ΙΟΒΕ: Απαραίτητες οι στρατηγικές παρεμβάσεις για την ανάπτυξη του τομέα μεταποίησης

ΙΟΒΕ: Απαραίτητες οι στρατηγικές παρεμβάσεις για την ανάπτυξη του τομέα μεταποίησης

Τη σημασία του τομέα για την ελληνική οικονομία, καθώς και τις προκλήσεις και προοπτικές που προκύπτουν εξετάζει μελέτη του ΙΟΒΕ.

Eκδήλωση για την παρουσίαση των αποτελεσμάτων της μελέτης με θέμα «Προκλήσεις και προοπτικές του τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα: Στρατηγικές παρεμβάσεις για ανάπτυξη» πραγματοποίησε το Ίδρυμα Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ). Η μελέτη εκπονείται με τη στήριξη της πρωτοβουλίας «Ελληνική Παραγωγή – Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη».

Τα βασικότερα σημεία που προκύπτουν από την ανάλυση είναι τα ακόλουθα:

Βασικές διαρθρωτικές τάσεις

Παρά την ελαφρά τάση ανάκαμψης την τελευταία τριετία όσον αφορά στην άμεση συνεισφορά της μεταποίησης στο ΑΕΠ (από 8,1% το 2015 σε 8,7% του ΑΕΠ το 2017), ακόμα η Ελλάδα παραμένει στις τελευταίες θέσεις της ΕΕ στο σχετικό δείκτη συμβολής. Μετά τη σημαντική μείωση της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας της μεταποίησης κατά 26,6% την περίοδο 2009-2014, παρατηρείται αύξηση 3% την περίοδο 2014-2017, μεγαλύτερη από του συνόλου της οικονομίας (0,4%).

Ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής είναι σταθερά θετικός και μάλιστα επιταχύνεται από το 2014, έχοντας επανέλθει στα επίπεδα του 2010. Ήδη στο 2ο τρίμηνο του 2018 καταγράφεται αύξηση σχεδόν 9% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2017.

Μετά την ισχυρή μείωση απασχόλησης την περίοδο 2009-2014, οπότε χάθηκαν περίπου 162 χιλιάδες θέσεις εργασίας, έκτοτε σημειώνεται ανάκαμψη της απασχόλησης με αύξηση κατά 13%, υπερδιπλάσια του συνόλου της οικονομίας (6%).

Οι επενδύσεις στη μεταποίηση ανά απασχολούμενο, διατηρήθηκαν περίπου σταθερές κατά τη διάρκεια της κρίσης (περίπου 34 χιλιάδες ευρώ ανά απασχολούμενο), ενώ στο σύνολο της οικονομίας μειώθηκαν κατά σχεδόν 50%. Η βιομηχανία επενδύει πια σχεδόν 6 φορές περισσότερο ανά εργαζόμενο, απ’ ό,τι ο μέσος όρος της οικονομίας. Το 2017 μάλιστα, το ύψος των επενδύσεων ξεπερνά τα 12,2 δισ. ευρώ, στο υψηλότερο επίπεδό τους από το 2011. Σε επίπεδο χρηματοοικονομικών στοιχείων και με βάση τους ισολογισμούς 4.560 μεταποιητικών επιχειρήσεων, προκύπτει μικρή αύξηση κύκλου εργασιών κατά 5,2% το 2016 σε σχέση με το 2009. Ωστόσο ο τομέας έχει διέλθει από μεγάλη αναδιάρθρωση, καθώς αρκετές επιχειρήσεις έχουν αναστείλει τη λειτουργία τους ή έχουν εξαγοραστεί. Το 2016, το 59,3% των επιχειρήσεων παρουσίασε καθαρά κέρδη (μετά φόρων), τα οποία ανήλθαν σε 1,9 δισ. ευρώ, έναντι 64% και 1,95 δισ. ευρώ το 2009.

