Ο Τραμπ «ξαναχτυπά» με νέους δασμούς 500 δισ. δολαρίων την Κίνα

Ο Τραμπ «ξαναχτυπά» με νέους δασμούς 500 δισ. δολαρίων την Κίνα
epa06898887 US President Donald J. Trump delivers remarks during an event entitled 'Pledge to America's Workers', in Washington, DC, USA, 19 July 2018. Trump signed an executive order establishing a 'National Council for the American Worker', an interagency consisting of Trump administration officials that was created to focus on workforce issues. EPA/MICHAEL REYNOLDS

Ο Αμερικανός πρόεδρος απειλεί να κλιμακώσει περαιτέρω την εμπορική σύγκρουση με την ασιατική χώρα.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε πως είναι έτοιμος να επιβάλει επιπλέον δασμούς αξίας 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε εισαγωγές προϊόντων από την Κίνα, απειλώντας να κλιμακώσει την εμπορική σύγκρουση με την ασιατική χώρα.

«Μιλάμε για ένα τρομερό ποσό», δήλωσε ο Τραμπ σε μια συνέντευξη για τις εμπορικές ανισορροπίες με την Κίνα στο CNBC, που ηχογραφήθηκε την Πέμπτη (χθες) και μεταδόθηκε σήμερα. «Είμαι έτοιμος να πάω μέχρι τα 500», είπε.

Νωρίτερα αυτό τον μήνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες επέβαλαν δασμούς σε εισαγωγές κινεζικών προϊόντων αξίας 34 δισ. δολαρίων. Σε αντίποινα η Κίνα αύξησε τους φόρους σε ίσης αξίας προϊόντα των ΗΠΑ.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες αμφισβήτησαν τους ανταποδοτικούς δασμούς στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου τη Δευτέρα, μαζί με εκείνους που επιβλήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τον Καναδά, το Μεξικό και την Τουρκία ως αντίδραση για τους νέους δασμούς που επέβαλαν οι ΗΠΑ στον χάλυβα και στο αλουμίνιο.

Απαντώντας σε ερώτηση για το ενδεχόμενο πτώσης του χρηματιστηρίου σε περίπτωση οι Ηνωμένες Πολιτείες επιβάλουν δασμούς σε μια τόσο μεγάλη ποσότητα προϊόντων, ο Τραμπ είπε: «Αν πέσει, έπεσε. Κοιτάξτε, δεν το κάνω για πολιτικούς λόγους».

Ο Τραμπ θέλει οι Κινέζοι ηγέτες να αναλάβουν δράση προκειμένου να μειωθεί το έλλειμμα ύψους 375 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο εμπορικό ισοζύγιο των Ηνωμένων Πολιτειών με την Κίνα.

Η αμερικανική κυβέρνηση κατηγορεί επίσης την Κίνα ότι εμπλέκεται σε άδικες εμπορικές πρακτικές αναγκάζοντας τους Αμερικανούς επενδυτές να παραδίδουν κρίσιμες τεχνολογίες σε κινεζικές εταιρίες.