Πώς είναι να χτίζεις μία επιχείρηση στην Ελλάδα σήμερα

Πώς είναι να χτίζεις μία επιχείρηση στην Ελλάδα σήμερα

«Το να τα καταφέρνεις σε μία χώρα που καταρρέει είναι εξίσου καταθλιπτικό με το να αποτυγχάνεις ο ίδιος», γράφει ο Μάρκος Βερέμης στους FΤ.

Ο πρόεδρος και συνιδρυτής της Upstream, Μάρκος Βερέμης, υπογράφει άρθρο που φιλοξενείται στους Financial Times και φέρει τον τίτλο «Η πραγματικότητα του να προσπαθείς να χτίσεις μία επιχείρηση στην Ελλάδα σήμερα». Σε αυτό ο διεθνώς αναγνωρισμένος επιχειρηματίας αναφέρεται στην εξαφάνιση του πολιτικού κέντρου στην Ελλάδα, καθώς και στην ανάγκη συσπείρωσης των δυνάμεων που εντοπίζουν προοπτικές στην πορεία της χώρας μας προς την παγκοσμιοποίηση.

«Καθώς φεύγω από την Αθήνα ένα ανοιξιάτικο απόγευμα, δεν μπορώ να ξεφύγω από τη σκέψη ότι κατά τη διάρκεια της ζωής μου, η χώρα μου δεν έχει υπάρξει ξανά σε τόσο άσχημη κατάσταση. Η παρατεταμένη κρίση μας έχει κοστίσει το ένα τέταρτο του ΑΕΠ, η χώρα ξεμένει σύντομα από λεφτά και η απομόνωση της Ελλάδας αυξάνεται μέρα με τη μέρα. Η Ελλάδα πλησιάζει επικίνδυνα στο να χάσει την ευρωπαϊκή της πορεία. Και μαζί με αυτή, τη σύνδεσή μας με τις φιλελεύθερες αξίες και την ευημερία μας είχε υποσχεθεί.

Εν μέσω εθνικιστικής ρητορικής στην Αθήνα, φωνές από την πραγματική οικονομία, ανθρώπων και επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται διεθνώς και των οποίων οι εξαγωγές και οι υπηρεσίες προσφέρουν τη μοναδική ελπίδα ανάκαμψης, περνούν απαρατήρητες. Μου έρχονται στο μυαλό στίχοι του William Butler Yeats: «Το κέντρο δεν μπορεί να κρατήσει… οι καλύτεροι στερούνται πεποίθησης, ενώ οι χειρότεροι διακατέχονται από θέρμη».

Το πλεονεκτικό σημείο μου ερχόταν σε αντίθεση με την ελληνική κατάθλιψη. Η Upstream, η εταιρεία εμπορίας κινητής τηλεφωνίας που συνίδρυσα, έχει τριπλασιάσει τα έσοδα και τον αριθμό απασχολούμενων της τα τελευταία τρία χρόνια. Έχουμε οικοδομήσει μια παγκόσμια επιχείρηση, η οποία αναπτύσσει λογισμικό στην Αθήνα και εξάγει σε 42 χώρες, με εννέα γραφεία σε όλο τον κόσμο.Η ομάδα μας, με μέσο όρο ηλικίας τα 29 έτη, διαψεύδει το στερεότυπο των Ελλήνων επαγγελματιών – ότι είναι δηλαδή τεμπέληδες, εσωστρεφείς και ζουν στο παρελθόν. Αντ’ ‘αυτού, είναι αποφασισμένη, προσαρμοστική και ανταγωνιστική.

Η αναταραχή και η αβεβαιότητα που βιώνουν τα μέλη της ομάδας εκτός του εργασιακού χώρου, τους έχει βγάλει τον καλύτερό τους εαυτό επιτρέποντάς μας να δημιουργήσουμε μια πραγματικά διεθνή εταιρεία. Αυτό με τη σειρά του μας έχει απελευθερωθεί από τον τοπικισμό και την κλειστοφοβία της εθνικής παρακμής.

Αλίμονο, δεν είναι αρκετό να συγχαρώ την ομάδα μου που απέδρασε από την ελληνική κρίση. Το να τα καταφέρνεις σε μία χώρα που καταρρέει είναι εξίσου καταθλιπτικό με τον αποτυγχάνεις ο ίδιος. Δεν υπάρχει «διαχωριστικό τείχος» μεταξύ των επιχειρήσεων και της πολιτικής.

