Eurobank: Ανάπτυξη 1,8% το 2018 – Προϋπόθεση για τη βιωσιμότητα του χρέους οι μεταρρυθμίσεις

Eurobank: Ανάπτυξη 1,8% το 2018 – Προϋπόθεση για τη βιωσιμότητα του χρέους οι μεταρρυθμίσεις
Greek and EU flags are seen outside the Foreign Ministry in Athens March 12, 2015. Greece has lost a lot of trust and euro zone governments must decide whether to expand their risk exposure to Athens, European Central Bank policymaker Jens Weidmann said on Thursday. REUTERS/Yannis Behrakis (GREECE - Tags: POLITICS BUSINESS) Photo: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Σύμφωνα με το εναλλακτικό σενάριο ευνοϊκότερης εξέλιξης του κινδύνου χώρας και συνεπώς των επενδύσεων, η ανάπτυξη μπορεί να κινηθεί στην περιοχή του 2%.

Ο ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ εκτιμάται στο 1,8% για το 2018, σύμφωνα με το βασικό σενάριο έκθεσης της Eurobank.

Σε ένα εναλλακτικό σενάριο ευνοϊκότερης εξέλιξης του κινδύνου χώρας και συνεπώς των επενδύσεων, η ανάπτυξη μπορεί να κινηθεί στην περιοχή του 2%.

Οι εκτιμήσεις υπόκεινται σε ορισμένες υποθέσεις, η σημαντικότερη από τις οποίες είναι η θετική αξιολόγηση από τις αγορές τής απόφασης του Eurogroup της 21ης Ιουνίου σχετικά με το μετα-προγραμματικό καθεστώς της ελληνικής οικονομίας και του πακέτου ελάφρυνσης του χρέους, καθώς και η συνέπεια στην εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

Η ανάπτυξη αναμένεται να έχει ως κινητήριες δυνάμεις τις επενδύσεις και τις εξαγωγές (+9,9% και +7,8% σε ετήσια βάση, αντιστοίχως), ενώ η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να παραμείνει στάσιμη (+0,1% σε ετήσια βάση) λόγω της συσταλτικής επίδρασης της δημοσιονομικής πολιτικής και της συνεχιζόμενης μείωσης του πλούτου των νοικοκυριών μέσω ανάλωσης αποταμιεύσεων. Το ποσοστό ανεργίας θα συνεχίσει να μειώνεται σταδιακά (20%) και οι πληθωριστικές πιέσεις θα παραμείνουν χαμηλές (+0,7% σε ετήσια βάση). Οι προοπτικές ανάπτυξης εξακολουθούν να υπόκεινται σε σημαντικές αβεβαιότητες.

Όπως αναφέρεται στη μελέτη, η ανάπτυξη του πραγματικού ΑΕΠ το 2017 (1,4%) ήταν το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της οικονομικής ανάκαμψης. Ωστόσο, η επίδοση της Ελλάδας ήταν η χαμηλότερη στην ΕΕ των 28, γεγονός που δείχνει ότι η οικονομική δυναμική εξακολουθεί να είναι σχετικά ασθενής. Ο ρυθμός μεγέθυνσης επιταχύνθηκε σε 2,3% το πρώτο τρίμηνο του 2018, οδηγούμενος αποκλειστικά από τον εξωτερικό τομέα (εξαγωγές +7,6%, εισαγωγές -2,8%), ενώ οι επενδύσεις και η ιδιωτική κατανάλωση μειώθηκαν κατά -12,1% και -0,4%, αντίστοιχα. Είναι η πρώτη φορά από το 2006 που η Ελλάδα πετυχαίνει 5 διαδοχικά τρίμηνα με θετική μεταβολή του ΑΕΠ. Ωστόσο, η πρόκληση να εισέλθει η χώρα σε τροχιά ταχείας και διατηρήσιμης ανάπτυξης παραμένει. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία υποδεικνύουν μία συνεχιζόμενη βελτίωση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας το δεύτερο τρίμηνο του 2018, αλλά με κάποιες ενδείξεις μετριασμού.

Στο δημοσιονομικό πεδίο, το πρωτογενές πλεόνασμα για τους πρώτους έξι μήνες του 2018 ανήλθε σε 0,64 δισ.ευρώ, υπερβαίνοντας την πρόβλεψη του προϋπολογισμού του 2018. Η επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για το 2018 θα εξαρτηθεί από τη σημαντική βελτίωση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας, την ομαλή εφαρμογή του μετα-προγραμματικού καθεστώτος εποπτείας και τη συνέχιση των δημοσιονομικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με στόχο την αύξηση της βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος, τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.

