POS: Το κόστος της χρήσης των τερματικών για τις επιχειρήσεις και τα κέρδη για τις τράπεζες

POS: Το κόστος της χρήσης των τερματικών για τις επιχειρήσεις και τα κέρδη για τις τράπεζες

Πώς επηρεάζουν οι τραπεζικές χρεώσεις στις ηλεκτρονικές συναλλαγές τις πρωτοβουλίες των επιχειρηματιών στην Ελλάδα; 

Κάτι που ακόμη και σήμερα -τρία χρόνια μετά την επιβολή των capital controls το καλοκαίρι του 2015- δεν γνωρίζει μεγάλο μέρος των πολιτών, είναι πως παράλληλα με την «επιβεβλημένη» υιοθέτηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, «επεβλήθη» στις επιχειρήσεις από τις τράπεζες και μία μεσοσταθμική χρέωση για την χρήση των τερματικών συσκευών POS.

Και ενώ ο κανονισμός 2015/751 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη μείωση του κόστους των διατραπεζικών συναλλαγών που εκδόθηκε τον Απρίλιο του 2015  όριζε ως ανώτατα επίπεδα χρέωσης για τις διατραπεζικές συναλλαγές με τις πιστωτικές και τις χρεωστικές κάρτες ποσοστά 0,3% και 0,2% αντίστοιχα, στην πραγματικότητα τα ποσοστά αυτά αυξήθηκαν σε 0,6% έως 0,8%, επιβαρύνοντας τα κέρδη των εταιρειών, τα οποία βρίσκονται στο ναδίρ λόγω της υπέρμετρης φορολόγησης και της χαμηλής αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών που κάνουν με φειδώ τις αγορές τους.

Όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση της ΕΣΕΕ, μετά την πάροδο τριών ετών από την εφαρμογή των Capital Controls, οι μεσοσταθμικές τραπεζικές χρεώσεις για τη χρήση τερματικών POS από επιχειρηματίες και ελεύθερους επαγγελματίες κυμαίνονται στα επίπεδα του 0,6%-0,8%. Η ΕΣΕΕ υπογραμμίζει ακόμη πως οι εγχώριες τράπεζες συμπεριλαμβάνουν στα συγκεκριμένα ποσοστά επιβαρύνσεων και το μερίδιο που υποχρεούνται να αποδώσουν στην εκδότρια τραπεζική οντότητα, δηλαδή τη VISA/Mastercard, και υπολογίζονται στο 0,2% για χρεωστικές και 0,3% για πιστωτικές κάρτες αντίστοιχα.

Οι έμποροι και οι ελεύθεροι επαγγελματίες βρίσκονται έτσι με την «πλάτη στον τοίχο», καθώς στις επιβαρύνσεις των τραπεζικών προμηθειών έρχεται να προστεθεί και το κόστος προμήθειας POS. Εναλλακτικά, δίνεται η δυνατότητα είτε αγοράς είτε μηνιαίας μίσθωσης των τερματικών, με το κόστος για τη μεν πρώτη περίπτωση να κυμαίνεται μεταξύ 220-230 ευρώ για τα ασύρματα POS, ενώ για τα ενσύρματα τα ποσά εκτιμώνται στα 120-130 ευρώ. Σε περίπτωση μίσθωσης του τερματικού, το μηνιαίο αντίτιμο υπολογίζεται στα περίπου 5-6 ευρώ, αναλόγως βεβαίως της διάρκειας αλλά και των όρων της σύμβασης που έχει υπογραφεί με το τραπεζικό ίδρυμα.

Είναι κοινή παραδοχή πως οι ηλεκτρονικές συναλλαγές συνέβαλαν, ως ένα βαθμό, στην αναχαίτιση της φοροδιαφυγής, όμως με τους όρους που πραγματοποιούνται αναγκάζουν τους επιχειρηματίες να επιλέγουν τα μετρητά, προκειμένου να αποφύγουν να βάλουν «συνεταίρο» στα κέρδη τους τις τράπεζες. Από την άλλη πλευρά, η ευρεία χρήση πλαστικού χρήματος έχει τονώσει τόσο τον αριθμό όσο και την αξία των συναλλαγών, με αποτέλεσμα την αύξηση των εσόδων των τραπεζών.

Η κοινή λογική λέει πως για να μπορέσει να λειτουργήσει εύρυθμα η αγορά, θα πρέπει να δοθούν επιπλέον κίνητρα στους επιτηδευματίες για να κόβουν συστηματικά αποδείξεις, όπερ σημαίνει χαμηλότερη προμήθεια στις τράπεζες.

Η ΕΣΕΕ επισημαίνει πως ο περσινός τζίρος των καταστημάτων που προέκυψε μέσω «πλαστικού» χρήματος διαμορφώθηκε στα επίπεδα των περίπου 27 δισ. ευρώ. Αν λάβουμε υπόψη τη μεσοσταθμική τραπεζική χρέωση για τις συναλλαγές μέσω POS που αγγίζει το 0,7%, το κόστος της χρήσης καρτών για τις επιχειρήσεις/ελεύθερους επαγγελματίες υπολογίζεται ετησίως κοντά στα 190 εκατ. ευρώ και αναμένεται πως θα συνεχίσει να αυξάνεται.

Να σημειωθεί πως η «VIVA Wallet», η οποία αποτελεί επισήμως αδειοδοτημένο Ίδρυμα Ηλεκτρονικού Χρήματος για την παροχή υπηρεσιών πληρωμών και λογαριασμών IBAN σε πέντε χώρες (Ελλάδα, Κύπρος, Βέλγιο, Ρουμανία, Μ. Βρετανία), το 2017 εμφάνισε έσοδα 20,4 εκατ. ευρώ, από 15,7 εκατ. το 2016, 10,4 εκατ. το 2015 και 6 εκατ. ευρώ το 2014. Μάλιστα η γνωστή πολυεθνική ανακοίνωσε πως από τις 2 Ιουλίου 2018 προσφέρει στις επιχειρήσεις λιανικής σε όλη την Ευρώπη υπηρεσία εκκαθάρισης καρτών με προμήθεια 0% για συναλλαγές με κάρτες Visa και MasterCard Ευρωπαίων καταναλωτών.