Συνάντηση Τσακαλώτου – Σολτς με κλειστά χαρτιά: Το tweet, ο διάδοχος του Σόιμπλε και το «ολιστικό» πρόγραμμα

Συνάντηση Τσακαλώτου – Σολτς με κλειστά χαρτιά: Το tweet, ο διάδοχος του Σόιμπλε και το «ολιστικό» πρόγραμμα

Η στάση του νέου Γερμανού ΥΠΟΙΚ θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό και το ζήτημα του ελληνικού χρέους.

«Με καλές συνομιλίες προς μια νέα ισχυρή σχέση. Ο ομοσπονδιακός υπ. Οικονομικών Όλαφ Σολτς συναντά τον Έλληνα υπ. Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο στο Βερολίνο».

Με αυτό τον τίτλο αναρτήθηκε twitter στην σελίδα του Γερμανικού Ομοσπονδιακού υπουργείου Οικονομικών, καθώς και φωτογραφία από τη συνάντηση του Έλληνα υπ. Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου με τον Γερμανό ομόλογό του και αντικαγκελάριο Όλαφ Σολτς.

Μετά τη συνάντηση δεν υπήρχε κάποια ανακοίνωση ή επίσημες δηλώσεις, καθώς όπως είναι γνωστό στη Γερμανία ο Όλαφ Σολτς είναι χαμηλών τόνων πολιτικός και όχι τόσο εκφραστικός στα ΜΜΕ, όπως ο προκάτοχος του Β. Σόιμπλε.

Ο Σολτς ανήκει στη συντηρητική πτέρυγα των Σοσιαλδημοκρατών που έχει εκφραστεί υπέρ της ρύθμισης του ελληνικού χρέους, με την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις.  Όμως το έργο του μόνο εύκολο δεν είναι στη Γερμανία, καθώς η αντιπολίτευση (Φιλελεύθεροι – Εναλλακτική για τη Γερμανία), αλλά και σημαντικό μέρος βουλευτών του κόμματος της Μέρκελ είναι κατά των όποιων ελαφρύνσεων για το ελληνικό χρέος.

O Γερμανός υπουργός Οικονομικών θα πρέπει να εξισορροπήσει μεταξύ των θέσεων υπέρ της ελάφρυνσης του χρέους που ασπάζεται το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα απο το οποίο προέρχεται και τις σκληρές θέσεις των χριστιανοκοινωνιστών του κυβερνητικού συνασπισμού.

Ο κ. Τσακαλώτος τονίζει ότι η Αθήνα είναι δεσμευμένη στην ολοκλήρωση των προαπαιτούμενων της δ’ αξιολόγησης του προγράμματος και να ζητήσει γενναία μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους χωρίς όρους και νέα προαπαιτούμενα.

Η Γαλλία και άλλες χώρες του Νότου τάσσονται υπερ της αυτόματης ενεργοποίησης των μέτρων ελάφρυνσης αλλά χώρες του Βορρά φέρονται να συνδέουν τα μέτρα με την εκπλήρωση ορόσημων(benchmarks) απο την Ελλάδα.

Η ανάπτυξη και η επόμενη μέρα στην ατζέντα

Στη σημερινή συνάντηση θεωρείται σίγουρο πώς ο Ευκλείδης Τσακαλώτος παρουσίασε το πρόγραμμα της κυβέρνησης για την ανάπτυξη μετά το τέλος του Μνημονίου. Εκτενή αναφορά σε αυτό κάνει η γερμανική εφημερίδα Handelsblatt.

«Με το αναπτυξιακό αυτό σχέδιο (concept) η κυβέρνηση των Αθηνών θέλει να στηρίξει τη σχεδιαζόμενη για τον Αύγουστο έξοδο της χώρας από τα προγράμματα δανειακής βοήθειας και σ’ αυτό καθορίζονται οι βασικές γραμμές της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής των ετών 2019 έως 2022. Από τότε που η χώρα βρέθηκε υπό την ομπρέλα προστασίας των προγραμμάτων διάσωσης και εξαρτάτο από τη δανειακή βοήθεια, τον κύριο λόγο τον είχαν οι πιστωτές. Με την ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής σε περίπου τέσσερις μήνες η Ελλάδα αποκτά και πάλι ένα “κομμάτι” της κυριαρχίας της» σημειώνει η γερμανική οικονομική εφημερίδα.

