Στις αποκρατικοποιήσεις δεν υπάρχει μόνο άσπρο ή μαύρο

Στις αποκρατικοποιήσεις δεν υπάρχει μόνο άσπρο ή μαύρο

Γιατί ο ιδεοληπτικός νεοφιλελευθερισμός ή ο δογματικός «κρατισμός» δεν μπορεί να είναι σήμερα μονόδρομος.

Του Τάσου Ζάχου*

Ένα από τα πρώτα μεγάλα ζητήματα που άνοιξε με την έλευση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία είναι αυτό των αποκρατικοποιήσεων. Νέοι υπουργοί προχώρησαν σε μπαράζ εξαγγελιών περί «παγώματος» σχεδιασμένων πωλήσεων που είχε συμφωνήσει η προηγούμενη κυβέρνηση με την τρόικα για το 2015, προκαλώντας έτσι ερωτηματικά σε σχέση με την στρατηγική που σχεδιάζει να χαράξει η νέα κυβέρνηση όσον αφορά τους υποψήφιους επενδυτές, αλλά και μεγάλες πιέσεις στο ελληνικό Χρηματιστήριο.

Πριν αξιολογήσουμε αυτές τις τοποθετήσεις, αξίζει να επισημάνουμε πως το ζήτημα των αποκρατικοποιήσεων απασχόλησε έντονα τον δημόσιο διάλογο τα τελευταία χρόνια, που η χώρα μας βρίσκεται σε μια κατάσταση δεινής οικονομικής κρίσης.

Πριν από ακριβώς τέσσερα χρόνια, το Φεβρουάριο του 2011 η τρόικα, με μέλη της τότε τους Τόμσεν (ΔΝΤ), Μαζούχ (ΕΚΤ) και Μορς (Κομισιόν), παραχωρεί συνέντευξη τύπου στην οποία ανακοινώνεται ένα υπερφιλόδοξο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων με στόχο την είσπραξη 50 δισ. ευρώ μέχρι το 2015 από την πώληση σε ιδιώτες εισηγμένων και μη επιχειρήσεων, ακίνητης περιουσίας και εμπορικών ακινήτων του Δημοσίου. Στόχος τα χρήματα αυτά να συμβάλουν στην απομείωση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας.  Φυσικά οι προβλέψεις αυτές δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ, όπως πολλοί άνθρωποι της αγοράς είχαν προεξοφλήσει από τότε, ενώ στην πορεία οι στόχοι για έσοδα από αποκρατικοποιήσεις αναπροσαρμόστηκαν προς τα κάτω στα 9,515 δισ. ευρώ (8,5 δισ. ευρώ μετά από παρέμβαση της Κομισιόν) στην περίοδο 2013-2016.

Εκτός όμως από το ποσό – στόχο για τα ελληνικά δημόσια ταμεία, που έθετε το συγκεκριμένο πρόγραμμα, αρκετοί αναλυτές εκ των υστέρων, αλλά και εκπρόσωποι μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων, εξέφρασαν τη διαφοροποίηση τους σχετικά με τις μεθόδους του ΤΑΙΠΕΔ , τη χρήση των εσόδων αποκλειστικά για την αποπληρωμή χρεών, αλλά και το timing ορισμένων πωλήσεων, καθώς η ελληνική οικονομία έχει βιώσει τα τελευταία χρόνια τεράστια εσωτερική υποτίμηση που επηρεάζει και την αξία πώλησης της περιουσίας του Δημοσίου.

Η απάντηση στο ερώτημα του «ποιος είναι ο σωστός δρόμος για την ελληνική οικονομία» δεν μπορεί να βρίσκεται ούτε στον αφορισμό των αποκρατικοποιήσεων , αλλά ούτε και στο μαζικό ξεπούλημα «ασημικών» του δημοσίου, ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι ενός προγράμματος, που οι ίδιοι οι εμπνευστές του ομολογούν ότι απέτυχε σε μεγάλο βαθμό.

Κάθε περίπτωση είναι διαφορετική. Κάθε αποκρατικοποίηση είναι ένα μοναδικό case study και συνεπώς χρήζει αντίστοιχης μελέτης με βάση το συμφέρον του ελληνικού δημοσίου και της οικονομίας, ώστε να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, να υπάρξει εισροή ξένων κεφαλαίων και να πετύχουμε την πολυπόθητη ανάπτυξη. Είναι αδιανόητο να βάζουμε όλες τις περιπτώσεις στο ίδιο τσουβάλι.

Με βάση πρόσφατη μελέτη του «Παγκόσμιου Βαρόμετρου Ιδιωτικοποιήσεων», στις περισσότερες περιπτώσεις στην Ευρώπη ακολουθείται διαφορετικός δρόμος από αυτόν που είχε επιλέξει μέχρι τώρα η Ελλάδα και το ΤΑΙΠΕΔ, αναζητώντας έσοδα για την αποπληρωμή του χρέους. Ενδεικτικά το 77% των ιδιωτικοποιήσεων του 2013 και σχεδόν το 90% του 2014 αφορούσαν στη πλειοψηφία των χωρών της Ευρωζώνης, συμμετοχή ιδιωτών μέσω έκδοσης νέων μετοχών (δηλαδή αύξησης μετοχικού κεφαλαίου). Μόλις το 10% των ιδιωτικοποιήσεων του 2014 έγινε με το μοντέλο του ΤΑΙΠΕΔ δηλαδή του πλειοδοτικού διαγωνισμού όπως π.χ. συνέβαινε στους εν εξελίξει διαγωνισμούς για ΟΛΠ, ΟΛΘ και άλλες κρατικές εταιρείες στην Ελλάδα.

