Πέτρος Ευθυμίου: Σε λάθος βάση και «αποπροσανατολιστική» η συζήτηση για την «έξοδο» από τα Μνημόνια

Πέτρος Ευθυμίου: Σε λάθος βάση και «αποπροσανατολιστική» η συζήτηση για την «έξοδο» από τα Μνημόνια

O Πέτρος Ευθυμίου μιλάει για την Ελλάδα, την οικονομία, το πραγματικό διακύβευμα για τη χώρα και για τη διεθνή συγκυρία (Mέρος Β).

Στο δεύτερο μέρος της συνέντευξης μας με τον δημοσιογράφο και πρώην υπουργό Πέτρο Ευθυμίου, δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε στο ελληνικό ζήτημα, στις προκλήσεις για τη χώρα μας, μετά από τρία συνεχή προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, στο μέλλον της Ευρώπης και στη διεθνή συγκυρία.

Έχοντας διατελέσει ευρωβουλευτής, υπουργός παιδείας και εκλεγμένος Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Ο.Α.Σ.Ε, ο Πέτρος Ευθυμίου έχει σημαντική εμπειρία και γνώση των ευρωπαϊκών θεμάτων. Προσθέτως, το 2012 με 2013 αποφοίτησε από το ιστορικό fellowship του WCFIA του School of Government του Χάρβαρντ με ειδίκευση στις διεθνείς σχέσεις και τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις. Συζητήσαμε μαζί του το ζήτημα της επόμενης μέρας για την Ελλάδα στη πραγματική του βάση. Δηλαδή στο να αναλάβουμε ουσιαστικά το βάρος της ευθύνης για τη χώρα μας και να αλλάξουμε τα δεδομένα του προβλήματος που μας οδήγησε στη σημερινή κατάσταση. Κάτι που δε συμβαίνει σήμερα, με ευθύνη όλων μας.

Το εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης, όπως υποστηρίζει, πρέπει να στηριχθεί στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και στην ανάπτυξη καινοτόμων σχημάτων, που ήδη έχουν αρχίσει να πολλαπλασιάζονται στην χώρα μας, όπως συμβαίνει με τους νέου τύπου αγροτικούς συνεταιρισμούς.

Εκτιμά ότι η Ευρώπη βαδίζει σε ένα μοντέλο πολλών ταχυτήτων και ότι το εθνικό συμφέρον της Ελλάδας είναι να μείνει στον σκληρό πυρήνα του ευρώ. Δηλώνει κυρίως ανήσυχος για τη θέση της χώρας σε μια δύσκολη «γειτονιά», αλλά παράλληλα εμφανίζεται αισιόδοξος για την Ελλάδα, καθώς «καταφέραμε να αποκτήσουμε σημαντικά αντισώματα μέσα στην κρίση», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει.

Διαβάστε παρακάτω τη συνέντευξη:

Μετά από σχεδόν οχτώ χρόνια, τον Αύγουστο η Ελλάδα αφήνει πίσω της, έστω και τυπικά, τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής. Πώς βλέπετε την επόμενη μέρα για τη χώρα, που σίγουρα δεν θα μοιάζει με «μήνα του μέλιτος»;

Είμαι ιδιαίτερα επιφυλακτικός σε οποιαδήποτε ρητορική δημιουργεί τον πανηγυρισμό ότι βγαίνουμε από το Μνημόνιο, άρα αλλάζουν τα πάντα και μπορούμε να συζητήσουμε από μηδενική βάση για τα θέματα της οικονομίας, της χώρας και των θεσμών. Η πραγματικότητα είναι πως η χώρα βρίσκεται παγίως πια σε ένα σύστημα δεσμεύσεων, το οποίο έχει επιβάλλει μακρά επιτήρηση, έλεγχο και εξωτερική διαχείριση μιας σειράς μεγάλων και κρίσιμων τομέων της ελληνικής οικονομίας. Άρα η δημιουργία της εντύπωσης ότι αποκτούμε ξανά τη δημοσιονομική μας κυριαρχία αποπροσανατολίζει και δεν επιτρέπει να γίνει ο πραγματικός διάλογος που χρειάζεται για την επόμενη μέρα. Για να σπάσεις τα δεσμά της επιτροπείας και του ελέγχου, που έχουν εγκαθιδρυθεί με δικές μας αποφάσεις και όλα όσα έχουμε ψηφίσει, πρέπει να αλλάξεις τα δεδομένα του προβλήματος. Και τα δεδομένα είναι απλά. Για να ζεις διαφορετικά, πρέπει να παράγεις εσύ αυτά που χρειάζεσαι, έτσι ώστε να δημιουργήσεις ένα νέο δημοσιονομικό περιθώριο για άσκηση πραγματικών κοινωνικών πολιτικών. Αυτή η οργανωμένη συζήτηση δεν γίνεται και αυτό είναι μοιραίο λάθος, καθώς αν η παγκόσμια συνθήκη μεταβληθεί και το αναπτυξιακό μομέντουμ, που υπάρχει αυτή τη στιγμή σε Ευρώπη και ΗΠΑ αναστραφεί, τότε μπορεί να έχουμε τα επόμενα λίγα χρόνια μια νέα κρίση εσωτερικής πτώχευσης, που, μπροστά της, αυτή του 2010 θα μοιάζει με παράδεισο.

Άρα υποστηρίζετε ότι η συζήτηση αυτή τη στιγμή γίνεται σε λάθος βάση;

Απολύτως, και με ευθύνη όλων μας, της πλειοψηφίας των πολιτικών δυνάμεων, αλλά και των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Με αυτό τον τρόπο ο ελληνικός λαός, μετά από οχτώ βασανιστικά χρόνια, στερείται της δυνατότητας να αποκτήσει εκείνα τα εργαλεία που θα οδηγήσουν στην πραγματική επανάκτηση της κυριαρχίας της χώρας. Πραγματική αποκηδεμόνευση είναι να μπορούμε μόνοι μας να ορίζουμε τη μοίρα μας. Από τη στιγμή που σωστά διεκδικούμε πλέον ένα καλύτερο επίπεδο ζωής και μια καλύτερη τύχη για την πατρίδα μας, αυτό μπορούμε να το πετύχουμε, μόνο αν παράγουμε περισσότερο και γίνουμε πιο ανταγωνιστικοί. Πράγμα που απαιτεί, συνολικές αλλαγές και ένα νέο τύπο κρατικής λειτουργίας. Δεν μπορούμε να πάμε στο αύριο με χθεσινό εισιτήριο.

Θεωρείτε λοιπόν ότι αυτό που θα συμβεί τον Αύγουστο είναι μια τυπική συνθήκη και μόνο;

Ναι, αλλά όμως έχει σημαντική αξία συμβολικά, την οποία, πάντως, δεν δείχνουμε να κατανοούμε. Τα άλλοθι πλέον τελειώνουν και ήρθε η ώρα να κοιταχτούμε με αυτογνωσία και να κινηθούμε με εθνικό αυτοπροσδιορισμό. Δεν έχουν διαμορφωθεί ακόμη οι όροι και οι προϋποθέσεις για αυτό, όπως έδειξε και η πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή περί «καθαρής» ή μη εξόδου από το Μνημόνιο. Αν και βρίσκομαι πέντε χρόνια εκτός πολιτικής, διατηρώ τα διεθνή δίκτυα των επαφών μου και αυτό που με στεναχωρεί πραγματικά είναι ότι οι Ευρωπαίοι αλλά και πολλοί στις ΗΠΑ, έχουν κατανοήσει καλύτερα από εμάς τα προβλήματα μας. Αυτό που υποστηρίζουν είναι ότι δεν έχουμε αναλάβει ουσιαστικά το βάρος της ευθύνης για τη χώρα μας. Αυτή τη στιγμή ο διάλογος, με τους όρους που γίνεται, εμποδίζει την πραγματική ανάληψη της κυριαρχίας, που σημαίνει ανάληψη της ευθύνης.

 

Γιατί πιστεύετε ότι οι περισσότερες, αν όχι όλες οι κυβερνήσεις, φαίνεται ότι δεν θέλουν να αναλάβουν την ευθύνη;

