Προτεινόμενη για Νόμπελ Ειρήνης η κυρά Μιλίτσα από τη Λέσβο: Γιατί δηλώνει στενοχωρημένη

Προτεινόμενη για Νόμπελ Ειρήνης η κυρά Μιλίτσα από τη Λέσβο: Γιατί δηλώνει στενοχωρημένη

Η γιαγιά-σύμβολο των εθελοντών της Λέσβου εξηγεί στο People γιατί δεν χάρηκε με την υποψηφιότητά της.

Του Γιώργου Πράτανου

Στην ιδιαίτερη πατρίδα του Στρατή Μυριβήλη, τη Σκάλα Συκαμινιάς, έλαχε ο κλήρος να σηκώσει το βάρος μιας προσφυγικής κρίσης τόσο έντονης που έχει φέρει σε ενοχλητική αμηχανία την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το μικρό αυτό ψαροχώρι στην «κορυφή» της Λέσβου είναι μαθημένο να δέχεται πρόσφυγες. Κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922, διωγμένοι και ταλαιπωρημένοι Έλληνες πρόσφυγες βρίσκουν προσωρινό καταφύγιο εκεί, προσπαθώντας να στήσουν τη ζωή τους ξανά. Ο Στρατής Μυριβήλης γράφει το μυθιστόρημα Η Παναγιά η Γοργόνα, το 1949, όπου περιγράφει τις αφίξεις των ξεριζωμένων Ελλήνων. «Έβγαιναν ανάκατοι άντρες, γυναίκες, μωρά. Τα πρόσωπά τους ήταν άπλυτα, χαλκοπράσινα, τα δόντια σφιχτά κλειδωμένα. Κοιτούσαν γύρω με κόκκινα μάτια πρησμένα (sic) από την αγρύπνια. Είχανε τους λαβωμένους τους μαζί, βγάλανε και κάτι σκοτωμένους, ανάμεσά τους ήταν ένα παλικάρι με ξανθό γενάκι, πολύ νέο, και μια γυναίκα. Το μάγουλό της ήταν σκισμένο, το σαγόνι δεμένο με μαύρη μαγουλίκα και τα μάτια στυλωμένα, ολάνοιχτα προς τον ουρανό. Κατάμαυρα μάτια». Πόσο ντροπιαστικά επίκαιρο, 86 χρόνια μετά!

Η φωτογραφία με τις τρεις ηλικιωμένες να ταΐζουν με το μπιμπερό ένα μωρό προσφύγων, που μόλις είχαν βγει στον Πλάτανο, έκανε αίσθηση παγκοσμίως. Η συγκινητική πράξη τους και η βοήθεια που πρόσφεραν οι τρεις φίλες ηλικιωμένες ‒Αιμιλία Καμβύση, Μαρίτσα Μαυριπίδη, Ευστρατία Μαυριπίδη‒ δεν ξεχάστηκαν. Έτσι, η Αιμιλία Καμβύση και ο Στρατής Βαλιαμός από τη Λέσβο, καθώς και η ηθοποιός Susan Sarandon, προτάθηκαν για το Νόμπελ Ειρήνης από την Ακαδημία Αθηνών, το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού, την Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή και τη Σύνοδο των Πρυτάνεων των Ελληνικών Πανεπιστημίων. Ο πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών, Θανάσης Βαλτινός, αιτιολόγησε την υποψηφιότητα τονίζοντας πως

«Αντιπροσωπεύουν το σύνολο των ανθρώπων των νησιών και των αλληλέγγυων που στέκονται δίπλα στους πρόσφυγες, υπερασπιζόμενοι τις αξίες της ειρήνης, της ελευθερίας και της αλληλεγγύης».

Τη Δευτέρα 1η Φεβρουαρίου, μερικές ώρες μετά την ανακοίνωση των υποψηφιοτήτων, η Αιμιλία Καμβύση δεν μοιάζει να είναι καθόλου ενθουσιασμένη. «Δεν χάρηκα καθόλου. Τίποτε. Είμαι πολύ στεναχωρημένη» λέει, με τη χαρακτηριστική ντοπιολαλιά της Λέσβου. Τι έχει συμβεί; «Γιατί τις άλλες δύο γιαγιάδες δεν τις διάλεξαν και τώρα θα γίνει σούσουρο. Καλύτερα να μη βάζανε εμένα και να βάζανε εκείνες» μου εξηγεί, καθώς θεωρεί πως η μη επιλογή των δύο φιλενάδων της θα τορπιλίσει τις φιλικές τους σχέσεις. «Πέντε οικογένειες είμαστε στο χωριό. Με τη μία είμαστε ξαδέρφες. Φοβάμαι πολύ πως θα παρεξηγηθούν. Είμαι σίγουρη, για να λέμε την αλήθεια, πως θα παρεξηγηθούν» μου λέει ανήσυχη και πικραμένη. Άλλωστε με εκείνες είναι που περνάει την καθημερινότητά της, ανάμεσα στο σπίτι τους και στον Πλάτανο, όπου κατεβαίνουν για να βοηθήσουν τους μετανάστες που φτάνουν εκεί. «Καθόμασταν εκεί και όπου μπορούσαμε να βοηθήσουμε το κάναμε. Τώρα που έχει κρύο, βέβαια, δεν πηγαίνουμε, κρυώνουμε» μου επισημαίνει. «Προσέχαμε τα μωράκια, ό,τι μπορούσαμε. Μαζεύαμε ρούχα. Ήταν πολύς κόσμος εκεί και βοηθούσαν όλοι από το χωριό. Και οι ψαράδες βοηθούσαν πολύ» μου λέει. Οι τρεις φίλες πρέπει να περπατούν καθημερινά, οπότε ο Πλάτανος είναι ο ιδανικός προορισμός για εκείνες, αφού δεν έχει ανηφόρες και κατηφόρες. Έτσι, συνδύασαν την προσφορά με την εξάσκηση που έπρεπε να κάνουν.

