Εξομολογήσεις ενός «επικίνδυνου μυαλού»

Εξομολογήσεις ενός «επικίνδυνου μυαλού»

Οι νέες περιπέτειες του «άγριου παιδιού της Silicon Valley», ιδρυτή του πιο γνωστού προγράμματος antivirus στον κόσμο, Τζον Μακάφι.

Έκανε «άλμα» στην επιχειρηματικότητα με την κατασκευή ενός από τα πιο διάσημα προγράμματα antivirus στην ιστορία των PC. Μετέπειτα, το έβαλε στα πόδια, όταν ο γείτονάς του βρέθηκε νεκρός με μία σφαίρα στο κεφάλι. Και τώρα υπόσχεται ότι μπορεί να μας κάνει όλους ηλεκτρονικά… αόρατους, στον θαυμαστό και συνάμα επικίνδυνο «κόσμο» του διαδικτύου!

«Με έχουν αποκαλέσει παρανοϊκό, σχιζοφρενή, το άγριο παιδί της Silicon Valley», παραδέχεται ο Τζον Μακάφι στο BBC και στον τεχνολογικό συντάκτη Λέον Κέλιον. Όμως όλα αυτά, λέει, δεν τον πτούν από την επίτευξη του επόμενου προσωπικού του στόχου: να εξουδετερώσει το σύστημα παρακολούθησης της αμερικανικής NSA, τον ισχυρότερο «Μεγάλο Αδελφό» σε ολόκληρο τον πλανήτη.

«Είμαι επιχειρηματίας. Πάντα ήμουν. Είμαι περίεργος και μου αρέσει να λύνω προβλήματα», εξηγεί ο 68χρονος πια Μακάφι: ένας ζωντανός θρύλος για τον κόσμο της τεχνολογίας, ένας «αιώνιος έφηβος» κατά πολλού και, σύμφωνα με ακόμη περισσότερους, ένας διαταραγμένος ψυχικά εκατομμυριούχος.

Μια πιθανή εξήγηση για το μόνιμο σύνδρομο καταδίωξης που τον διακατέχει ίσως να είναι τα ταραγμένα παιδικά και εφηβικά χρόνια που έζησε, στην αμερικανική πολιτεία της Βιρτζίνια. Τα προβλήματα άρχισαν να γιγαντώνονται απ’ όταν ο αλκοολικός πατέρας του αυτοκτόνησε, όταν ο Τζον ήταν μόλις 15 ετών. Από τότε, άρχισε κι αυτός τις καταχρήσεις…

Παρ’ όλα αυτά, κατάφερε να ακολουθήσει μία σύντομη ακαδημαϊκή καριέρα. Αυτή έληξε άδοξα στη δεκατία του ’60, όταν ο Τζον -που τότε έκανε το διδακτορικό του στα μαθηματικά- πήρε «πόδι» από το Κολέγιο της Βόρειας Λουιζιάνα, μετά την αποκάλυψη ότι διατηρούσε σχέση με μια νεαρή, προπτυχιακή φοιτήτρια, την οποία είχε υπό την επίβλεψή του.

Διαβάστε ακόμη: Από κλητήρας ο πιο πλούσιος άνθρωπος στην Ευρώπη

Οι δυό τους παντρεύτηκαν λίγο αργότερα. Και το κοφτερό μυαλό του Τζον ήταν το «εισιτήριό» του για μία νέα καριέρα, ως προγραμματιστής, μεταπηδώντας από την Nasa στη General Electric, στη Siemens, στη Univac και μετέπειτα στην Xerox. Στις αρχές του ’80, ωστόσο, έπιασε και πάλι «πάτο».

Η εξάρτησή του από τα νακρωτικά και το αλκοόλ του στοίχισαν το πρώτο του διαζύγιο και τη δουλειά του στην Omex. «Το 1984 ήταν για εμένα η τελευταία χρονιά καταχρήσεων», περιγράφει, και η αρχή για ένα νέο ξεκίνημα, αυτή τη φορά στη Lockheed Martin.

