Δισεκατομμυριούχοι εναντίον μεγάλων πετρελαϊκών συμφερόντων

Δισεκατομμυριούχοι εναντίον μεγάλων πετρελαϊκών συμφερόντων

Το όραμα των τεχνολογικών εταιρειών για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας φρενάρει το πανίσχυρο λόμπι των ορυκτών καυσίμων.

Ένας αυξανόμενος αριθμός από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου, προερχόμενοι και από τα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος, συνενώνονται για να αναζητήσουν νέες τεχνολογίες που θα μπορούσαν να εκτοπίσουν τα ορυκτά καύσιμα. Το μόνο πράγμα που έχουν κοινό; Πιστεύουν ότι θα βγάλουν πολλά χρήματα. 

του Μπράιαν Ντουμέιν

Ο Ουάρντ ΜακΝάλι δεν σκόπευε ποτέ να γίνει υποστηρικτής της καθαρής τεχνολογίας. Ο τρισέγγονος του ιδρυτή της 159χρονης εταιρείας χαρτών Rand McNally βοήθησε το 1997 να πωληθεί η οικογενειακή επιχείρηση. Ο ΜακΝάλι, 43 ετών, είναι τώρα συν-ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Capital McNally, μιας εταιρείας με έδρα στο Σικάγο που συμβουλεύει πλούσιες οικογένειες για τις ιδιωτικές επενδύσεις των κεφαλαίων τους. Στόχος του είναι να κερδίζει χρήματα, όχι να είναι οικολόγος.

Αλλά μια μέρα το 2010 ένας δισεκατομμυριούχος πελάτης ο οποίος είχε κάνει την περιουσία του από το πετρέλαιο ήρθε στον ΜακΝάλι με ένα πρόβλημα. Ο πελάτης είχε επενδύσει σε μια εταιρεία καθαρής ενέργειας για να αντισταθμίσει τη βασική πηγή πλούτου της οικογένειάς του: τα ορυκτά καύσιμα. «Αρχίσαμε να μιλάμε για καθαρές τεχνολογίες», θυμάται ο ΜακΝάλι, «και παρόλο που θεωρούσε ότι ήταν μια μεγάλη ευκαιρία για επένδυση, παραπονέθηκε για το πόσο περίπλοκο θα ήταν για την οικογένειά του να εισέλθει στο χώρο».

Ο δισεκατομμυριούχος παραπονέθηκε ότι δεν είχε την απαραίτητη γνώση για να λάβει περίπλοκες επενδυτικές αποφάσεις για συμφωνίες σε τομείς όπως oι υποδομές έξυπνων δικτύων και η ηλιακή και αιολική ενέργεια και δεν ήθελε να ξοδέψει χρόνο και να επιβαρυνθεί οικονομικά για να δημιουργήσει τη δική του ομάδα επαγγελματιών.

Ο πελάτης ρώτησε τί μπορούσε να γίνει. Και ξαφνικά, ο ΜακΝάλι είχε μια καταπληκτική ιδέα. «Σκέφτηκα», λέει, «γιατί να μην χτίσουμε ένα δίκτυο δισεκατομμυριούχων επενδυτών στην καθαρή τεχνολογία οι οποίοι θα μπορούσαν να μοιραστούν τις γνώσεις, το μετοχικό κεφάλαιο και τις επενδυτικές ευκαιρίες για να επιτύχουν τους στόχους τους;».

Λίγους μήνες μετά την εν λόγω συνάντηση, ο ΜακΝάλι δημιούργησε την Clean Tech Syndicate. Ο επενδυτικός όμιλος με έδρα το Σικάγο αποτελείται τώρα από ένα σύνολο 11 οικογενειακών γραφείων -συμπεριλαμβανομένου εκείνου του δισεκατομμυριούχου με τα πετρέλαια- που επιθυμούν να επενδύσουν στον χώρο της καθαρής τεχνολογίας. Συνολικά, οι οικογένειες έχουν μια καθαρή αξία περίπου 60 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Μέχρι στιγμής, η κοινοπραξία έχει δεσμευτεί να επενδύσει 1,4 δισεκατομμύρια δολάρια στην καθαρή τεχνολογία, και ο ΜακΝάλι αναφέρει ότι έχει ήδη βάλει «εκατοντάδες εκατομμύρια» σε επενδύσεις. Αυτό που δεν πρόκειται να αποκαλύψει είναι η ταυτότητα των 11 οικογενειών πίσω από το συνδικάτο. Τα μέλη εμμένουν στην προστασία της ιδιωτικής τους ζωής.

