Ενεργειακή πολιτική… με όρους παρελθόντος

Ενεργειακή  πολιτική… με όρους παρελθόντος

Η παλαιολιθική αντίληψη της κυβέρνησης για την αγορά ενέργειας, το ευρωπαϊκό πλαίσιο και ο ρόλος της ΔΕΗ.

Της Πηνελόπης Μητρούλια

Oι υπουργοί Ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης άκουσαν με έκπληξη τον Παναγιώτη Λαφαζάνη, στο πρώτο συμβούλιό τους, στο οποίο συμμετείχε στις αρχές Μαρτίου, να κάνει μια δήλωση «αρχών και ταυτότητας», όπως είπε, και να τονίζει ότι, κατά την άποψη της ελληνικής κυβέρνησης, «η ενέργεια δεν αποτελεί ακόμα ένα εμπόρευμα για την αποκόμιση εταιρικών κερδών, αλλά ένα πρωταρχικό αναπτυξιακό και κοινωνικό αγαθό που πρέπει να είναι προσβάσιμο στους πάντες με όρους αξιοπρέπειας και δικαιοσύνης», προσθέτοντας: «Σε γενικές γραμμές, δεν αμφισβητούμε τους διακηρυγμένους στόχους της Ενεργειακής Ένωσης. Πολύ φοβούμεθα, όμως, ότι το μεγαλεπήβολο σχέδιο της Ενεργειακής Ένωσης αντιμετωπίζεται ως όχημα μετάβασης σε μια μεγάλη νεοφιλελεύθερη ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά, στην οποία θα κυριαρχήσουν μία χούφτα πολυεθνικοί γίγαντες του τύπου των επτά αδελφών, που δέσποζαν παλιότερα στον χώρο του πετρελαίου».

Η φρασεολογία εξέπληξε, όμως δεν εκδηλώθηκε κάποια αντίδραση. Άλλωστε, αυτό που προέχει είναι η αντιμετώπιση του «ελληνικού προβλήματος». Έτσι, παρά την υφέρπουσα δυσαρέσκεια, ειδικά στους κόλπους της Κομισιόν, μέχρι στιγμής δεν έχει ηχήσει το καμπανάκι του κινδύνου. Έχει υπάρξει, βεβαίως, μια προειδοποιητική επιστολή του αρμόδιου επιτρόπου Μιγκέλ Αρίας Κανιέτε σε σχέση με το «ψαλίδισμα» των αρμοδιοτήτων της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, που προαναγγέλλει ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, ενώ από στέλεχος της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η Ελλάδα αποτελεί case study κλειστής αγοράς τόσο ως προς τον βαθμό συγκέντρωσης όσο και ως προς την ικανότητα να αποκλίνει από το ευρωπαϊκό πλαίσιο.

Δεκαπέντε χρόνια μετά το «άνοιγμα» της ελληνικής αγοράς ηλεκτρισμού διά νόμου το 2001, η πρόοδος στην κατεύθυνση της ενεργοποίησης του ανταγωνισμού στην παραγωγή και, κυρίως, στην προμήθεια ηλεκτρικού ρεύματος παραμένει ισχνή. Στη χώρα λειτουργούν ιδιωτικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με καύση φυσικού αερίου από τις εταιρείες Elpedison (ΕΛΠΕ, Edison, Ελάκτωρ), Protergia του Ομίλου Μυτιληναίος, Ήρων του ομίλου ΤΕΡΝΑ και Κόρινθος Power (των ομίλων Μυτιληναίος και Motor Oil), ενώ ίδιοι όμιλοι έχουν συστήσει εταιρείες προμήθειας που δραστηριοποιούνται στην εμπορία ηλεκτρικής ενέργειας. Ωστόσο, η ΔΕΗ συνεχίζει να ελέγχει το 70% της ενέργειας που εγχέεται στο σύστημα, το 80% της εγκατεστημένης ισχύος της χώρας και το 97% της λιανικής αγοράς.

Η ευρωπαϊκή πολιτική για την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρισμού, που άρχισε να χτίζεται από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, είχε ως κεντρικό στόχο την κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων σε μια αγορά που ελεγχόταν από μεγάλα, κρατικά κυρίως μονοπώλια. Όλοι γνώριζαν ότι κατά την πρώτη περίοδο των αλλαγών θα υπήρχε αύξηση του τελικού κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας. Παρ’ όλα αυτά, οι ανακατατάξεις θα συνέβαλαν στην αναθέρμανση της επενδυτικής δραστηριότητας και ο ανταγωνισμός θα οδηγούσε στην εξισορρόπηση των τιμών. Φυσικά, η ευρωπαϊκή πολιτική της για μείωση των εκπομπών CO2 και η αύξηση της συμμετοχής των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) στο ευρωπαϊκό ενεργειακό σύστημα ενέτειναν την πίεση στις τιμές του ρεύματος, με αποτέλεσμα η Ευρώπη να ενσωματώσει ως αντιστάθμισμα τις έννοιες της «ενεργειακής φτώχειας» και των «ευάλωτων καταναλωτών», για τους οποίους λαμβάνεται ειδική μέριμνα.