Αυτή η στάση πιστεύω ότι είναι απότοκο μιας κληρονομιάς που την έχω βιώσει και τη θεωρώ μοιραίο λάθος, και αφορά όλα τα κόμματα εξουσίας. Μπήκαμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 1980 και έκτοτε αναπτύχθηκε μια εκπληκτικά επαναληπτική τακτική όλων των κυβερνήσεων. Ό,τι καλό γινόταν στην χώρα (χάρη κυρίως στην κοινοτική συνδρομή) το εμφάνιζαν οι ελληνικές κυβερνήσεις ως αποκλειστικά δική τους επιτυχία, ενώ , ό,τι εθεωρείτο δυσάρεστο, το αποδίδαμε στους κακούς Ευρωπαίους, στους «ξένους». Για παράδειγμα, σύμφωνα με έρευνα της διαΝΕΟσις για το τι πιστεύουν οι Έλληνες, η τάξη που θεωρεί πλειοψηφικά ότι μας έβλαψε περισσότερο η ένταξη μας στην Ε.Ε. από ότι μας ωφέλησε , είναι οι αγρότες. Και αυτό γιατί είχε επικρατήσει το γνωστό σύνθημα «τιμές Αθηνών και όχι Βρυξελλών». Σκεφτείτε λοιπόν την τραγωδία, αν αύριο επανεθνικοποιηθεί, έστω εν μέρει, η κοινή αγροτική πολιτική. Κάτι που μπορεί να συμβεί, καθώς το 2025 είναι πιθανό να περιοριστεί η ροή των κοινοτικών κονδυλίων για τον αγροτικό τομέα, με βάση τα σενάρια περικοπών που ήδη έχουν κατατεθεί. Αν επικρατήσουν αυτά τα σενάρια, έχουμε συνείδηση του τι σημαίνει το παραπάνω σύνθημα, που όλες οι κυβερνήσεις το νομιμοποίησαν, λέγοντας στους αγρότες «τί να κάνουμε, οι Ευρωπαίοι δεν μας επιτρέπουν να σας δώσουμε παραπάνω λεφτά, από αυτά που δίνει η ΚΑΠ». Που θα βρούμε λοιπόν τα λεφτά για τις «τιμές Αθηνών», αν κοπούν οι κοινοτικές εισροές; Είναι μια απόλυτα λανθασμένη συζήτηση λοιπόν αυτή που γίνεται και θα ήταν ευχής έργο να σταματήσει και να υπάρξει συναίνεση μεταξύ των κομμάτων και μια καθαρή τοποθέτηση απέναντι στον ελληνικό λαό, ότι πρέπει να πάμε αλλιώς.

Τον τελευταίο καιρό βλέπουμε πολλούς εκπροσώπους των θεσμών να αναλαμβάνουν επίσης μέρος της ευθύνης και να αναγνωρίζουν ότι έγιναν λάθη και από τη δική τους πλευρά. Φαίνεται ακόμη σαν έχουν κουραστεί με την Ελλάδα και να επιδιώκουν το τέλος των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής.

Πρέπει να είμαστε πολύ προσεχτικοί και να κατανοήσουμε τι σημαίνει ότι η Ευρώπη θέλει να κλείσει το θέμα «Ελλάδα». Οι εταίροι μας επιθυμούν και επισπεύδουν να βγούμε από το Μνημόνιο, καθώς κανένας δεν σκοπεύει να επανέλθει σε εθνικό κοινοβούλιο, ζητώντας ένα νέο πρόγραμμα στήριξης για τη χώρα μας. Όταν κλείσει ο «φάκελος Ελλάδα» για τους δανειστές, ό,τι ακολουθήσει δεν θα διαθέτει την ασφάλεια των μηχανισμών αρωγής, που δημιουργήθηκαν περισσότερο με βάση την δική μας περίπτωση. Πληρώσαμε το γεγονός ότι η Ευρώπη έμαθε να αντιμετωπίζει κρίσεις στο «τομάρι» της Ελλάδας, έγιναν αστοχίες και ρωμαλέα λάθη από όλες τις πλευρές, και από τις τρεις θεσμούς (ΕΚΤ, ΔΝΤ, Κομισιόν) και προφανώς αυτά πληρώθηκαν ακριβά από τον ελληνικό λαό. Το θέμα είναι τώρα, ότι όλοι αυτοί, θέλουν να αποσυρθούν. Όπως μου ανέφεραν χαρακτηριστικά παλιοί, δοκιμασμένοι φίλοι της Ελλάδας, σε κρίσιμες θέσεις της Ένωσης, πρέπει να κατανοήσουμε ότι η Ελλάδα θεωρείται ένα θέμα «done» για την Ευρώπη, δηλαδή έχει πλέον τελειώσει. Για εμάς όμως τώρα ξεκινάει…

Μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να γίνεται συζήτηση για το πώς πρέπει να κινηθεί η χώρα, ώστε να βγει πραγματικά από την κρίση. Θεωρείτε ότι μπορεί η σημερινή ελληνική κυβέρνηση να το πετύχει αυτό;

Δεν έχουμε ούτε κατά διάνοια συζητήσει ένα εθνικό σχέδιο ανάπτυξης. Θα αναφερθώ στο παράδειγμα της Φιλανδίας, η οποία, όταν κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση, έπαθε έναν κλονισμό αντίστοιχο με τον δικό μας. Έχασε 20% του ΑΕΠ της σε λιγότερο από τρία χρόνια, καθώς απώλεσε το βασικό της asset, που ήταν οι προνομιακές οικονομικές σχέσεις με την Σοβιετική Ένωση, asset που εξαερώθηκε απότομα, μαζί με την κατάρρευση της ίδιας της ΕΣΣΔ. Και σε αυτή την περίπτωση, όπως και σε εμάς, το πρώτο διάστημα υπήρξε ένταση, οι πολίτες κατήγγειλαν τα πολιτικά κόμματα και υπήρξαν αναπόφευκτες συνέπειες. Όμως, αμέσως μετά τον κύκλο της κριτικής, αποφάσισαν να καθίσουν όλοι μαζί και να συνδιαμορφώσουν ένα πενταετές πρόγραμμα εξόδου από την κρίση. Ήταν ένα πλάνο λιτότητας μεν, αλλά με ημερομηνία λήξεως, καθώς επικεντρώθηκαν, κυρίως στην ανάπτυξη, με αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας. Με ισχυροποίηση των συνεταιρισμών στον πρωτογενή τομέα, με επένδυση στα ισχυρά τους «χαρτιά», όπως η εταιρεία Nokia, με ολόπλευρη επένδυση στην εκπαίδευση, κατάφεραν να γίνουν καλύτεροι σε σχέση με πριν. Στην Ελλάδα παραμένει ακόμα κυρίαρχο θέμα το αν η κρίση έφερε τα μνημόνια, ή τα μνημόνια την κρίση, την ώρα που βρισκόμαστε ακριβώς στην ίδια κρίση, την ίδια κρίση που έφερε τα μνημόνια και δεν την αντιμετωπίσαμε ακόμα, παρά τα μνημόνια. Πιστεύετε ότι διαφέρουμε πολύ από τους βυζαντινούς μοναχούς, οι οποίοι, την στιγμή που οι Τούρκοι ήταν έξω από την Κωνσταντινούπολη συζητούσαν το κρίσιμο θέμα του φύλου των αγγέλων, ή το ακόμα σημαντικότερο, πόσοι άγγελοι μπορούν να χορέψουν στην κορυφή μιας καρφίτσας; Αυτό είναι σήμερα το πιο βαθύ και επικίνδυνο κενό στην εθνική μας αυτογνωσία, ώστε η πύλη των τεράτων να παραμένει διάπλατα ανοιχτή.

Η ευρωπαϊκή ενοποίηση βρίσκεται προ των θυρών. Πιστεύετε ότι η θέση της Ελλάδας είναι στον σκληρό πυρήνα του ευρώ;

Το εθνικό συμφέρον της χώρας είναι να είμαστε στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο ευρώ. Το κοινό νόμισμα σημαίνει ένα και μόνο πράγμα: ανταγωνιστικότητα. Το ευρώ αποτελεί εγγύηση για την εθνική θέση της χώρας και για τα εθνικά της συμφέροντα. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν αποτελεί από μόνο του εγγύηση οικονομικής ανάπτυξης, καθώς «κρύβει» έναν ισχυρό μηχανισμό ανταγωνιστικότητας, τον οποίο ούτε έχουμε αποδεχτεί, ούτε έχουμε κατανοήσει. Όλα αυτά τα χρόνια αντλήσαμε από το ευρώ μόνο τα χαμηλά επιτόκια και δεν καταλάβαμε τις προκλήσεις του. Αν θέλουμε να μείνουμε στον σκληρό πυρήνα του ευρώ πρέπει να αλλάξουμε, να γίνουμε μια διαφορετική χώρα. Αλλιώς θα είμαστε, στην καλύτερη περίπτωση, μονίμως, το προβληματικό παιδί σε μια μεγάλη οικογένεια.