Η 83άχρονη Μιλίτσα, όπως την αποκαλούν χαϊδευτικά, έχει τέσσερα παιδιά, οκτώ εγγόνια και τέσσερα δισέγγονα. Ο σύζυγός της καλλιεργούσε ελιές. Και εκείνη τον βοηθούσε, μέχρι που τον έχασε, πριν από δεκαεννέα χρόνια. Από τότε είναι εκείνη η αρχηγός της οικογένειας. «Μου άφησε δύο ελεύθερες κόρες. Εγώ τις πάντρεψα. Πάλεψα πολύ. Με νύχια και με δόντια πάλευα» λέει με καμάρι. «Όταν τον έχασα, ήμουν 62. Ποιο γάμο να σκεφτώ; Είχα φουρτούνες στο κεφάλι μου. Είχα δύο κόρες ελεύθερες. Δεν ήθελα να παντρευτώ ξανά. Έπλενα πιάτα σε ταβέρνα και έκανα μεροκάματα μαζεύοντας ελιές» θυμάται.

Η καταγωγή της Αιμιλίας Καμβύση είναι από το Μοσχονήσι. Οι γονείς της έφυγαν και εκείνοι πρόσφυγες το 1922. Όπως είναι φυσικό, αισθάνθηκε πως είναι χρέος της να βοηθήσει τους μετανάστες, αφού στην ίδια θέση βρέθηκε και η δική της οικογένεια. «Η μητέρα μου μου έλεγε την ιστορία της. Ήταν τρεις αδερφές, ορφανές. Όταν μετά από δυσκολίες έφτασαν στο νησί, κοιμόντουσαν μέσα στα αμπάρια. Για αυτό και εμείς προσπαθούμε να βοηθάμε». Ο πατέρας της, από την άλλη, έφτασε στη Σκάλα Συκαμινιάς με μια ραπτομηχανή και ένα ζευγάρι παπούτσια.

Στα 83 της, θα μπορούσε να κάνει κάποιους περιπάτους με τις φίλες της κοντά στο χωριό. Εκείνες επιλέγουν να πηγαίνουν εκεί που βγαίνουν οι πρόσφυγες. «Δεν φοβάσαι;» τη ρωτάω. Σιγά μη φοβόταν! «Τι να φοβάμαι;» αναρωτιέται. «Ήσυχοι είναι, δεν φαίνονται άσχημοι άνθρωποι. Κλαίνε, είναι ταλαιπωρημένοι. Τι να φοβηθώ; Θυμάμαι ένα μετανάστη που είχε σωθεί και μας συνάντησε στο δρόμο για τον Πλάτανο. Με το που μας είδε, άρχισε να μας αγκαλιάζει και να μας φιλάει» μου εξιστορεί γελώντας. Αυτή είναι η ανταμοιβή της.

Όταν ο πρόεδρος της δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, επισκέφθηκε το χωριό, η κυρά Μιλίτσα ήταν στην πλατεία του χωριού, για να τον υποδεχτεί. Ήταν ήδη γνωστή από την περίφημη φωτογραφία και εκείνος την ευχαρίστησε για όσα προσφέρει. «Του είπα “κύριε πρόεδρε, δεν κάναμε και κανένα μεγάλο πράγμα. Ένα μπιμπερό κρατήσαμε” και εκείνος μου απάντησε “δεν ήθελε και τίποτε άλλο το μωρό. Γάλα και μια ζεστή αγκαλιά, αυτό ήθελε μόνο”» μου περιγράφει τη σκηνή. Πριν προλάβω να κάνω την επόμενη ερώτηση, θέλει να στείλει το δικό της μήνυμα: «Οι μεγάλοι πολιτικοί της Ευρώπης πρέπει να το σταματήσουν αυτό. Δεν βλέπουν τι γίνεται; Δεν στεναχωριούνται που βλέπουν τα μωρά να πνίγονται; Κρίμα είναι!».

Όλη η οικογένεια Καμβύση καμαρώνει για τη γιαγιά Μιλίτσα. «Τα παιδιά και τα εγγόνια μου χαίρονται. Ο μεγάλος μου εγγονός, μόλις είχε γυρίσει (σ.σ. την ημέρα που ανακοινώθηκε η υποψηφιότητά της) από τα καλαμάρια, έπεσε να κοιμηθεί και χτυπούσε συνεχώς το τηλέφωνό του. Μου λέει “γιαγιά, δεν κοιμήθηκα, δεν σταμάτησε να χτυπάει το τηλέφωνο”» περιγράφει με χαρά. Η καθημερινότητά της είναι παρόμοια με των άλλων νοικοκυρών της περιοχής. «Μαγειρεύω, σκουπίζω, πλένω. Είμαι όλη μέρα στο πόδι» λέει και σπεύδει να συμπληρώσει πως «τώρα βρήκα λίγη ησυχία.

Έχω ταλαιπωρηθεί πολύ στη ζωή μου, αλλά έχω καλά γεράματα. Και καλά παιδιά, με προσέχουν, είναι δίπλα μου. Τώρα είμαι πιο ήσυχη. Παίρνω τη σύνταξη, 300 ευρώ, και προσπαθώ να είμαι καλά» λέει. Η κυρά Μιλίτσα θα συνεχίσει να κατεβαίνει στον Πλάτανο και να βοηθά, είτε πάρει είτε δεν πάρει το Νόμπελ. Καθημερινά, θα ξεκινάει από το σπίτι της στις 2.00 το μεσημέρι. «Αν έχει καλοσύνη» όπως μου υπενθυμίζει…

Πηγή: peoplegreece.com