Η απόφαση του Eurogroup της 21ης Ιουνίου σχετικά με τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους υποστηρίζει τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους μεσοπρόθεσμα και πιο μακροπρόθεσμα, αλλά σε ένα πολύ αυστηρό πλαίσιο υποθέσεων, (ανάπτυξη άνω του 1,3% μακροπροθέσμως, πρωτογενή πλεονάσματα 2,2% του ΑΕΠ μεταξύ 2013-2060, μέσο κόστος δανεισμού στο 4,9% για την προαναφερθείσα περίοδο). Ταυτόχρονα, η μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους απαιτεί τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων τα επόμενα χρόνια και την αποφυγή αναστροφής των μεταρρυθμίσεων που έχουν ήδη εφαρμοστεί μεταξύ 2010-2018. Τυχόν αποκλίσεις από τις παραπάνω συνθήκες ενδέχεται να επιφέρουν κινδύνους για την επιστροφή του δημόσιου χρέους σε μη βιώσιμα επίπεδα.

Τέλος, η τράπεζα δείχνει ότι το μαξιλάρι ρευστότητας ύψους 24,1 δισ. ευρώ, το οποίο στοχεύει στην υποστήριξη της εξόδου της Ελλάδας στις αγορές, επαρκεί για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας για τουλάχιστον τους 22 επόμενους μήνες μετά το τέλος του προγράμματος και, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μέχρι τα μέσα του 2022.

Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα συνέχισε το πρώτο τρίμηνο του 2018 την πορεία κερδοφορίας προ φόρων, που ξεκίνησε το 2016. Ωστόσο, σύμφωνα με την EBA, το απόθεμα των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (NPEs) του ελληνικού τραπεζικού συστήματος εξακολουθούσε να ανέρχεται στο 41,2% του συνόλου των δανείων το 4ο τρίμηνο του 2017. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, το πρώτο τρίμηνο του 2018 οι ελληνικές συστημικές τράπεζες υπεραπόδωσαν έναντι των στόχων για τους οποίους έχουν δεσμευτεί στον SSM (μείωση κατά 38% των NPEs μέχρι το τέλος του 2019). Αναμένεται ότι η υπεραπόδοση σε σχέση με τους στόχους θα συνεχιστεί. Η νομοθεσία που ψηφίστηκε πρόσφατα στο Κοινοβούλιο στο πλαίσιο της 4ης αναθεώρησης μπορεί να συμβάλει στην περαιτέρω αποκλιμάκωση των NPEs.

Όσον αφορά το εξωτερικό περιβάλλον, τα θετικά και αρνητικά ρίσκα που περιβάλλουν τις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας εκτιμώνται γενικά ως ισορροπημένα. Η θετική δυναμική της οικονομίας της Ευρωζώνης θα μπορούσε να οδηγήσει σε ισχυρότερη ανάπτυξη στο εγγύς μέλλον. Εντούτοις, πτωτικοί κίνδυνοι που σχετίζονται κυρίως με διεθνείς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της κλιμάκωσης του προστατευτισμού στο εμπόριο και των εξελίξεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές, ελλοχεύουν.

Η αμερικανική κυβέρνηση έχει ήδη προχωρήσει σε εφαρμογή μέτρων προστατευτισμού και εξετάζει το ενδεχόμενο επιβολής ακόμα περισσότερων μέτρων τους προσεχείς μήνες. Επίσης, παρά τον σχηματισμό κυβέρνησης στην Ιταλία, η χώρα εξακολουθεί να αποτελεί πηγή ανησυχίας. Το πρόγραμμα διακυβέρνησης που έχουν εξαγγείλει οι κυβερνητικοί εταίροι διατηρεί αμείωτο τον φόβο για ενδεχόμενη παραβίαση των ευρωπαϊκών κανόνων, γεγονός που θα μπορούσε να προκαλέσει νέες αναταράξεις στις χρηματαγορές, με αρνητικές συνέπειες για τους κυβερνητικούς τίτλους της Ιταλίας και γενικότερα των χωρών της περιφέρειας της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Παράλληλα, οι διαπραγματεύσεις για την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ προχωρούν με αργό ρυθμό, προκαλώντας ανησυχία για το ενδεχόμενο αδυναμίας επίτευξης συνολικής συμφωνίας κατά το καθορισμένο χρονοδιάγραμμα.

Συγγραφείς της μελέτης είναι οι: Δρ. Τάσος Αναστασάτος, Group Chief Economist της Eurobank, δρ. Στυλιανός Γώγος, Economic Analyst, Άννα Δημητριάδου, Economic Analyst, Παρασκευή Πετροπούλου, Senior Economist και δρ. Θεόδωρος Σταματίου, Senior Economist.