Αυτό με κάνει να αναρωτιέμαι αν υπήρξε ποτέ ένα στέρεο πολιτικό κέντρο. Κάποιοι δικαίως θα κατηγορήσουν την υπερβολική λιτότητα για την «δολοφονία» των παραδοσιακών κομμάτων τα οποία ισχυρίζονταν πως αντιπροσώπευαν το κέντρο. Αλλά η αλήθεια είναι ότι τα μέρη αυτού του υποτιθέμενου κέντρου δεν αντιπροσώπευαν ποτέ μία οικονομικά υγιή, με εξαγωγικό προσανατολισμό φιλοεπιχειρηματική ή φιλελεύθερη προοπτική. Συνήθιζαν να πατρονάρουν δίκτυα τα οποία «φλέρταραν» με αντιτιθέμενες ιδεολογίες, ενώ ακολουθούσαν το ίδιο στατικό, κρατικιστικό, εσωστρεφές μοντέλο.

Η κατάρρευση τους, η οποία επισπεύτηκε από τα λάθη εντός και εκτός Ελλάδας, δεν μας δημιούργησαν την ανάγκη να συσπειρώσουμε το διεθνώς προσανατολισμένο πολιτικό κέντρο, αλλά να το χτίσουμε από το μηδέν. Αυτό είναι αργή και επίπονη εργασία, η οποία δεν μπορεί να ολοκληρωθεί εγκαίρως για να μας σώσει από λαϊκιστές και ζηλωτές που απαξιώνουν την πραγματική οικονομία και την παγκοσμιοποίηση.

Ο μεσαίας τάξης φιλελεύθερος εργαζόμενος που απασχολείται στον ιδιωτικό τομέα απλώς δεν είναι εκπαιδευμένος να κατεβαίνει στους δρόμους, να καταλαμβάνει το κοινοβούλιο ή να γιουχαΐζει τους αντιπάλους του. Ενώ τα ακτιβιστικά κόμματα της άκρας αριστεράς και της δεξιάς έκαναν πρόβες σε συλλαλητήρια, πάλεψαν με τα ΜΑΤ και έκαναν καταλήψεις στα πανεπιστήμια, εμείς κοιτούσαμε κυριολεκτικά τη δουλειά μας. Ήμαστε εφησυχασμένοι με κάποιον τρόπο από την σκέψη ότι αυτοί οι πολιτικοί θεατρινισμοί θα εξασθενίσουν, ενώ η αναπόφευκτη μελλοντική ευρωπαϊκή μας πορεία θα γινόταν πραγματικότητα.

Το τίμημα για τη δική μου γενιά επαγγελματιών που προσπάθησε να απεμπλακεί από τα πολιτικά πράγματα θα είναι να καταλήξουμε ξένοι μέσα στην ίδια μας τη χώρα. Υπο-εκπροσωπούμαστε σε κάθε πτυχή της δημόσιας ζωής, διερωτώμενοι που χάθηκαν όλοι οι ευαίσθητοι άνθρωποι της μεσαίας τάξης. Άνθρωποι σαν αυτούς που εργάζονται στην Upstream.

Οι αξίες του κέντρου που πάντα επιβίωναν, κυρίως η επιδίωξη της αριστείας και της αξιοκρατίας, είναι τώρα υπό αμφισβήτηση. Πολλοί νέοι, μορφωμένοι Έλληνες που αναζητούν θέσεις εργασίας και ένα μέλλον πέρα από τον εναγκαλισμό του κράτους, αρχίζουν να αισθάνονται ότι πρέπει να φύγουν για να πετύχουν αυτά τα πράγματα.

Καθώς προσγειώνομαι στο Λονδίνο, θυμάμαι πως η Ελλάδα δεν είναι η μόνη που απειλείται από λαϊκιστές και εθνικιστές. Όμως οι επιχειρήσεις «θρέφουν» πολίτες του κόσμου που φέρνουν τις αγορές κοντά. Καθώς η διεθνής επιχειρηματική αρένα αυξάνει τη σημασία της, είναι σωστό να εδραιωθεί ως μία φωνή λογικής στην πολιτική σφαίρα. Όσο πιο δυνατά «φωνάξει», τόσο πιο δύσκολο θα είναι να ακούσουμε τους πολύχρωμους τοπικούς «τραμπούκους».

Η εμπειρία μου λέει πως το επιχειρηματικό πνεύμα μπορεί να λάμψει παρά την πολιτική αποτυχία. Πέρα από την απόλυτη αποφασιστικότητα για τη δημιουργία και την πρόοδο, η διατήρηση μιας παγκόσμιας προοπτικής υπήρξε το πιο σημαντικό συστατικό για την επέκτασή μας. Δεν υπάρχει ισχυρότερο αντίδοτο στην παράλογη, απομονωτική πολιτική στην οποία έχει βυθιστεί η χώρα μου από μια σημαντική ομάδα ανθρώπων που βλέπουν πραγματικά δυνατότητες σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο».