Σταθερό το επιτόκιο αναφοράς της ευρωζώνης

Σταθερό το επιτόκιο αναφοράς της ευρωζώνης

Θέλει να διατηρήσει η ΕΚΤ.

Ο πληθωρισμός σκαρφάλωσε στο 2% τον Φεβρουάριο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όμως δεν σκοπεύει να περιορίσει την γενναιόδωρη πολιτικής στήριξης της ευρωπαϊκής οικονομίας, ιδιαίτερα πριν από μία σειρά κρίσιμων εκλογικών αναμετρήσεων στην Ευρώπη, εκτιμούν οι αναλυτές.

Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, που συνέρχονται την Πέμπτη, αναμένεται να αποφασίσουν τη διατήρηση του επιτοκίου αναφοράς της ευρωζώνης στο ιστορικό χαμηλό – με μηδενικό το βασικό επιτόκιο- καθώς και του προγράμματος αγοράς ομολόγων που εφαρμόζεται από το 2015, σύμφωνα με τους οικονομικούς αναλυτές.

Ο πληθωρισμός έφθασε για πρώτη φορά εδώ και 4 χρόνια το συμβολικό φράγμα του 2% τον Φεβρουάριο, ξεπερνώντας κατά τι τον στόχο της ΕΚΤ για αύξηση των τιμών λίγο κατώτερη από το όριο αυτό. Παράλληλα, η ευρωπαϊκή οικονομία έδωσε κάποια σημάδια ανάκαμψης τους τελευταίους μήνες.

Τα στοιχεία αυτά ρίχνουν νερό στον μύλο των πολέμιων της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Οι αντιδράσεις πληθύνονται τους τελευταίους μήνες, με επίκεντρο τη Γερμανία, όπου τα χαμηλά επιτόκια τροφοδοτούν την οργή των καταθετών που βλέπουν τις αποδόσεις των καταθέσεών τους να μειώνονται.

Ο Ντράγκι υπό πίεση

Η πρόσφατη διαδρομή των τιμών θέτει αναμφισβήτητα υπό πίεση τον Μάριο Ντράγκι, πρόεδρο της ΕΚΤ, για να αναθεωρήσει σταδιακά τη στάση του, σύμφωνα με μελέτη της τράπεζας BayernLB.

Τον Φεβρουάριο, ο Μάριο Ντράγκι επανέλαβε ότι κατά τη γνώμη του η ευρωζώνη «συνεχίζει να έχει ανάγκη της στήριξης» της νομισματικής πολιτικής. «Δεν πρέπει να αντιδρούμε σε επιμέρους δεδομένα ή σε προσωρινή άνοδο του πληθωρισμού», επέμεινε ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Την Πέμπτη, αναμένεται και πάλι να υπογραμμίσει τον προσωρινό χαρακτήρα της εξέλιξης των τιμών, «για να εναντιωθεί στις φήμες για τον προσεχή περιορισμό του προγράμματος αγοράς ομολόγων», της επονομαζόμενης ποσοτικής χαλάρωσης (QE), σύμφωνα με τη μελέτη της BayernLB.

Οικονομολόγοι και κεντρικοί τραπεζίτες έχουν την ισχυρή πεποίθηση ότι η πρόσφατη άνοδος των τιμών συνδέεται με την άνοδο της τιμής του πετρελαίου, που βρισκόταν σε χαμηλό επίπεδο στις αρχές του περασμένου έτους , και στην άνοδο των τιμών ειδών διατροφής, όπως τα φρούτα και τα λαχανικά, εξαιτίας του δριμύ χειμώνα στις χώρες της νότιας Ευρώπης.

Αν εξαιρεθούν αυτοί οι έκτακτοι και προσωρινοί παράγοντες, ο πληθωρισμός βάσης -που προκαλείται από την άνοδο των μισθών, για παράδειγμα- παραμένει πολύ χαμηλός για να δικαιολογήσει οποιοδήποτε μέτρο σφιχτότερης νομισματικής πολιτικής.

«Ακόμη και στη Γερμανία, όπου η αγορά εργασίας είναι σταθερή εδώ και κάποιο χρονικό διάστημα, δεν υπάρχει καμία πίεση επί των τιμών που συνδέονται με τους μισθούς», υπογραμμίζει η Τζένιφερ Μακίουν της Capital Economics.

Αποφυγή της αβεβαιότητας

Εξάλλου, το να αρχίσει να γίνεται λόγος για απομάκρυνση από την πολιτική της νομισματικής χαλάρωσης μοιάζει πρόωρο πριν από τις κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις στην Ευρώπη, υπό τη σκιά της ανόδου των λαϊκιστικών. Οι κεντρικοί τραπεζίτες «δεν θέλουν να προσθέσουν νέες αβεβαιότητες» πριν από τις εκλογές στην Ολλανδία τον Μάρτιο, στη συνέχεια στη Γαλλία τον Απρίλιο και τον Μάιο, τονίζει ο Κάρστεν Μπρέσκι της ING-Diba.

Οι οικονομολόγοι θεωρούν ότι στροφή της ΕΚΤ δεν αναμένεται πριν από τον Ιούνιο, και ακόμη πιθανότερα τον Σεπτέμβριο, σύμφωνα με τους οικονομικούς αναλυτές.

Τον Ιούνιο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μπορεί να αρχίσει να υιοθετεί θετικότερη στάση απέναντι στις προοπτικές της οικονομικής ανάπτυξης, εάν διατηρηθεί η σημερινή τάση, εκτιμά η Ντανιέλε Αντονούτσι της Morgan Stanley. Στη συνέχεια «το επόμενο στάδιο θα είναι να ανακοινώσει μείωση των μηνιαίων αγορών ομολόγων για το 2018. Ο Σεπτέμβριος θα είναι ένας καλός μήνας για να γίνει αυτό».

Σήμερα, η ΕΚΤ αγοράζει κάθε μήνα ομόλογα σε ύψος 80 δισεκατομμυρίων ευρώ και προβλέπει να συνεχίσει από τον Απρίλιο με 60 δισεκατομμύρια μέχρι το τέλος του 2017.

Την Πέμπτη, ο Μάριο Ντράγκι θα ανακοινώσει τις νέες τριμηνιαίες προβλέψεις της ΕΚΤ, με βάση τις οποίες η Τράπεζα θα αιτιολογήσει τις αποφάσεις της στον τομέα της νομισματικής πολιτικής. Θα υπάρχει αναμφίβολα «μία αναθεώρηση προς τα επάνω του πληθωρισμού για το 2017 σε σχέση με την πρόβλεψη του 1,3% τον Δεκέμβριο», εκτιμά η Τζένιφερ Μακίουν, με τις υπόλοιπες προβλέψεις να παραμένουν σταθερές.