Εξωστρέφεια μεταποίησης

Οι εξαγωγές μεταποιητικών προϊόντων έχουν αυξητική τάση, με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 5% την περίοδο 2009-2017. Μάλιστα, το 2017 σημειώνονται οι υψηλότερες εξαγωγές στα 25,4 δισ. ευρώ. Σε συνδυασμό με τη μείωση των εισαγωγών, σημειώνεται σημαντική μείωση του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο μεταποιητικών αγαθών, από τα 35 δισ. ευρώ το 2009, σε περίπου 20 δισ. ευρώ τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα οι σχετικές εισαγωγές αυξάνονται ελαφρώς ταχύτερα από τις εξαγωγές.

Οικονομικό αποτύπωμα 

Η ποσοτικοποίηση της συνεισφοράς της μεταποίησης στο σύνολο της οικονομίας με βάση τη μεθοδολογία εισροών-εκροών στα στοιχεία του 2017, επιβεβαιώνει την καίρια σημασία της, όσον αφορά στη συνολική επίδρασή της. Σχεδόν το 1/3 του ΑΕΠ και της απασχόλησης οφείλεται στην άμεση, έμμεση ή προκαλούμενη επίδραση της μεταποίησης. Ο συνολικός πολλαπλασιαστής της μεταποίησης στο ΑΕΠ είναι 2,8 και στην απασχόληση 3,5, ενώ πλήθος κλάδων υπηρεσιών και εμπορίου ωφελούνται σε προστιθέμενη αξία και σε απασχόληση από τη μεταποιητική παραγωγή.

Συμπερασματικά, το συνολικό αποτύπωμα της μεταποίησης στην ελληνική οικονομία παραμένει ιδιαίτερα σημαντικό. Η εγχώρια μεταποίηση ανακάμπτει σταθερά τα τελευταία χρόνια, ταχύτερα από το σύνολο της οικονομίας. Όμως η βελτίωση αυτή είναι εύθραυστη και ανεπαρκής σε σχέση με την ανάγκη της χώρας να επανέλθει σε διατηρήσιμη και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, καθώς η βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης της στις διεθνείς αγορές, απαιτεί περισσότερο στοχευμένες πολιτικές και διαθρωτικές παρεμβάσεις σε επίπεδο δημόσιων, αλλά και επιχειρηματικών πολιτικών.

Στρατηγικές παρεμβάσεις – Βιομηχανικές πολιτικές

Τα τελευταία χρόνια, η ΕΕ έχει αναγάγει ως προτεραιότητα την ενδυνάμωση της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, ως προϋπόθεση για να παραμείνει η Ευρώπη στην τεχνολογική αιχμή και να προστατέψει την οικονομική και κοινωνική συνοχή της. Σχετικά, έχει εκπονήσει μια ολοκληρωμένη στρατηγική με στόχο να αυξηθεί η συνεισφορά της βιομηχανίας στο 20% του Ευρωπαϊκού ΑΕΠ. Με βάση την πιο πρόσφατη επικαιροποίησή της, η βιομηχανική πολιτική της ΕΕ προτάσσει την εμβάθυνση της Ενιαίας Αγοράς, την αξιοποίηση των ψηφιακών τεχνολογιών, τη μετάβαση σε κυκλική οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα, τη στήριξη της βιομηχανικής καινοτομίας και την ένταξη σε διεθνείς αλυσίδες αξίας.

Η Ελλάδα έχει ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη μιας στοχευμένης πολιτικής για τη βιομηχανία, ώστε να μπορέσει να συμπορευτεί με αυτές τις πολιτικές και να αξιοποιήσει τις δυνητικές ευκαιρίες. Η «Ελληνική Παραγωγή», ο ΣΕΒ, οι βιομηχανικοί περιφερειακοί σύνδεσμοι και άλλοι 21 κλαδικοί βιομηχανικοί σύνδεσμοι, έχουν προτάξει την ανάγκη χάραξης μιας εθνικής στρατηγικής για τη βιομηχανία, με την καθιέρωση εθνικού στόχου για την αύξηση της συμμετοχής της βιομηχανίας στο 12% του ΑΕΠ έως το 2020 και στο 15% μεσοπρόθεσμα.

