με το 2015. Το ζητούμενο είναι να παραμείνουμε υγιείς και πιστεύω ότι θα το πετύχουμε».

Δυνατό «χαρτί» για την κρητικών συμφερόντων επιχείρηση είναι η «ψήφος εμπιστοσύνης» που λαμβάνει καθημερινά από την τοπική κοινωνία, την οποία στηρίζει μέσα από συνεργασίες με τοπικούς παραγωγούς και επιχειρήσεις της ευρύτερης περιοχής. Εκτός από τα 40 καταστήματα που διατηρεί στη Μεγαλόνησο, λειτουργούν επιπλέον τέσσερα παραδοσιακά παντοπωλεία (τρία στην Αθήνα και ένα στη Θεσσαλονίκη) με την επωνυμία Γεύσεις Κρήτης Χαλκιαδάκης.

«Είναι μια προσπάθεια ανάδειξης των κρητικών προϊόντων και επέκτασης σε νέες αγορές· είναι ένα δύσκολο εγχείρημα, καθώς στοχεύουμε να πουλάμε τα κρητικά προϊόντα σε τιμές που πωλούνται στην Κρήτη, αλλά τα λειτουργικά κόστη είναι σχετικά υψηλά. Παρ’ όλα αυτά, η ανταπόκριση του κόσμου είναι εξαιρετική, και αυτό μας δίνει κουράγιο να συνεχίσουμε» καταλήγει η Χριστίνα Χαλκιαδάκη, τονίζοντας πως υπάρχουν αρκετά επιχειρηματικά πλάνα στα «σκαριά», η υλοποίηση των οποίων θα εξαρτηθεί από τη σταθεροποίηση της αγοράς.

* Το κείμενο δημοσιεύεται στο περιοδικό Fortune στο πλαίσιο του αφιερώματος για τις Μost Powerful Women in Business