Πώς μπορούμε να αναβιώσουμε τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις

Πώς μπορούμε να αναβιώσουμε τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις

Σημαντικές προτάσεις για τα περιθώρια επιχειρηματικής ανάπτυξης στη 2η συνάντηση των Αθηνών για τις Ευρωπαϊκές ΜμΕ.

Η αναβάθμιση του ρόλου των κοινωνικών εταίρων και η διεύρυνση των πεδίων του κοινωνικού διαλόγου είναι μονόδρομος για τη χώρα και τη δημοκρατίας μας, όπως υπογραμμίστηκε από τους ομιλητές στη 2η συνάντηση των Αθηνών για τις Ευρωπαϊκές ΜμΕ με θέμα «Μικρομεσαίες επιχειρήσεις και Οικονομική Δημοκρατία: μοχλοί ανάπτυξης και καινοτομίας».

Ο πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών Θεόδωρος Φέσσας επισήμανε ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα πρέπει να προχωρήσουν σε συνέργειες και να μεγαλώσουν το σχήμα τους και στο σημείο αυτό πρότεινε, μεταξύ των άλλων:

– την υιοθέτηση του κανόνα 1 in 2 out, όπου πριν από κάθε νέα ρύθμιση που δημιουργεί εμπόδιο με ετήσιο διοικητικό κόστος στις επιχειρήσεις πρέπει να αφαιρείται ένα άλλο εμπόδιο διπλάσιου κόστους, (όπως συμβαίνει π.χ. στη Μεγ. Βρετανία, όπου την περίοδο 2011-2015 αφαιρέθηκαν επιπλέον εμπόδια κόστους 2,2 δισ. λιρών).

– την υιοθέτηση ενός moratorium κόστους, ώστε καμία ρύθμιση να μην επιδρά αρνητικά ως προς το διοικητικό κόστος στις κατηγορίες επιχειρήσεων που είναι κρίσιμες για την ανάπτυξη.

– την ανάγκη για υπηρεσίες μιας στάσης για τη μεγέθυνση και ανέφερε το παράδειγμα της Φιλανδίας, όπου 30.000 ΜμΕ υψηλής αναπτυξιακής δυναμικής εξυπηρετούνται από ειδική υπηρεσία για όλα τα θέματα χρηματοδότησης, αδειοδότησης κλπ.

Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΓΣΕΕ Γιάννη Παναγόπουλο, «στην Ελλάδα, μία από τις πιο καταστροφικές ίσως συνέπειες των μνημονίων με ανυπολόγιστες ακόμη συνέπειες στην ποιότητα της δημοκρατίας μας ήταν η, ουσιαστικά, κατάργηση του κοινωνικού διαλόγου».

«Οι ελληνικές κυβερνήσεις τα τελευταία οκτώ χρόνια συνδιαλέγονταν επίσημα μονάχα με τους δανειστές και άφησαν το χάσμα με την κοινωνία συνεχώς να μεγαλώνει. Η κατάσταση αυτή έχει πάρει εκρηκτική μορφή με την σημερινή κυβέρνηση τα τελευταία τρία χρόνια», ανέφερε ο κ. Παναγόπουλος, σημειώνοντας ότι έχει έρθει η στιγμή που πρέπει να συζητήσουμε την αλλαγή του μοντέλου διαπραγμάτευσης ώστε να αναβαθμιστεί ουσιαστικά ο τριμερής κοινωνικός διάλογος.

Αυτό, δηλαδή, συνεπάγεται, όπως είπε, τη μετάβαση σε ένα νέο μοντέλο διαπραγμάτευσης όπου το αντικείμενο θα είναι όχι μόνο στοιχεία της αγοράς εργασίας, αλλά η ίδια η οικονομία στο σύνολό της. Τα δύο αυτά μοντέλα είναι αναγκαστικά αλληλοεξαρτώμενα γιατί εξηγούν πώς οι κοινωνικοί εταίροι λειτουργούν ως μονάδες διαπραγμάτευσης μέσα στο οικονομικό σύστημα.

Οι κοινωνικοί εταίροι, συνέχισε ο ίδιος, πρέπει να καθίσουν να συζητήσουν και να συμφωνήσουν για παράδειγμα:

– σε πολιτικές τιμών και μισθών συμβατών όχι μόνο με την μεταβολή της παραγωγικότητας, αλλά και με τον στόχο της πλήρους απασχόλησης.

– σε κανόνες προσδιορισμού της σχέσης μισθών-τιμών-κερδοφορίας.

– στους άξονες της βιομηχανικής ανασυγκρότησης, η οποία δεν μπορεί να πετύχει αν οι εργαζόμενοι δεν έχουν σημαντικό ρόλο σε αυτή.

– στο σχεδιασμό της μακροοικονομικής πολιτικής ώστε να εξυπηρετεί τον στόχο της δικαιότερης κατανομής της ευημερίας

– στη διάρθρωση των επενδύσεων και στο σχεδιασμό της χρηματοδότησης ώστε αυτή να εξυπηρετεί την πραγματική οικονομία

– στην εκπαίδευση και την κατάρτιση του εργατικού δυναμικού

– στις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της παραγωγής.

Ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ Γιώργος Καββαθάς υποστήριξε ότι η κρίση προκάλεσε μια ασύμμετρη μεταβολή των όρων και της ουσίας του κοινωνικού διαλόγου, δημιούργησε σημαντικές στρεβλώσεις στην αντιπροσώπευση, αλλά και στην εκπροσώπηση όλων εκείνων των παραγωγικών δυνάμεων που πρωταγωνιστούσαν στη δημόσια σφαίρα, τα κινήματα, και αυτό επίσης είχε αντανάκλαση τις διαδικασίες διαβούλευσης με τους επίσημους θεσμούς, την τρόικα, τα ευρωπαϊκά όργανα.

Παράλληλα με αυτήν την πραγματικότητα, διαμορφώθηκε ένα αρκετά ισχυρό «κίνημα παραίτησης και άρνησης» από επιχειρηματίες, πολίτες, εκπροσώπους, υπαλλήλους κ.λπ., που συνέβαλλε στην απόσυρση από τα δημόσια πράγματα, ενώ επικράτησε σε ορισμένες περιπτώσεις η λογική της ανταγωνιστικής επιβίωσης, ή η λογική της απόσπασης μεριδίων, η λογική του «σώζον εαυτό σωθήτω».

«Ασφαλώς, στην πορεία των πραγμάτων οι κοινωνικοί εταίροι απαξιώθηκαν, είτε σε επίπεδο ρύθμισης (π.χ. συλλογικές διαπραγματεύσεις), είτε σε επίπεδο διαβούλευσης (εργαλειοθήκη ΟΟΣΑ, νομοσχέδια που εισάγονταν με τη μορφή κατεπείγοντος). Οι διεθνείς θεσμοί, τα λόμπι ουσιαστικά υποκατέστησαν συλλήβδην όλες τις λειτουργίες που επιτελούσαν οι κοινωνικοί εταίροι και οι κοινοβουλευτικές ομάδες, ενώ ταυτόχρονα συρρίκνωσαν το χρόνο και τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης ήταν λιγότερη δημοκρατία, η προχειρότητα στις αποφάσεις και η κατ΄ επίφαση διαφάνεια», είπε χαρακτηριστικά ο πρόεδρος.

Ο κ. Καββαθάς ανέφερε ότι ο κοινωνικός διάλογος αποτελεί έναν χρήσιμο μηχανισμό κατανομής ευθυνών και δικαιωμάτων για την δημιουργία κοινωνικής συναίνεσης στην βάση της οποίας μπορούν να συζητηθούν και να διευθετηθούν κρίσιμα ζητήματα όπως η απασχόληση, η αγορά εργασίας, η ανεργία, η κοινωνική ασφάλιση και γιατί όχι η φορολογία, η πρόσβαση σε χρηματοδότηση κ.α. Ζητήματα δηλαδή θεμελιώδη για την κοινωνική συνοχή και ειρήνη και την ανάπτυξη της οικονομίας.

«Η χώρα βρίσκεται σε ένα κατώφλι σημαντικών ιστορικών αλλαγών. Όχι μόνο πρέπει να απαλύνει τις δυσμενείς επιπτώσεις των μνημονιακών πολιτικών, αλλά και να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της περιρρέουσας ατμόσφαιρας στο διεθνές και εγχώριο περιβάλλον οι οποίες συχνά εκφράζονται με ακραίο τρόπο (βλέπετε τρομοκρατία, πολιτική βία, μεταναστευτικό, νέα αρχιτεκτονική συμμαχιών, άμβλυνση εθνικής κυριαρχίας κλπ). Χρέος μας είναι η παρέμβαση στο δημόσιο διάλογο να δημιουργήσει όρους προόδου για το πολιτικό σύστημα, τη συλλογική έκφραση της κοινωνίας, την οικονομία, τους πολίτες, τη νέα γενιά» κατέληξε ο κ. Καββαθάς.

Ο πρόεδρος της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας Βασίλης Κορκίδης σημείωσε στην ομιλία του ότι μετράμε 10 χρόνια ύφεσης και ζητήματα όπως της καθολικής φορολογικής μεταρρύθμισης και της καθολικής μεταρρύθμισης της δημόσιας διοίκησης δεν τα έχουμε αντιμετωπίσει, και κατέληξε λέγοντας τα εξής:

«Είναι αυτά, ωστόσο, που θα συμβάλουν στην ισορροπημένη συγκέντρωση εισοδήματος, πλούτου και επομένως, οικονομικής δύναμης μεταξύ του Βορρά και του Νότου της Ευρώπης. Όσο δεν αντιμετωπίζουμε αυτά τα ζητήματα, όσο υπηρετούμε τη λιτότητα δίχως επενδύσεις, η ανάπτυξη ακόμη και εάν έρθει θα είναι εφήμερη. Στην προσπάθεια για την οικονομική ανάπτυξη και ευημερία, θέση έχουμε όλοι: μικροί, μεσαίοι, μεγάλοι. Από διαφορετικό μετερίζι ο καθένας χωρίς εύκολους αφορισμούς, αλλά και με κοινό στόχο. Οι κοινωνικοί εταίροι, τουλάχιστον, οφείλουμε να μην τροχοδρομούμε σε τέτοιες επικίνδυνες απλουστεύσεις, που αντί να εμβαθύνουν τη θέση μας, την εργαλειοποιούν».