Επίσης ακόμα και σε χώρες όπως η Γερμανία, που σήμερα πιέζει αφόρητα την Ελλάδα να ακολουθήσει τους στόχους του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων για εισπρακτικούς λόγους, οι αρμόδιοι φορείς δε δίστασαν να προχωρήσει τα τελευταία χρόνια ακόμα και σε επανακρατικοποίηση οργανισμών που είχαν ιδιωτικοποιηθεί χωρίς επιτυχία και που δεν έλαβαν υπόψη τα συστατικά στοιχεία επιτυχημένων αποκρατικοποιήσεων, όπως τη διασφάλιση της τιμής μετοχοποίησης ή πώλησης και την ύπαρξη του αναγκαίου νομοθετικού πλαισίου που να λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, ζητήματα ασφάλειας, ποιότητας των υπηρεσιών και άλλων συναφών παραμέτρων.

Το παράδειγμα του ΟΛΠ
Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι αξίζει να αναφέρουμε το παράδειγμα του Οργανισμού Λιμένος Πειραιά (ΟΛΠ), την πώληση του οποίου επιδίωκε η κυβέρνηση της ΝΔ – ΠΑΣΟΚ μέσα στο 2015 και που αντίθετα η νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ αποφάσισε να «παγώσει», χωρίς όμως να εξηγεί τι σκοπεύει ακριβώς να πράξει.

Για το λιμάνι του Πειραιά και τις δυνατότητες αξιοποίησης του, προς όφελος της ελληνικής οικονομίας, έχουν γραφτεί ήδη πάρα πολλά. Είναι προφανές ότι τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξη των δραστηριοτήτων από τη σημερινή διοίκηση του οργανισμού δημιούργησε μια διαφορετική εικόνα, σαφώς καλύτερη από αυτή που υπήρχε πριν από το 2008.  Ο ΟΛΠ, μετά την παραχώρηση των προβλητών ΙΙ και ΙΙΙ του Σ.ΕΜΠΟ. στην Cosco, έχει μείνει μόνο με τον Προβλήτα Ι και ήδη από τα τέλη του 2009, έχει αναπροσαρμόσει τη στρατηγική τοΥ, με στόχο τη μείωση της εξάρτησης του από αυτόν τον τομέα. Πλέον η στρατηγική του ΟΛΠ περιλαμβάνει την ενίσχυση του τομέα διακίνησης οχημάτων, αλλά και του τομέα κρουαζιέρας και θαλάσσιου τουρισμού, ακολουθώντας την αλματώση αύξηση των αφίξεων στη χώρα μας , αλλά και τη νέα τάση για δημιουργία home port λιμένων.

Η απόφαση του ΤΑΙΠΕΔ για πώληση του 67% των μετοχών του Οργανισμού δεν συνάδει με τις εξελίξεις της λιμενικής βιομηχανίας στην Ευρώπη, αλλά και παγκοσμίως. Είναι χαρακτηριστικό ότι άνθρωποι που έχουν άμεση σχέση με τον συγκεκριμένο τομέα, εξέφρασαν ενστάσεις γύρω από τη μέθοδο που προτάσσεται (πώληση μετοχών), υποστηρίζοντας ότι πρέπει να ακολουθηθεί το ευρωπαϊκό μοντέλο ιδιωτικοποίησης στη λιμενική βιομηχανία, που είναι αυτό των παραχωρήσεων μέρους των λιμενικών δραστηριοτήτων και τερματικών, αντί αυτού της πλήρους ιδιωτικοποίησης.

Η λύση της πώλησης του συνόλου των μετοχών της λιμενικής εταιρείας σε ιδιώτη δεν εφαρμόζεται πλέον πουθενά. Γυρίζοντας μάλιστα στο 2012 ο τότε υπουργός Ναυτιλίας της ΝΔ, Κώστας Μουσουρούλης, όταν είχε μόλις αναλάβει το νεοσύστατο υπουργείο, έσπευσε να ξεκαθαρίσει τη θέση του και υπογράμμισε ότι είναι υπέρ της παραχώρησης και όχι της ιδιωτικοποίησης του ΟΛΠ.

Λύση στα πλαίσια της ευρωπαϊκής πρακτικής, μπορεί να είναι η οργάνωση της συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα στη λειτουργία, παραγωγή και οργάνωση της λιμενικής βιομηχανίας μέσω συμβάσεων παραχωρήσεων, σε αντίθεση με την επιλογή για πώληση του συνόλου της ιδιοκτησίας στον Ιδιωτικό Τομέα από τη μια ή την απόλυτη κρατική παρουσία από την άλλη.

Το παραπάνω παράδειγμα είναι μόνο μια από τις πολλές περιπτώσεις που δείχνει ότι στις αποκρατικοποιήσεις δεν υπάρχει μόνο άσπρο ή μαύρο. Αντιθέτως πρέπει να υπάρχει στρατηγική κατά περίπτωση με μοναδικό στόχο τη μεγιστοποίηση των οφελών για την ελληνική οικονομία και την προάσπιση του δημόσιου συμφέροντος…

* ο Τάσος Ζάχος είναι αρχισυντάκτης του περιοδικού Fortune και του FortuneGreece.com