Ωστόσο, σε εθνικό επίπεδο αυτό σημαίνει μια προσπάθεια σχεδιασμού στοχευμένων πολιτικών που συνεισφέρουν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής μεταποίησης και αμβλύνουν τα εμπόδια που αυτή αντιμετωπίζει. Στη μελέτη επιλέχθηκαν πέντε περιοχές που επηρεάζουν αρνητικά την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής μεταποίησης και αποτελούν σημαντικά εμπόδια έτσι ώστε να αξιοποιήσει πλήρως το δυναμικό της και να το διευρύνει.

Κόστος ενέργειας

Με βάση στοιχεία της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στις χώρες της ΕΕ, η τιμή του φορτίου βάσης στην Ελλάδα ήταν το 2ο τρίμηνο του 2018, σχεδόν 30% υψηλότερη από το μέσο της ΕΕ. Στην Ελλάδα, το pool είναι υποχρεωτικό, με αποτέλεσμα μια βιομηχανική επιχείρηση να μην μπορεί να συνάψει διμερές μακροχρόνιο συμβόλαιο με παραγωγό, ενώ δεν έχει πρόσβαση σε προθεσμιακά προϊόντα. Αν και έχουν καταγραφεί βελτιώσεις πρόσφατα, όπως η μείωση ΕΤΜΕΑΡ για τη μέση και υψηλή τάση, ακόμα υπάρχει μεγάλο πλήθος φόρων και χρεώσεων (διπλάσιος ΕΦΚ στη μέση σε σχέση με την υψηλή τάση, φόρος ΔΕΤΕ, ύψος χρέωσης ΥΚΩ, χρέωση Δικτύου Μεταφοράς, χρέωση δικτύου διανομής, ETMEAP, χρέωση εκπομπών CO2) που επηρεάζουν ειδικά τις μικρομεσαίες μεταποιητικές επιχειρήσεις. Ουσιαστική λύση του προβλήματος μεσοπρόθεσμα, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τομές, κατάλληλα κίνητρα και τις απαραίτητες επενδύσεις στην αγορά της ενέργειας.

Προτάσεις, με βάση την μελέτη:

– Μετάβαση σε ανταγωνιστική αγορά ενέργειας (target model ΕΕ) χωρίς άλλες καθυστερήσεις. Λειτουργία Χρηματιστηρίου Ενέργειας.

– Διερεύνηση μέτρων στήριξης της βιομηχανίας, ειδικά της εντάσεως ενέργειας

– Ενίσχυση διεθνών διασυνδέσεων για συμμετοχή στην Ενεργειακή Ένωση

– Περιορισμός ύψους φόρων και χρεώσεων ηλεκτρικού ρεύματος για βιομηχανική χρήση. Ενδεικτικά, προτείνεται εξίσωση ΕΦΚ για μέση και υψηλή τάση

Φορολογία – αποσβέσεις

Η Ελλάδα βρίσκεται σε δυσμενή θέση όσον αφορά την επίδραση της φορολογίας στα επενδυτικά κίνητρα, όχι μόνο ως προς το ύψος του συντελεστή φορολογίας κερδών, αλλά και την έλλειψη προβλεψιμότητας του τελικού πλαισίου. Αλλά και σε επιμέρους ζητήματα όπως η φορολογική απόσβεση των βιομηχανικών επενδύσεων, βρίσκεται στα δυσμενέστερα καθεστώτα μεταξύ των χωρών της ΕΕ και του ΟΟΣΑ (μεγάλο διάστημα απόσβεσης), ενώ από το 2013 έγινε ακόμα πιο άκαμπτο. Η υιοθέτηση της δυνατότητας για ταχύτερες αποσβέσεις δεν είναι δημοσιονομικά ασταθές μέτρο: οδηγεί σε αναβολή μεν αλλά όχι σε αποφυγή άμεσης φορολογίας, ενώ λειτουργεί ως επενδυτικό κίνητρο και υποστηρίζει τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό της παραγωγής.

