Ο διάλογος «φωτιά» μεταξύ Τσίπρα και Ντάισεμπλουμ

Ο διάλογος «φωτιά» μεταξύ Τσίπρα και Ντάισεμπλουμ

Ο πρωθυπουργός, υποδεχόμενος τον επικεφαλής του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, στο Μέγαρο Μαξίμου, προσέδωσε στην έλευσή του στην Ελλάδα τη διάσταση έναρξης διαπραγμάτευσης.

Σύμφωνα με πληροφορίες, ο κ. Τσίπρας είπε στον συνομιλητή του ότι «τέσσερα χρόνια τώρα η Ελλάδα εφαρμόζει ένα αποτυχημένο πρόγραμμα, που έκανε τον λαό μας να υποφέρει άδικα».

Ο κ. Ντάισεμπλουμ απάντησε ότι «δεν έχει την ίδια άποψη».

Ο κ. Τσίπρας τότε παρέπεμψε στους αριθμούς: «Χρέος 180% του ΑΕΠ από 124%. 1,5 εκατ. άνεργοι, 2,5 εκατ. φτωχοί».

Επίσης ο πρωθυπουργός απάντησε αρνητικά στο ερώτημα εάν πρόκειται να ζητήσει παράταση του προγράμματος. Επανέλαβε, δε, τη δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, την οποία, ωστόσο, συνόδευσε με σαφή αποστασιοποίηση από την εφαρμογή του τρέχοντος προγράμματος, καθώς, όπως είπε, η κυβέρνησή του θα εφαρμόσει ένα πρόγραμμα εστιασμένο στην αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, στην αποκατάσταση της απασχόλησης και στην επανεκκίνηση της οικονομίας.

Αναφέρθηκε στην προώθηση μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της αξιοπιστίας του Δημοσίου, την πάταξη της φοροδιαφυγής, της διαφθοράς και των πελατειακών σχέσεων. Ο πρωθυπουργός συνόδευσε την παρουσίαση του σχεδίου της κυβέρνησης με αίτημα για παροχή χρόνου και δημοσιονομικών περιθωρίων, που χαρακτήρισε αναγκαία.

Ο διάλογος μεταξύ των δύο ανδρών ήταν ο εξής:
Α.Τ: Τέσσερα χρόνια τώρα η Ελλάδα εφαρμόζει ένα αποτυχημένο πρόγραμμα που έκανε το λαό μας να υποφέρει άδικα.

Γ.Ν: Δεν έχω την ίδια άποψη.

Α.Τ: Τότε δείτε τους αριθμούς. Χρέος 180% του ΑΕΠ από 124%. 1,5 εκατομμύρια άνεργοι, 2.5 εκατομμύρια φτωχοί.

Γ.Ν: Θα ζητήσετε παράταση του προγράμματος;

Α.Τ: Το πρόγραμμα αυτό απορρίφθηκε από την ετυμηγορία του ελληνικού λαού. Δεν έχω το δικαίωμα να την αγνοήσω. Κανείς δεν το έχει. Θεμελιώδη αρχή της Ενωμένης Ευρώπης είναι ο σεβασμός στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.

Παρά την αρνητική αποδοχή που φαίνεται να έχει έως τώρα οποιαδήποτε νύξη για το ζήτημα του χρέους, ο κ. Τσίπρας έβαλε και αυτό το θέμα στη συζήτηση με τον κ. Ντάισελμπλουμ.

Παππάς: «Δεν θα φάμε τον ελληνικό λαό»
Η επίσκεψη του προέδρου του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ στην Αθήνα και οι εξελίξεις στο μέτωπο της οικονομίας, βρέθηκαν στο επίκεντρο της συνέντευξης που παραχώρησε χθες στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του MEGA ο υπουργός Επικρατείας Νίκος Παππάς. Ωστόσο δεν έλειψαν, μετά από σχετικές ερωτήσεις, και οι αναφορές στο δείπνο της Άνγκελας Μέρκελ με τον Φρανσουά Ολάντ στο Στρασβούργο, με τον κ. Παππά να απαντά «Στην κ. Μέρκελ θα πούμε καλή όρεξη αλλά δεν θα φάμε τον ελληνικό λαό. Δεν θα είναι στο δείπνο ο ελληνικός λαός. Ο ελληνικός λαός απεφάνθη και νομίζω ότι αυτή η βούλησή του θα πρέπει να γίνει σεβαστή».

Ο υπουργός επικρατείας σε ερώτηση για το αν υπάρχει προγραμματισμός για συνάντηση του πρωθυπουργού με την Γερμανίδα καγκελάριο απάντησε ότι θα γίνει κάτι τέτοιο «όταν έρθει η ώρα» συμπληρώνοντας ότι ο κ. Τσίπρας έχει ένα πολύ πυκνό πρόγραμμα αύτή την περίοδο, με συναντήσεις με τους Ματέο Ρέντσι και Φρανσουά Ολάντ αλλά και τις υποχρεώσεις της ελληνικής Βουλής.

Σε ότι αφορά την επίσκεψη Ντάισελμπλουμ ο κ. Παππάς εξήγησε ότι η κυβέρνηση «δεν έκανε τίποτα άλλο από το να παραμείνει συνεπής στις προεκλογικές της δεσμεύσεις», κάτι που «δεν έπρεπε να εκπλήξει κανέναν», ενώ σε ερώτηση αν θα ζητηθεί παράταση του προγράμματος απάντησε αρνητικά, συμπληρώνοντας ότι μπορεί να γίνει μια συζήτηση με τους εταίρους για να «διαμορφωθεί ένα πολιτικό πλαίσιο για να ξεκινήσει μία συζήτηση η οποία θα καταλήξει σε μία αμοιβαία αποδεκτή και επωφελή λύση και για μας και για τους εταίρους». Ανέφερε ακόμα ότι οι εταίροι είναι «όχι απλά υποστηρικτικοί, αλλά ενθουσιώδεις για κάποιες μεταρρυθμίσεις» καθώς βλέπουν μια κυβέρνηση που είναι έτοιμη «να πατάξει τη φοροδιαφυγή, να χτυπήσει τη διαφθορά, το πελατειακό κράτος».

«Η διαπραγμάτευση θα έχει και χρόνο, δεν θα γίνει μία και έξω και θα έχει πολλά επίπεδα» είπε ακόμα εκφράζοντας παράλληλα την επιθυμία «τα κόμματα της αντιπολίτευσης να «ενισχύσουν αυτή τη διαπραγματευτική θέση».