Ως εργολάβος ασφαλείας, είχε εκεί την πρώτη του «επαφή» με τους ιούς στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τους οποίους βάλθηκε να εξολοθρεύσει. Και με την πολύτιμη αυτή εμπειρία ως εφαλτήριο, έστησε το 1987 τη δική του εταιρία: την McAfee Associates, την οποία πούλησε 7 χρόνια αργότερα στην Intel, παίρνοντας για το μερίδιό του το ποσό των 100 εκατ. δολαρίων.

«Πάντα θα υπάρχουν χάκερς», εξηγεί στο BBC. «Έκανα ό,τι μπορούσα, για όσο μπορούσε να προσφέρω στον τομέα. Τώρα, λέει, δεν χρησιμοποιεί καν anti-virus (!), παρά «αλλάζω συνέχεια τις διευθύνσεις IP, δεν βάζω το όνομά μου σε καμία ηλεκτρονική συσκευή, δεν επισκέπτομαι ύποπτες ιστοσελίδες και δεν ανήγω ποτέ τα links που μου στέλνουν με email, μέχρι να επικοινωνήσω τηλεφωνικά με τον αποστολέα».

Διαβάστε ακόμη: Ο…«παράξενος» Mr. Facebook

Την ίδια… μυστικοπάθεια είχε και στην μετέπειτα προσωπική ζωή του, όταν το 2008 έφυγε από τις ΗΠΑ, με 4 εκατομμύρια στην τσέπη (τόσα του είχαν απομείνει μετά από ένα σερί αποτυχημένων επενδύσεων και επιχειρηματικών «ανοιγμάτων»), με τελικό προορισμό την Κεντρική Αμερική.

Εκεί, στη ζούγκλα του Μπελίζ, έστησε ένα εργαστήριο -για την ανακάλυψη νέων αντιβιοτικών όπως λέει ο ίδιος, για την παρασκευή μεταμφεταμίνης όπως τον κατηγόρησαν οι αρχές της κεντροαμερικανικής χώρας. Πέρυσι τον Απρίλιο, αστυνομικοί έκαναν έφοδο στις εγκαταστάσεις. Του κατέσχεσαν το διαβατήριο και τα όπλα του, που κατείχε νόμιμα. Και τον κράτησαν προσωρινά, μέχρι που κατέπεσαν οι σε βάρος του κατηγορίες. Μέχρι και σήμερα, πάντως, ο Μακάφι υποστηρίζει ότι αιτία για την δίωξή του ήταν οι συνεχείς αρνήσεις του να δώσει μίζες…

Απτόητος, ωστόσο, δεν έφυγε από τη χώρα. Μετακίμησε στη βίλα του, στο Σαν Πέδρο -μία πόλη στο μεγαλύτερο νησί του Μπελίζ, στην ειδυλλιακή Καραϊβική- παίρνοντας μαζί του έναν ολόκληρο «στρατό» από ένοπλους φρουρούς και πρώην πόρνες, που είχε πάρει υπό την προστασία του. Μεταξύ αυτών ήταν και ο μεγάλος του έρωτας: η τότε 16χρονη ακόμη Άμι…

Δίπλα στο μικρό «άνδρο» τους, κατοικούσε ο επίσης Αμερικανός Γκρέγκορι Φόουλ, ένας ιδιοκτήτης μπαρ από το Ορλάντο, που είχε πάρει πρόσφατα διαζύγιο και είχε μετακομίσει στο εξοχικό του, στο Μπελίζ, για να κάνει ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή του. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο γειτόνων δεν ήταν οι καλύτερες. Ο Φόουλ συχνά παραπονιόταν για τη φασαρία που ερχόταν από το κατάμεστο σπίτι του Μακάφι, κάνοντας λόγους και για πυροβολισμούς. Είχε ανοίξει μέχρι και «βεντέτα» με τους σκύλους του Τζον. Τελικά, τον Οκτώβριο του 2012, έκανε επίσημη καταγγελία στις τοπικές αρχές, δηλώνοντας λίγο πολύ ότι φοβόταν για την ασφάλειά του.

Διαβάστε ακόμη: Ο «εφτάψυχος» CEO!

Περίπου έναν μήνα αργότερα, ο Φόουλ εντοπίστηκε νεκρός στο σπίτι του, μέσα σε μία λίμνη αίματος, φέροντας τραύμα από σφαίρα στο κεφάλι. Μάταια η αστυνομία αναζητούσε εκείνη την ημέρα τον Μακάφι για πληροφορίες, στο πλαίσιο της έρευνας. Όπως ανέφερε ο ίδιος την επομένη στο περιοδικό Wired, είχε κρυφτεί σε έναν λόφο άμμου στην αυλή του σπιτιού του, κατατρομαγμένος, φοβούμενος για τη ζωή του…

Για πολλοστή φορά, τα μάζεψε κι έφυγε, θεωρώντας ότι οι αρχές θα τον άφηναν να «σαπίσει» στη φυλακή, χωρίς να μπορεί να αποδείξει ότι είναι αθώος. Μεταμφιεσμένος, πέρασε τα σύνορα στη γειτονική Γουατεμάλα. Εκεί, επιχείρησε να πάρει πολιτικό άσυλο. Τελικά συνελήφθη τον περασμένο Δεκέμβριο, για παράνομη είσοδο στη χώρα.

Μέσα από μία σειρά ενστάσεων και χάρη στον έμπειρο δικηγόρο του, ο Μακάφι δεν απελάθηκε στο Μπελίζ όπως φοβόταν, αλλά αφέθηκε ελεύθερος να πάρει το επόμενο αεροπλάνο για τις ΗΠΑ. Προορισμός ήταν το κοσμοπολίτικο Μαϊάμι.

«Δεν θέλω να είμαι αγενής απέναντι στον κύριο», λέει σήμερα στο BBC ο πρωθυπουργός του Μπελίζ, Ντιν Μπάροου, «αλλά πιστεύω ότι είναι παρανοϊκός! Εμείς δεν τον αναζητούσαμε ως βασικό ύποπτο, αλλά ως πρόσωπο ενδιαφέροντος για την υπόθεση της δολοφονίας».

Διαβάστε ακόμη: Δύσκολοι καιροί για δισεκατομμυριούχους!

Από το Πόρτλαντ του Όρεγκον, όπου μένει τους τελευταίους μήνες, ο Μακάφι ξεκίνησε μία νέα εκστρατεια, δίνοντας 25.000 δολάρια αμοιβή σε όποιον του δώσει πληροφορίες για τη δολοφονία του Φόουλ.

Παράλληλα, ετοιμάζει με μία καναδική εταιρία την παραγωγή ενός ντοκυμαντέρ και μίας ταινίας για τις περιπέτειές του στο Μπελίζ. Mε τη βοήθεια του Τζορτζ Τζανγκ -του διαβόητου πρώην βαρώνου της κοκαϊνης- λέγετα ότι ετοιμάζει την «πιπεράτη» βιογραφία του, ως ένα σίγουρο best-seller.

Και στο μεσοδιάστημα, ανακοίνωσε την επιστροφή του, εν είδει… ασώτου, στη λαμπερή Silicon Valley, για την καταστευή μιας μικρής φορητής συσκευής, που θα μπορεί να μπαίνει σε κινητά, ταμπλέτες και PC και θα εξαφανίζει τα ηλεκτρονικά «ίχνη» των χρηστών της, με την υπόσχεση ότι μπορεί να κάνει καθέναν μας έναν ερασιτέχνη «Φαντομά» του διαδικτύου…

Διαβάστε ακόμη: Οι ληστείες τραπεζών του μέλλοντος