Πόσους εργαζόμενους χρειάζεται το Facebook;

Πόσους εργαζόμενους χρειάζεται το Facebook;

Η πρόσληψη 3.000 εργαζομένων από τη Facebook δεν θα λύσει την κρίση με τα βίαια βίντεο.

της Σοντάβια Τζόνσον*

Την περασμένη εβδομάδα, το Facebook δήλωσε ότι πρόκειται να προσλάβει 3.000 νέους υπαλλήλους για να παρακολουθούν και να «κατεβάζουν» ακατάλληλες αναρτήσεις, όπως π.χ. βίαια βίντεο.

Αυτή η κίνηση έχει νόημα, δεδομένων των πολλών θεμάτων που έχει αντιμετωπίσει η Facebook από τότε που το περιεχόμενο βίντεο αναδείχθηκε σε συντριπτική της προτεραιότητα τα τελευταία χρόνια. Η εταιρεία έχει πληγεί από μια εισροή βίαιων βίντεο με φόνους, αυτοκτονίες και βιασμούς που δημοσιεύθηκαν στην πλατφόρμα της, γεγονός που έχει προκαλέσει και εσωτερικές διαμάχες εντός της εταιρείας σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης της ανησυχητικής αυτής τάσης. Παράλληλα, όλο αυτό έχει κοστίσει στην εταιρεία και με όρους αρνητικής δημοσιότητας και δημόσιας αντίδρασης.

Η αναγγελία των προσλήψεων την προηγούμενη εβδομάδα βασίζεται σε προηγούμενη παραδοχή του CEO της εταιρείας, Μαρκ Ζούκερμπεργκ, σύμφωνα με την οποία η εταιρεία πρέπει να ανταποκρίνεται ταχύτερα και αποτελεσματικότερα όταν ανεβαίνει ακατάλληλο περιεχόμενο στον ιστότοπο.

Η πρόσληψη 3.000 νέων υπαλλήλων δεν είναι κακή ιδέα, αλλά αυτές οι μελλοντικές προσλήψεις δεν πρόκειται να εξαλείψουν τα προβλήματα της Facebook ως προς τα βίντεο. Στην πραγματικότητα, ίσως τίποτα να μην μπορεί να τα εξαλείψει.

Πέρα από το ευρύτερο δημόσιο ζήτημα της εξάλειψης της κοινωνικής βίας, στο επίκεντρο του προβλήματος της Facebook βρίσκεται η βιασύνη της να αναπτύξει τις υπηρεσίες βίντεο όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.

Πολλοί παρατηρητές συμφωνούν ότι το Facebook κινήθηκε πολύ πιο αργά στην ενσωμάτωση βίντεο στην πλατφόρμα της σε σχέση με ανταγωνιστές της, όπως το YouTube, το Periscope και το Snapchat.

Δεδομένου ότι η εταιρεία ξεκίνησε με ανταγωνιστικό μειονέκτημα, έσπευσε να λανσάρει στην αγορά εργαλεία όπως το Facebook Live χωρίς να υπάρξει κάποια σοβαρή αξιολόγηση των αρνητικών επιπτώσεων μιας τέτοιας κίνησης.

Σε μία αποκλειστική του συνέντευξη λίγο πριν την παρουσίαση του Facebook Live, ο Ζούκερμπεργκ είχε χαρακτηρίσει το προϊόν ως «ένα τέλειο μέσο» για «ακατέργαστο περιεχόμενο» που θα μπορούσαν να δημιουργούν οι χρήστες, χωρίς να συζητήσει καθόλου τους πιθανούς κινδύνους.

Ένα άλλο πρόσωπο εξοικειωμένο με την εξέλιξη του Facebook Live δήλωσε στη The Wall Street Journal ότι η εταιρεία «δεν κατάλαβε τη βαρύτητα του μέσου» κατά τη διάρκεια της βιαστικής διαδικασίας λανσαρίσματος διάρκειας μόλις δύο μηνών. Δεδομένης αυτής της ιστορίας, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η Facebook φαίνεται απροετοίμαστη να αντιμετωπίσει τα προβλήματα των βίαιων βίντεο και άλλου ακατάλληλου περιεχομένου.

Στο πλαίσιο αυτό, η δημόσια δέσμευση του Facebook να προσλάβει περισσότερους ανθρώπους, σε συνδυασμό με τις προηγούμενες υποσχέσεις της για τη βελτίωση της τεχνολογίας και την αναθεώρηση των διαδικασιών αναφοράς, φαίνεται κάπως κενή περιεχομένου εάν δεν συνοδευτεί από περισσότερη διαφάνεια ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα εφαρμοστούν τα μέτρα αυτά. Υπάρχουν επίσης ερωτήματα σχετικά με το εάν αυτά τα πράγματα θα λειτουργήσουν εν τέλει, ακόμη και αν εφαρμοστούν στην εντέλεια.