Στην Ελλάδα, όπου επί μια δεκαετία οι κυβερνήσεις απέφευγαν να πιουν το «πικρό ποτήρι» της άρσης του μονοπωλίου της ΔΕΗ και των συνακόλουθων αυξήσεων στην τιμή του ρεύματος, που εθεωρείτο βέβαιο ότι θα πραγματοποιούνταν –τουλάχιστον κατά την πρώτη φάση του ανοίγματος της αγοράς–, φθάσαμε στην εποχή της οικονομικής κρίσης και των Μνημονίων, χωρίς να έχει επιτευχθεί πραγματική απελευθέρωση της αγοράς.

Έτσι, το 2012, σχεδόν μέσα σε ένα βράδυ, η ευρωπαϊκή υποχρέωση της χώρας να ανοίξει την αγορά ηλεκτρισμού στον ανταγωνισμό μετετράπη σε μνημονιακή υποχρέωση. Είχε προηγηθεί η ραγδαία αύξηση της συμμετοχής των επιδοτούμενων ΑΠΕ στο ενεργειακό σύστημα της χώρας και ειδικά των φωτοβολταϊκών κατά τη διετία 2010-2012.

Η εξέλιξη αυτή, που ήταν αποτέλεσμα της «πράσινης» πολιτικής ανάπτυξης που ακολουθούσε η τότε κυβέρνηση, σε συνδυασμό με την αύξηση υφιστάμενων, αλλά και την επιβολή νέων φόρων και τελών στην τιμή του ρεύματος, μέσω μιας σειράς μνημονιακών νόμων, οδήγησαν στη ραγδαία άνοδο των τελικών τιμών τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τους οικιακούς καταναλωτές.

Διαμορφώθηκε, λοιπόν, ένας γόρδιος δεσμός, ο οποίος δεν είναι δυνατόν να λυθεί, παρά μόνο να σπάσει. Και αυτό γίνεται μόνο με πολιτική απόφαση.

Η προηγούμενη κυβέρνηση επέλεξε τη δημιουργία της λεγόμενης «Μικρής ΔΕΗ» με την παραχώρηση του 30% του παραγωγικού δυναμικού της ΔΕΗ και της πελατειακής βάσης της, η οποία θα πωλούνταν σε ιδιώτες. Στόχος του σχεδίου, το οποίο συμπληρωνόταν με την ιδιωτικοποίηση της θυγατρικής της ΔΕΗ που έχει την ευθύνη για τη διαχείριση του δικτύου υψηλής τάσης (ΑΔΜΗΕ), ήταν να επέλθει ανταγωνισμός σε όλους τους κρίκους της ενεργειακής αλυσίδας και να δοθεί στους ιδιώτες πρόσβαση στη λιγνιτική και την υδροηλεκτρική παραγωγή, κάτι το οποίο επιβάλλεται μέσω αποφάσεων της Κομισιόν. Το σχέδιο προέβλεπε, επίσης, τη διενέργεια, για μια μεταβατική περίοδο, δημοπρασιών λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής παραγωγής κατά τα πρότυπα του γαλλικού ΝΟΜΕ. Οι πιθανότητες επιτυχίας του σχεδίου αμφισβητήθηκαν σχεδόν αμέσως μόλις παρουσιάστηκε. Δεν ήταν τυχαίο, άλλωστε, ότι από το καλοκαίρι του 2013, οπότε εγκρίθηκε από το τότε υπουργικό συμβούλιο, έως και τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, έγιναν ελάχιστα για την υλοποίησή του.

Σήμερα, το σχέδιο για τη «Μικρή ΔΕΗ» παρεπέμφθη στις ελληνικές καλένδες, κάτι που ήταν απολύτως αναμενόμενο, αφού είχε καταγγελθεί σκληρά από τον ΣΥΡΙΖΑ όταν ήταν στην αντιπολίτευση. Δεν φαίνεται, όμως, κανείς να είναι διατεθειμένος να το στηρίξει ή να απαιτήσει την εφαρμογή του, καθώς κανένας δεν θεωρούσε ότι είναι εφικτό.

Ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, από την πλευρά του, δηλώνει ότι επιθυμεί «μια ΔΕΗ όχι μικρή, όπως ήθελαν να την κάνουν κάποιοι, αλλά μεγάλη και κυρίως δημόσια». Προσθέτει δε, απαντώντας και στα σχέδια περί ιδιωτικοποίησης του ΑΔΜΗΕ (ο σχετικός διαγωνισμός έχει επίσης παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες) ότι «η ΔΕΗ δεν τεμαχίζεται, δεν παραχωρείται, ούτε πωλείται, ενώ δεν θα επιτρέψουμε να γίνει γίγαντας με πήλινα πόδια».

Άλλωστε, για τον υπουργό Ενέργειας, «τα βήματα της βίαιης, νεοφιλελεύθερης απορρύθμισης με επιμονή της Κομισιόν και τη μανιώδη προσήλωση της τρόικας στην Ελλάδα ευνόησαν, κατά κύριο λόγο, ληστρικά ιδιωτικά συμφέροντα». Ο ίδιος αρνείται να έχει οποιαδήποτε επικοινωνία με τους εκπροσώπους της συγκεκριμένης αγοράς, αλλά και με τους εκπροσώπους των «θεσμών», οι οποίοι στο γενικότερο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης για το ελληνικό πρόβλημα θέτουν ζήτημα απελευθέρωσης της ενεργειακής αγοράς.

Έτσι, παραμένει αδιευκρίνιστη η θέση του υπουργού Ενέργειας σε ό,τι αφορά την πρόσβαση των ιδιωτών στη λινγιτική και την υδροηλεκτρική παραγωγή ή τα ΝΟΜΕ, ενώ σημειώνει πως «η κατάτμηση δημοσίων ενεργειακών επιχειρήσεων δεν υποβοήθησε καθόλου την παραγωγικότητα και τη διέξοδο από την κρίση», καθώς και ότι «κανένας κανόνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν επιβάλλει στις χώρες-μέλη να ξεπουλήσουν τις δημόσιες ενεργειακές επιχειρήσεις τους».

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, με τα μείζονα θέματα της ενεργειακής αγοράς να παραμένουν ανέγγιχτα από την κυβέρνηση, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις παρακολουθούν και αναμένουν λύσεις. Επιμένουν δε ότι η απελευθέρωση του λιγνίτη και των νερών είναι η μοναδική ενδεδειγμένη λύση για την ενεργοποίηση του ανταγωνισμού και την εναρμόνιση της χώρας με το ευρωπαϊκό ενεργειακό γίγνεσθαι. Υποστηρίζουν, επίσης, ότι η μονοπωλιακή διάσταση της αγοράς, σε συνδυασμό με τον ελλιπή σχεδιασμό της, με απουσία προθεσμιακής, ενδοημερησίας αγοράς και αγοράς πραγματικού χρόνου, αλλά και η έλλειψη αγοράς επάρκειας ισχύος, οδηγούν σε απαξίωση των πρόσφατων επενδύσεων σε σύγχρονες ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες. Θέτουν, μάλιστα, ζήτημα κινδύνου σε σχέση με την ασφάλεια εφοδιασμού (κάλυψη της ζήτησης στις πιο απαιτητικές στιγμές του χρόνου) και ομαλής λειτουργίας του συστήματος (επαρκής ευέλικτη ισχύς για να καλύπτει την καθημερινή διακύμανση των ΑΠΕ).

Αργά ή γρήγορα, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να πάρει θέση για όλα αυτά. Εφόσον το γενικότερο πρόβλημα της χώρας εξομαλυνθεί και αρθεί η αβεβαιότητα που παγώνει τα πάντα, τότε η κυβέρνηση θα κληθεί να δώσει συγκεκριμένες απαντήσεις και στα επιμέρους ζητήματα, όπως η απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρισμού. Όλα εξαρτώνται από την απάντηση στο κεντρικό ερώτημα: Η Ελλάδα αποδέχεται ή όχι τους κανόνες της Ευρώπης; Εάν ναι, θα πρέπει να σχεδιάσει μια σαφή ενεργειακή πολιτική που να ακολουθεί αυτούς τους κανόνες, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι η ενέργεια είναι αναπτυξιακό και κοινωνικό αγαθό.

Διαβάστε ακόμη: 

Αυστηρό μήνυμα των ΗΠΑ σε Ελλάδα για το ρωσικό αέριο

* Το άρθρο δημοσιεύεται στο νέο τεύχος του Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα.