Πώς οι εταιρείες επωφελούνται όταν κάνουν σωστές ενέργειες

Πώς οι εταιρείες επωφελούνται όταν κάνουν σωστές ενέργειες

Όρισαν ως επιχειρηματικό τους στόχο την αντιμετώπιση των δυσκολότερων προβλημάτων της κοινωνίας.

του Κλίφτον Λιφ

Λίγες εταιρείες σήμερα μπορούν να υπερηφανευτούν ότι μπαίνουν στον τέταρτο αιώνα της ύπαρξής τους. Η GlaxoSmithKline, ο φαρμακευτικός γίγαντας με έσοδα 37 δισεκατομμύρια δολάρια, είναι μία απ’ αυτές. Η καταγωγή της ανάγεται στο 1715, όταν ιδρύθηκε το φαρμακείο Plough Court στο Λονδίνο, απ’ το οποίο σταδιακά προέκυψε η εταιρεία μέσω σειράς εξαγορών και συγχωνεύσεων. Στην πορεία, τα εταιρικά μορφώματα απ’ τα οποία γεννήθηκε η GSK πούλησαν γάλα σε σκόνη για μωρά (στις αρχές του 20ου αιώνα), πενικιλίνη (στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) και AZT, το πρώτο εγκεκριμένο φάρμακο για το AIDS.

Συμπληρώνοντας 300 χρόνια ζωής, η εταιρεία βρίσκεται εν μέσω ενός εκ νέου ορισμού της ταυτότητάς της, καθώς στόχος της δεν είναι να υπηρετεί μόνο ασθενείς στα πλουσιότερα κράτη της Δύσης, αλλά και καταναλωτές σε λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες – αυτό που ο διευθύνων σύμβουλος της GSK, Άντριου Γουίτι, αποκαλεί «οι άλλοι 6 δισεκατομμύρια άνθρωποι» στον κόσμο.

Η εταιρεία αφιέρωσε τρεις δεκαετίες στην ανάπτυξη ενός εμβολίου για την ελονοσία, η οποία έχει σαρώσει μεγάλα τμήματα της υπο-Σαχάριας Αφρικής. Πιλοτικά προγράμματα εμβολιασμού αναμένεται να ξεκινήσουν ακόμα και το 2018. Παράλληλα, η GSK έχει ξεκινήσει μια συνεργασία με την κυβέρνηση της Μποτσουάνα πάνω σε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα θεραπείας του HIV, ενώ συνεργάζεται με Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας πάνω σ’ ένα εμβόλιο για τον ιό Ζίκα.

Η εταιρεία βασίζει την τιμολόγηση των φαρμάκων της στο κατά κεφαλήν ακαθάριστο εθνικό εισόδημα καθεμιάς από τις 150 χώρες στις οποίες δραστηριοποιείται επιχειρηματικά. Σε πολλές από τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, επενδύει 20% των κερδών της σε τοπικές υποδομές υγείας και εκπαίδευση προσωπικού.

Βεβαίως, μην νομίσετε ότι η GSK έχει γίνει μη κυβερνητική οργάνωση και το έχει ρίξει στην ελεημοσύνη – αντιθέτως, βγάζει χρήματα, και μάλιστα πολλά. Η λειτουργική της κερδοφορία το 2015 άγγιξε τα 16 δισεκατομμύρια δολάρια, και η διοίκηση της εταιρείας εκφράζει τη βεβαιότητα ότι η στρατηγική μικρών περιθωρίων κέρδους (στα περισσότερα προϊόντα στον αναπτυσσόμενο κόσμο) και αυξανόμενου όγκου πωλήσεων είναι επιτυχημένη.

«Δείτε το παράδειγμα της Ινδίας» λέει ο Γουίτι στο Fortune. «Σχεδόν το 30% των προϊόντων μας διοχετεύονται στην Ινδία. 30% – ένα εντυπωσιακό ποσοστό. Και οι πωλήσεις αυτές μεταφράζονται σε μόλις 1% των εσόδων μας παγκοσμίως, και σε ένα ακόμα μικρότερο ποσοστό των κερδών μας». Αλλά ο ίδιος τονίζει ότι «αυτή η δραστηριότητα αυξάνεται συνεχώς, γίνεται ολοένα και πιο κερδοφόρα, και περισσότεροι άνθρωποι αποκτούν πρόσβαση σε φανταστικά φάρμακα. Πιστεύουμε ότι αυτό το μοντέλο είναι εντελώς βιώσιμο».

Για την ακρίβεια, το μοντέλο είναι όχι μόνο βιώσιμο αλλά και επεκτάσιμο. Κι εκεί βρίσκεται το μυστικό: η επεκτάσιμη θετική αλλαγή που προκύπτει από την εταιρική επένδυση και επανεπένδυση είναι κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ τη φιλανθρωπία. Οι προσπάθειες «εταιρικής κοινωνικής ευθύνης» είναι φυσικά καλοδεχούμενες, αλλά σπάνια έχουν μακροπρόθεσμη επίδραση.

Κι αυτό καθιστά τόσο σημαντική, ελπίζουμε, τη λίστα «Αλλάζοντας τον Κόσμο» του Fortune. Κάθε χρόνο, εντοπίζουμε 50 εταιρείες σε όλο τον κόσμο που αντιμετωπίζουν κρίσιμα κοινωνικά προβλήματα – από την περιβαλλοντική προστασία μέχρι την ενδυνάμωση των κοινοτήτων και την προστασία των λιγότερο προνομιούχων – και βελτιώνουν τις ζωές των ανθρώπων στα πλαίσια του επιχειρηματικού τους μοντέλου.

Και φέτος, όπως και πέρυσι, οι συντάκτες του Fortune και ένα πάνελ εξωτερικών συμβούλων βρήκαν πολλά τέτοια εταιρικά παραδείγματα.

Πηγή: fortune.com