Θα έχει η Deutsche Bank το μέλλον της Lehman Brothers;

Θα έχει η Deutsche Bank το μέλλον της Lehman Brothers;

Ποιοι είναι οι λόγοι που η γερμανική τράπεζα βρίσκεται συνεχώς στο προσκήνιο και τί εκτιμούν οι αναλυτές για το μέλλον της.

H Deutsche Bank εκτός από κορυφαία τράπεζα είναι κατά καιρούς πρώτο θέμα στα πρωτοσέλιδα διεθνών μέσων ενημέρωσης και αυτό διότι σημείωσε απώλειες ρεκόρ το 2015, έβαλε «λουκέτο» στο 25% των υποκαταστημάτων της, παράλληλα η τιμή της μετοχής καταρρέει, με τους αναλυτές να εκτιμούν το ενδεχόμενο διαχωρισμού της.

Σε μια αναφορά του τον Ιούνιο, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έλεγε για την τράπεζα ότι «η Deutsche Bank φαίνεται πως αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς τροφοδότες συστημικού ρίσκου στο παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα», μπροστά από τις HSBC και Credit Suisse. Τον ίδιο μήνα, το ΔΝΤ έκρινε τη γερμανική τράπεζα ως την πλέον επικίνδυνη τράπεζα στον κόσμο, καθώς συμβάλλει στους συστημικούς κινδύνους περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη τράπεζα, ακόμη και από την HSBC.

Όπως εκτιμά ο Μάρτιν Χέλμιχ, καθηγητής Διαχείρισης Ρίσκου στη σχολή Franfurt School of Finance «είναι δύσκολο να πει κανείς αν η Deutsche Bank είναι πιο επικίνδυνη από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα όπως η Goldman Sachs, η HSBC, η Morgan Stanley ή η Barclays. Λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη ότι η κορυφαία γερμανική τράπεζα διαθέτει με 1,6 τρισεκατομμύρια ευρώ μικρότερη κεφαλαιακή επάρκεια από τους ανταγωνιστές της τότε προσεγγίζουμε πολύ την εκτίμηση του ΔΝΤ».

Από την άλλη, πολλοί υποστηρίζουν ότι η Deutsche Bank θα έχει το μέλλον με την επενδυτική τράπεζα Lehman Bros, που κατάρρευσε το 2008 ταράζοντας τη διεθνή οικονομία κι αυτό διότι κρίνεται ιδιαίτερα ανησυχητική η συσσώρευση μεγάλου αριθμού παραγώγων από την γερμανική τράπεζα.

Ένα από τα προβλήματα της Deutsche Bank είναι ότι δεν διαθέτει ισχυρή λιανική τραπεζική ούτε ισχυρές υπηρεσίες διαχείρισης πλούτου, ούτε ώστε να αντισταθμίσει κατά ένα ποσοστό τις απώλειες από τις χαμηλές επιδόσεις στην επενδυτική τραπεζική. Από την πλευρά της, η γερμανική τράπεζα εκτιμά ότι αυτή η πτώση οφείλεται στα κόστη αναδιοργάνωσης και στην ελλειπή απόδοση στους τομείς των χρηματοπιστωτικών και επενδυτικών δραστηριοτήτων της.

Στην ουσία η Deutsche Bank απέμεινε με δύο επιλογές: Να απαλλαγεί από πολλά περιουσιακά της στοιχεία ή να αυξήσει το μετοχικό της κεφάλαιο. Όμως και τα δύο είναι εξαιρετικά περίεργα. Οι καταστάσεις που επικρατούν στην αγορά δεν θα επιτρέψουν στην τράπεζα να πουλήσει περιουσιακά της στοιχεία, ενώ η απορρόφηση κεφαλαίων εξακολουθεί να είναι δύσκολη καθώς δεν προσφέρει το δέλεαρ των υψηλών κερδών.

Έτσι λοιπόν η Deutsche Bank καταλήγει στη λύση τού να μικρύνει περισσότερο. Ήδη η γερμανική τράπεζα σχεδιάζει να απολύσει 35.000 υπαλλήλους ως το 2020, με τον CEO της να αναφέρει την Τετάρτη ότι ο αριθμός των απολύσεων μπορεί να μεγαλώσει περισσότερο «εάν το παρών αδύναμο οικονομικό περιβάλλον συνεχιστεί».

Επιπλέον, όπως ήδη κυκλοφορεί σε μέσα ενημέρωσης, η Deutsche Bank βρίσκεται σε επαφές με το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης με σκοπό να καταλήξει σε κάποιον διακανονισμό μετά τον έλεγχο στις δραστηριότητες που αφορούν τα χρεόγραφα με ενέχυρο ενυπόθηκα δάνεια. Περιπέτεια η οποία μπορεί να της κοστίσει αρκετά δισεκατομμύρια, αν κρίνουμε από παρόμοιες υποθέσεις άλλων τραπεζών.

Όσον αφορά το αντίστοιχο τεστ της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (EBA) στις 29 Ιουλίου η κορυφαία γερμανική τράπεζα θα περάσει το τεστ επειδή γίνεται με διαφορετικό τρόπο. Τουλάχιστον αυτό εκτιμά ο Βρετανός αναλυτής Κρίστοφερ Γουίλερ, υποστηρίζοντας «το τεστ αντοχής της EBA θα μας γεμίσει με ετερόκλητα στοιχεία και αριθμούς που εν τέλει κανείς δεν κατανοεί. Ένα από τα προβλήματα είναι ότι η Ιταλία διαχειρίζεται διαφορετικά από την Γερμανία τα κόκκινα δάνεια. Το τεστ στις ΗΠΑ είναι πιο ξεκάθαρο τόσο ως προς τη διαδικασία, όσο και ως προς το αποτέλεσμα».

Μάλιστα, ο Βρετανός αναλυτής τονίζει ότι «εάν χρειαστεί, η τράπεζα μπορεί να αντλήσει κεφάλαια από τις αγορές. Ακόμα όμως και στην απίθανη περίπτωση που τίποτα από όλα αυτά δεν λειτουργήσει, το γερμανικό δημόσιο «θα κάνει τα πάντα για να τη βοηθήσει να λύσει τα προβλήματά της».

Διαβάστε επίσης: Deutsche Bank: Ο μεγάλος «Γερμανός ασθενής»