Σύμφωνα με τη Handelsblatt, «ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης πρέπει ως εκ τούτου να τα βγάλει πέρα σε μια δύσκολη ισορροπία. Πρέπει αφενός μεν με το αναπτυξιακό σχέδιο να πείσει τους θεσμούς των πιστωτών, αφετέρου δε να προσελκύσει επενδυτές και να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη των χρηματαγορών, ούτως ώστε η Ελλάδα να μπορεί μετά το τέλος του προγράμματος να χρηματοδοτείται και πάλι αυτόνομα. Όμως ταυτόχρονα ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας θέλει να απευθύνει κι ένα μήνυμα εντός της χώρας. Το σχέδιο θα πρέπει να σηματοδοτεί για την ελληνική κοινή γνώμη το ότι η υπαγόρευση της λιτότητας παρήλθε, ότι η χώρα παίρνει και πάλι τη μοίρα της στα χέρια της. Και δεν είναι εύκολο να διαχειριστεί κανείς και τις δύο αυτές στοχεύσεις. Ενώ οι πιστωτές και οι αγορές θέλουν να είναι σίγουροι ότι η Ελλάδα παραμένει σε μεταρρυθμιστική πορεία και τηρεί τη δημοσιονομική πειθαρχία, την ίδια ώρα οι υποστηρικτές του πρωθυπουργού Τσίπρα περιμένουν τώρα να αποζημιωθούν για τις στερήσεις των περασμένων ετών. Ο Τσίπρας δεν μπορεί να αγνοήσει αυτές τις επιθυμίες, καθώς σε τελική ανάλυση το αργότερο έως το φθινόπωρο του 2019 θα πρέπει να κριθεί και πάλι στις κάλπες».

Η γερμανική εφημερίδα τονίζει ότι το αναπτυξιακό του σχέδιο, που περιγράφεται σε κείμενο 50 σελίδων και σε εκτεταμένο παράρτημα με στατιστικά στοιχεία, βασίζεται σε τέσσερις πυλώνες:

«1. Η κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι η μεταρρυθμιστική πορεία, την οποία αποδέχτηκε με αντάλλαγμα τη δανειακή βοήθεια, συνεχίζεται. Και με την πορεία αυτή συνδέονται κατά κύριο λόγο οι ιδιωτικοποιήσεις. Αυτό θα πρέπει να είναι ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς τους ξένους επενδυτές, αλλά αποτελεί ταυτόχρονα και πολιτικά “καυτό” ζήτημα για τον Αλέξη Τσίπρα, καθώς τόσο στον ΣΥΡΙΖΑ όσο και στα συνδικάτα συναντάται, όπως και πριν, ισχυρή αντίσταση σε σχέδια εκποίησης κρατικών επιχειρήσεων.

2. Η κυβέρνηση δεσμεύεται ότι θα παραμείνει πιστή τους συμφωνηθέντες δημοσιονομικούς στόχους. Η Ελλάδα θα πρέπει να πετυχαίνει κάθε χρόνο έως το 2022 πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ της. Αυτή θεωρείται σημαντική προϋπόθεση για την περαιτέρω εδραίωση των δημοσίων οικονομικών της και της μείωσης του χρέους.

3. Η κυβέρνηση θέλει να προσελκύσει επενδυτές μέσω περαιτέρω μεταρρυθμίσεων στη δημόσια διοίκηση και με μία μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης, που θα στοχεύει σε ταχύτερες διαδικασίες και σε μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου. Τομείς- κλειδιά με ιδιαίτερη αναπτυξιακή δυναμική θεωρούνται ο τουρισμός, η υλικοτεχνική υποστήριξη και η ενεργειακή οικονομία. Η προώθηση επενδύσεων θα πρέπει μελλοντικά να στραφεί περισσότερο προς τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.

4. Όλα τα παραπάνω ακούγονται εύλογα. Ιδιαίτερη είναι ωστόσο η σημασία του τετάρτου κεφαλαίου: Σύμφωνα με την ανακοίνωσή του, ότι οι Έλληνες μετά τον τερματισμό του προγράμματος βοήθειας τον Αύγουστο θα “πάρουν και πάλι τα κλειδιά του χρηματοκιβωτίου στα χέρια τους”, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας σχεδιάζει φορολογικές μειώσεις, αύξηση του κατώτατου μισθού κι επιπλέον κοινωνικές παροχές», τονίζει η Handelsblatt υποστηρίζοντας πάντως «οτι σε κάθε περίπτωση, ο δρόμος της Ελλάδας προκειμένου να βγει από την ύφεση είναι ακόμη μακρύς και δύσβατος. Εάν το αναπτυξιακό σχέδιο εφαρμοστεί, το ΑΕΠ της χώρας ναι μεν θα φτάσει στα τέλη του 2022, σύμφωνα με τα προγνωστικά της κυβέρνησης, τα 214,2 δισ. ευρώ, ωστόσο η επίδοση της οικονομίας θα βρίσκεται και πάλι περίπου 10% κάτω από το επίπεδο προ κρίσης του 2009».