Προτάσεις:

– Κατά προτεραιότητα, χρήση των όποιων δημοσιονομικών περιθωρίων για την επαναφορά ταχύτερων αποσβέσεων

– Επιτάχυνση μείωσης φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις, από 4 σε 3 έτη, στο πλαίσιο ενός συνολικού σχεδίου μείωσης των φορολογικών βαρών για τις επιχειρήσεις

Μη μισθολογικό κόστος

Μετά και την πρόσφατη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, οι εισφορές εργοδοτών και εργαζομένων είναι σημαντικά υψηλότερες στην Ελλάδα σε σχέση με άλλες χώρες (41% στο σύνολο της οικονομίας, έναντι 34,3% σε ΕΕ). Στη μεταποίηση οι εισφορές είναι ακόμα υψηλότερες σε σχέση με τη λοιπή οικονομία, λόγω πρόσθετων επιβαρύνσεων. Ως αποτέλεσμα, οι ελληνικές επιχειρήσεις βρίσκονται σε δυσμενή ανταγωνιστική θέση, καθώς οι εργοδότες οφείλουν να καταβάλουν μεγαλύτερα ποσά, για δεδομένες καθαρές αποδοχές των εργαζομένων.

Προτάσεις:

– Προσπάθεια για περαιτέρω μείωση του μη μισθολογικού κόστους με μείωση εισφορών υπέρ ΟΑΕΔ, εφόσον συνεχιστεί η μείωση της ανεργίας και σε συνάρτηση με αυτή.

– Εμφατικότερη επιδότηση ασφαλιστικών εισφορών για νέους εργαζομένους και πέραν της επιδότησης 50% των εργοδοτικών εισφορών για εργαζόμενους έως 24 ετών που προβλέπεται στον Προϋπολογισμό 2019.

Χρηματοδότηση

Όπως και στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας, η τραπεζική χρηματοδότηση προς τη μεταποίηση μειώθηκε δραματικά τα χρόνια της κρίσης.

Προτάσεις:

– Ενίσχυση συμμετοχής της βιομηχανίας στο ΠΔΕ, με απλούστερες διαδικασίες

– Μεγαλύτερη ευελιξία αναπτυξιακού Νόμου, με έμφαση στα ειδικά καθεστώτα ενίσχυσης και χαλάρωση των κριτηρίων επιλεξιμότητας

– Αξιοποίηση εναλλακτικών εργαλείων χρηματοδότησης (π.χ. μέσω κεφαλαιαγορών).

Αδειοδοτήσεις

Παρά τις σημαντικές παρεμβάσεις τα τελευταία χρόνια, η έλλειψη ολοκληρωμένου χωροταξικού σχεδιασμού με περιφερειακή και κλαδική διάσταση, εκκρεμεί. Ταυτόχρονα, το πλαίσιο περιβαλλοντικής αδειοδότησης χρήζει αναθεώρησης.

Προτάσεις:

– Κατάρτιση ενός Γενικού Χωροταξικού Πολεοδομικού Σχεδίου

– Επιτάχυνση εφαρμογής πρόσφατου νόμου για άτυπες βιομηχανικές συγκεντρώσεις

– Αναθεώρηση κατηγοριών όχλησης, με ενοποίηση με τα κριτήρια κατάταξης της περιβαλλοντικής αδειοδότησης

– Επικαιροποίηση κατηγοριοποίησης έργων και δραστηριοτήτων ως προς την ένταση των περιβαλλοντικών επιπτώσεών τους

– Εκκαθάριση και απλοποίηση νομικών διατάξεων για την επιτάχυνση της περιβαλλοντικής αδειοδότησης

– Ενεργοποίηση πιστοποιημένων ελεγκτών επενδυτικών σχεδίων, για επιτάχυνση της αξιολόγησής τους, καθώς και του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος Διαχείρισης Αδειοδότησης και Ελέγχων (ΟΠΣ-ΑΔΕ).