Ενώ η ανθρώπινη κρίση είναι σίγουρα χρήσιμη για τον προσδιορισμό των βίντεο που παραβιάζουν τα πρότυπα του Facebook, το μέγεθος της εταιρείας καθιστά αδύνατο γι’ αυτούς τους νέους υπαλλήλους το να επιλύσουν τελείως το πρόβλημα.

Ακόμα και ο ίδιος ο Ζούκερμπεργκ αναγνώρισε την αδυναμία επιτυχούς υλοποίησης του συγκεκριμένου καθήκοντος την περασμένη εβδομάδα, λέγοντας στους επενδυτές: «Ανεξάρτητα από το πόσα άτομα θα έχουμε στην ομάδα, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να εξετάζουμε τα πάντα».

Κάτι που καθιστά ακόμα οξύτερο το πρόβλημα των βίαιων βίντεο της Facebook είναι η διαδικασία με την οποία γίνεται αναφορά των βίντεο αυτών στους υπαλλήλους της εταιρείας. Το Facebook εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τους χρήστες οι οποίοι καλούνται να επισημαίνουν το ακατάλληλο περιεχόμενο. Αφενός, ο αριθμός των αναφορών μπορεί να είναι τεράστιος. Αφετέρου, ορισμένα βίαια βίντεο μπορεί να παραμείνουν για ώρες στην πλατφόρμα χωρίς να επισημανθούν καθόλου. Επιπλέον, τα αναφερόμενα βίντεο εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον ορισμό που οι χρήστες δίνουν στον όρο «ακατάλληλο».

Γι’ αυτούς τους λόγους, το Facebook έχει δώσει έμφαση στη χρήση βελτιωμένης τεχνολογίας όπως οι υπολογιστικοί αλγόριθμοι και η τεχνητή νοημοσύνη. Αυτή η τεχνολογία θα μπορούσε, κάποια στιγμή, να έχει την ικανότητα να εντοπίζει ακατάλληλο περιεχόμενο όπως αυτό προκαθορίζεται από τη Facebook και να το αφαιρεί από τον ιστότοπο. Ωστόσο, η τεχνολογία δεν έχει φτάσει σ’ αυτό το σημείο ακόμα, όπως έμαθε η ίδια η Facebook τον περασμένο Αύγουστο, όταν απέλυσε ολόκληρο το προσωπικό του τμήματος Τάσεων (Trending) ύστερα από κατηγορίες βάσει των οποίων μερικοί υπάλληλοι μεροληπτούσαν με πολιτικά κριτήρια όταν επέλεγαν τα trending στοιχεία. Αντί να βασίζεται σε ανθρώπους, το Facebook άρχισε να χρησιμοποιεί κυρίως αλγόριθμους για να επιλέγει τα trending στοιχεία. Μέσα σε λίγες μέρες, άρχισαν να γίνονται trending οι ψεύτικες ειδήσεις (!).

Είναι σαφές ότι η τεχνολογία αυτή τη στιγμή δεν είναι αρκετά αξιόπιστη για να εξαλείψει την ανάγκη για ανθρώπινη εμπλοκή στη διαδικασία.

Τέλος, είναι πιθανό η αυτο-αστυνόμευση να είναι ανεπαρκής για να επιτελέσει το έργο της αντιμετώπισης ακατάλληλου περιεχομένου, όπως βίαια βίντεο. Σε αντίθεση με άλλες μορφές επικοινωνίας, όπως η τηλεόραση και το ραδιόφωνο, οι οποίες ρυθμίζονται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, το Facebook και άλλες πλατφόρμες κοινωνικών μέσων έχουν αφεθεί σε μεγάλο βαθμό να αποφασίσουν οι ίδιες από μόνες τους ως προς το τι είδους περιεχόμενο είναι κατάλληλο να διαμοιράζεται δημόσια. Ίσως είναι καιρός να επανεξετάσουμε την προσέγγιση που επιτρέπει σε εταιρείες όπως η Facebook να αποφασίζουν μόνες τους πώς να ρυθμίζουν τον εαυτό τους και το περιεχόμενο που παρέχουν.

Οι σημερινοί περιορισμοί τόσο της ανθρώπινης ικανότητας όσο και της τεχνολογικής προόδου βάζουν τη Facebook σε μια θέση όπου καμία λύση δεν θα είναι τέλεια. Παρόλα αυτά, το Facebook έχει τόσο εταιρική όσο και ηθική υποχρέωση να προωθήσει αποδεκτές λύσεις στο πρόβλημα των βίαιων βίντεο. Ίσως η μόνη λύση να είναι εκείνη που θα ενσωματώνει την ανθρώπινη κρίση, την τεχνολογία και την κρατική παρέμβαση.

* Η Σοντάβια Τζόνσον είναι Καθηγήτρια Δικαίου Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Διευθύντρια του Κέντρου Δικαίου Πνευματικής Ιδιοκτησίας στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Drake.