 

Προς ποια κατεύθυνση θεωρείτε ότι κινείται η Ευρώπη και πόσο αισιόδοξος είστε για το μέλλον της;

H δική μου βεβαιότητα είναι ότι πάμε σε ένα μοντέλο πολλών ταχυτήτων, το οποίο προβλέπεται θεσμικά από τις συνθήκες, μέσω της μορφής των ενισχυμένων συνεργασιών. Εύχομαι και ελπίζω να μην πάρει ακραία μορφή, δηλαδή να μη φτάσουμε σε διάσπαση Βορρά – Νότου. Αυτή ήταν σας θυμίζω, στις αρχές του 90 η άποψη μιας ισχυρής μερίδας στη Γερμανία και στις χώρες του βορρά, με στόχο το «σκληρό» ευρώ των έξι πλεονασματικών χωρών. Σε μια τέτοια περίπτωση ανοιχτής διάσπασης, με το ευρώ του Βορρά και ίσως ένα ευρώ του Νότου, οι επενδυτές θα αναζητήσουν την ασφάλεια του σκληρού πυρήνα και θα έχουμε μαζική μεταφορά κεφαλαίων από χώρες όπως η Ιταλία, στην Γερμανία. Αυτό άλλωστε έδειξε η ιστορία της κρίσης. Εκτιμώ ότι η Ευρώπη αλλάζει προς δυσμενέστερες κατευθύνσεις από αυτές που ευχόμαστε, δηλαδή μια ομοσπονδιακή «Ευρώπη των λαών», με ισχυρό κοινοτικό προυπολογισμό και αναδιανεμητικές πολιτικές ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους και της ισοτιμίας όλων των κρατών μελών. Ασκείται μεγάλη πίεση στην Ένωση από τα μεγάλα προβλήματα της παγκοσμιοποίησης, όπως το μεταναστευτικό, προβλήματα που επανεθνικοποιούν την πολιτική και μετακινούν την ατζέντα δεξιότερα. Αυτό σημαίνει ότι όλες οι αποφάσεις των κρατών θα έχουν πολύ ισχυρότερο το στοιχείο του εθνικού ακροατηρίου, κάτι που ήδη έγινε ορατό στην περίπτωση της Γερμανίας. Γι’ αυτόν τον λόγο είναι επιτακτική ανάγκη να αλλάξουμε εσωτερικά στην Ελλάδα, τάχιστα, την ατζέντα του δημόσιου διαλόγου. Να τελειώσουν η οργή, τα παραμύθια και τα «αφηγήματα» και να περάσουμε με συναίνεση σε ένα εθνικό σχέδιο ανάπτυξης, σε μια νέα συγκρότηση του κράτους και του παραγωγικού μας μοντέλου.

Στην Ελλάδα, η οικονομία φαίνεται έστω και αριθμητικά να σταθεροποιείται, την ώρα όμως που οι επιχειρήσεις υποφέρουν από τη υπερφορολόγηση, η ανεργία παραμένει η υψηλότερη στην Ευρωζώνη και τα χρέη των Ελλήνων έχουν εκτοξευτεί. Τι πρέπει να γίνει για να «περάσει» η ανάκαμψη στην πραγματική οικονομία;

Υπάρχει ανασύνταξη της οικονομίας από τα κάτω, στους τομείς που αποτελούν και το υπόδειγμα εξόδου από την κρίση. Έχουμε δυνατότητες επέκτασης, εφόσον αποτελέσει εθνική κατεύθυνση, η έμφαση σε ζητήματα ανταγωνιστικότητας, στην ανάπτυξη υψηλής τεχνολογίας και υψηλής προστιθέμενης αξίας για την οικονομία, με καινοτόμα επιχειρηματικά σχήματα , που πολλαπλασιάζονται σε όλη την Ελλάδα. Έχουμε επίσης ενδείξεις ότι η έρευνα στα ελληνικά πανεπιστήμια σημειώνει ισχυρές επιδόσεις, αλλά με ελάχιστη σύνδεση με την παραγωγή, γεγονός που σημαίνει ότι αυτός ο πλούτος παραμένει αναξιοποίητος. Είναι επίσης εκπληκτικές και πρωτοπόρες οι νέες ελληνικές επιχειρήσεις και αξιοθαύμαστοι οι νέοι Έλληνες επιστήμονες που στρέφονται στην επιχειρηματικότητα. Αυτή είναι η φωτεινή πλευρά της Ελλάδας, που τη σκιάζουν όλα τα παραπάνω. Πρέπει να ανοίξουμε τις κουρτίνες και να πούμε ότι σε αυτά θα στηριχθούμε. Μια κοινωνία τελειώνει όταν δεν έχει τις δυνατότητες να προχωρήσει. Εμείς διαθέτουμε τις ικανότητες, αλλά τις πνίγουμε ή τις οδηγούμε να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό. Θέλουμε να κρατήσουμε το παλιό, την ώρα που το καινούργιο έχει γεννηθεί μπροστά μας και αναπτύσσεται. Είναι τρελό. Δεν έχει νόημα να πεις ποιος φταίει περισσότερο. Η τομή που πρέπει να γίνει αφορά τους πάντες.

Τι σας ανησυχεί περισσότερο σε σχέση με το μέλλον της Ελλάδας;

Αυτό που με ανησυχεί περισσότερο σχετίζεται με τα παγκόσμια ζητήματα ασφάλειας και τη θέση της χώρας μας. Καθώς αναδύονται νέες δυνάμεις και η αμερικανική ηγεμονία αμφισβητείται, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει προβλήματα συνοχής, η Ρωσία επανασυνιστά ζώνες επιρροής στην ευρύτερη γειτονιά μας, σε παρόμοιες περιόδους διεθνούς ανισορροπίας δυνάμεων, είναι επικίνδυνο να γίνεσαι μέρος των ανακατατάξεων. Έχουμε για παράδειγμα την ωμή, άμεση απειλή της Τουρκίας, τον παράγοντα αστάθειας που συνοδεύει το «Σκοπιανό», αστάθεια την οποία θα επιβαρύνει μια λύση «πασάλλειμα», που επιδιώκουν αυτή τη στιγμή οι ΗΠΑ και η ΕΕ, γι αυτό και ελπίζω σε μια ιδιαίτερη προσοχή και σωφροσύνη στον χειρισμό του από την κυβέρνηση. Υπάρχει η φαντασίωση της «Μεγάλης Αλβανίας» και τόσα άλλα, σε ένα περιβάλλον, που, ανά πάσα στιγμή, μπορεί να ανατραπεί η φαινομενική σταθερότητα. Όταν λοιπόν είσαι σε τέτοια συνθήκη, πρέπει να δυναμώσεις εθνικά με κάθε τρόπο και να είσαι εδραιωμένος σε ισχυρά σχήματα συμμαχιών. Για αυτό η επιλογή του σκληρού πυρήνα του ευρώ και της Ε.Ε. είναι πάνω απ’ όλα επιλογή για την εθνική μας ασφάλεια.

Μετά από πολλά χρόνια στον «στίβο» της πολιτικής, αποφασίσατε το 2012 να βάλετε τελεία στην πολιτική σας καριέρα. Γιατί πήρατε αυτή την απόφαση; Σας λείπει η πολιτική δραστηριότητα και πόσο πιθανό είναι να σας δούμε να επιστρέφετε;

Επειδή δεν υπάρχει λύση των προβλημάτων της κοινωνίας έξω από την πολιτική, αν και εφόσον διαμορφωθούν προϋποθέσεις και η πολιτική αποκτήσει ξανά νόημα, έτσι όπως τουλάχιστον εγώ την αντιλαμβάνομαι και , σε όλη μας την συνέντευξη, κατ ουσίαν σας περιέγραψα, δεν θα μπορούσα να πω ότι αποκλείω ξανά την εμπλοκή μου. Αλλά, σε καμία περίπτωση, ως επαγγελματίας πολιτικός. Η στράτευση στα μεγάλα θέματα παραμένει, παρακολουθώ στενά τις εξελίξεις, διατηρώ τις διεθνείς επαφές μου, αλλά χωρίς εμπλοκή στη κομματική ζωή και στη πολιτική διαπάλη.

Πώς θα χαρακτηρίζατε σήμερα λοιπόν τη βασική σας δραστηριότητα;

Σήμερα είμαι ένας ενεργός πολίτης, που έχει επιστρέψει στην δουλειά του, ασκώντας, όσο πιο υπεύθυνα μπορεί, την ερευνητική δημοσιογραφία.

Διαβάστε επίσης το πρώτο μέρος της συνέντευξης για την πρωτογενή παραγωγή και τους νέου τύπου αγροτικούς συνεταιρισμούς που αλλάζουν τα δεδομένα ΕΔΩ