Οι επενδύσεις σε καθαρή ενέργεια από τους ζάπλουτους δεν είναι πρωτοφανές φαινόμενο. Επί σειρά ετών, μια μικρή ομάδα ακτιβιστών υψηλού προφίλ που καταπολεμούσαν την κλιματική αλλαγή, όπως ο Μπιλ Γκέιτς, ο Τζορτζ Σόρος, ο Ρίτσαρντ Μπράνσον, ο πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης Μάικλ Μπλούμπεργκ και ο Τομ Στέιερ, ένας δισεκατομμυριούχος διαχειριστής επενδυτικών κεφαλαίων, υποστήριζαν την καθαρή ενέργεια κυρίως μέσω του φιλανθρωπικού τους έργου. Είχαν επίσης επενδύσει σχετικά στο χαρτοφυλάκιό τους (το πιο γνωστό παράδειγμα είναι η στήριξη του Γκέιτς στην TerraPower, η οποία προσπαθεί να δημιουργήσει μια νέα, ασφαλέστερη γενιά πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής).

Το νέο στοιχείο είναι ότι ένας μικρός αλλά αυξανόμενος αριθμός παρασκηνιακά κινούμενων δισεκατομμυριούχων επενδύουν πλέον σοβαρά χρήματα σε εταιρείες καθαρής τεχνολογίας επιδιώκοντας κέρδη – μέρος ενός μεγάλου στοιχήματος ότι ο κόσμος θα κάνει μια μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα κατά τα προσεχή έτη.

Διάφορες ισχυρές δυνάμεις βλέπουν με σκεπτικισμό, όμως, αυτά τα κίνητρα. Στις ΗΠΑ, οι συντηρητικοί πολιτικοί έχουν κατηγορήσει ορισμένους από αυτούς τους ευκατάστατους επενδυτές που ζουν από την καθαρή τεχνολογία ότι λαμβάνουν επιδοτήσεις από τους φίλους τους στην κυβέρνηση Ομπάμα.

Το περασμένο καλοκαίρι η επιτροπή Περιβάλλοντος και Δημοσίων Έργων της Γερουσίας, υπό την προεδρία του αρνητή της κλιματικής αλλαγής Τζέιμς Ίνχοφ (Γερουσιαστή της Οκλαχόμα), εξέδωσε μια έκθεση 67 σελίδων με τίτλο «Η αλυσίδα του περιβαλλοντικού ελέγχου: Πώς μια λέσχη δισεκατομμυριούχων και ιδρυμάτων έχουν τον έλεγχο της Περιβαλλοντικής Κίνησης και της Υπηρεσίας Περιβαλλοντικής Προστασίας του Ομπάμα». Μεταξύ των υποστηρικτών της εκστρατείας του Ίνχοφ είναι οι αδελφοί Τσαρλς και Ντέιβιντ Κοχ, ιδιοκτήτες της Koch Industries της οποίας η τεράστια περιουσία βασίστηκε στα ορυκτά καύσιμα. Οι New York Times ανέφεραν ότι αυτοί θα δαπανήσουν περίπου 889 εκατομμύρια δολάρια προσπαθώντας να νικήσουν τους υποψηφίους των Δημοκρατικών στις επόμενες εκλογές – υποστηρίζοντας πολιτικούς οι οποίοι πιστεύουν ότι θα προστατεύσουν το status quo.

Οι μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες δε φαίνονται πρόθυμες για μια ενεργειακή επανάσταση. Ο κλάδος υποστηρίζει την καθαρή ενέργεια στις εκστρατείες μάρκετινγκ, αλλά ταυτόχρονα υποβαθμίζει τις ενδεχόμενες επιπτώσεις της, υποστηρίζοντας ότι η ηλιακή, η αιολική, και άλλες καθαρές τεχνολογίες θα χρειαστούν πολλά χρόνια για να αναβαθμιστούν, ίσως και ποτέ.

Η στάση των διευθυνόντων συμβούλων των εταιρειών πετρελαίου δεν μπορεί παρά να επηρεάζεται από τη δύσκολη εξίσωση της ενεργειακής οικονομίας. Εκτιμάται ότι 27 τρισεκατομμύρια δολάρια ορυκτών καυσίμων παραμένουν θαμμένα στο έδαφος. Και αν ο κόσμος θέλει να πετύχει τους κλιματικούς στόχους, σύμφωνα με την επιστημονική κοινότητα, το μεγαλύτερο μέρος αυτού του μαύρου χρυσού θα πρέπει να μείνει θαμμένο. Η Exxon Mobil, η Chevron και η Shell – για να μη αναφέρουμε τους Σαουδάραβες και τους Ρώσους – φαίνεται απίθανο να θελήσουν να αφήσουν ανεκμετάλλευτα αυτά τα κοιτάσματα.

Αν ο κόσμος θέλει να ξεφύγει από την οικονομία των ορυκτών καυσίμων εγκαίρως για να επιβραδύνει τις επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη, οι δισεκατομμυριούχοι επενδυτές θα πρέπει να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο.