Τι δεν ακούσαμε στο debate των πολιτικών αρχηγών

Τι δεν ακούσαμε στο debate των πολιτικών αρχηγών
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας (7Α), ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Ευάγγελος Μειμαράκης (6Α), ο επικεφαλής το υ Ποταμιού Σταύρος Θεοδωράκης (4Α), ο γγ του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας (3Α), η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Φώφη Γεννηματά (Α), ο επικεφαλής της Λαϊκής Ενότητας Παναγιώτης Λαφαζάνης (5Α) και ο πρόεδρος των Ανεξάρτητων Ελλήνων Πάνος Καμμένος (2Α) έτοιμοι για να συμμετάσχουν στο ντιμπέιτ των πολιτικών αρχηγών, Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2015. Πραγματοποιήθηκε στο Ραδιοτηλεοπτικό Μέγαρο της ΕΡΤ η τηλεοπτική αναμέτρηση των πολιτικών αρχηγών για τις εκλογές, της 20ης Σεπτεμβρίου. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΣΑΪΤΑΣ

Ο λιγοστός χρόνος και το παιχνίδι άμυνας των πολιτικών αρχηγών που δεν απάντησαν σε ερωτήσεις που "καίνε".

Ήταν μια τηλεμαχία την οποία οι ίδιοι οι συμμετέχοντες χαρακτήρισαν ως «ανούσια» διότι, τελικά, «δεν προσέφερε κάτι στους πολίτες». Κι αν η διαδικασία με τους ασφυκτικά περιορισμένους χρόνους και την αδυναμία ανάπτυξης επιχειρημάτων ή διαλόγου, ήταν η πρόφαση, τότε ο «ένοχος» δεν είναι κανείς άλλος από τα ίδια τα κομματικά επιτελεία που διάλεξαν να συνομιλήσουν δημόσια μετά από έξι ολόκληρα χρόνια υπό αυτές τις συνθήκες.

Αν υπάρχει κάτι για το οποίο πρέπει να διδαχθούμε από την τηλεμαχία των πολιτικών αρχηγών, αυτό δεν είναι άλλο από το να κοιτάξουμε στο άμεσο μέλλον με πολύ μεγαλύτερη προσοχή κι ενδιαφέρον τον τρόπο που οργανώνονται τα debate σε χώρες οι οποίες σέβονται τον πολίτη, κι επιδιώκουν να του δώσουν να καταλάβει ποιες είναι οι προθέσεις του υποψηφίου ηγέτη αλλά και ποια η ανταπόκρισή του σε συνθήκες –ελαφράς είναι η αλήθεια- πίεσης, χωρίς το προστατευτικό πέπλο που απλώθηκε στο στούντιο της ΕΡΤ την Τετάρτη το βράδυ.

Σε αυτήν, λοιπόν, την ιδανική περίπτωση, θα θέλαμε να ακούσουμε ορισμένα πολύ συγκεκριμένα πράγματα τα οποία όσο κι αν προσπαθήσει κάποιος να αναζητήσει στα προεκλογικά προγράμματα των κομμάτων, δύσκολα θα ανακαλύψει.

Καταρχάς, το τεράστιο ζήτημα της ανεργίας -το οποίο μόνο η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας μέσω επενδύσεων θα ανατρέψει- ήταν απλώς μια κουκκίδα μεταξύ αντεγκλήσεων και κατηγοριών. Οι πολιτικοί αρχηγοί αδυνατούσαν να προσεγγίσουν ακόμη και στον πολύ μικρό χρόνο των 2 λεπτών –μαζί με τις συμπληρωματικές απαντήσεις- εκείνες τις κινήσεις οι οποίες θα ξεκλειδώσουν την εγχώρια οικονομία και θα ξεσφίξουν τον φορολογικό κλοιό κάθε επιχείρησης. Κι αν όχι αυτές καθεαυτές τις κινήσεις, τουλάχιστον τις κατευθύνσεις και τα όρια που οφείλουμε να ξεπεράσουμε για να δοθεί επιτέλους στην αγορά μια ανάσα μετά από πέντε χρόνια φοροκαταιγίδας.

Η υπερφορολόγηση και η συστηματική υποβάθμιση των επιχειρηματικών πρωτοβουλιών αποτέλεσε απλώς μια διαπίστωση. Η αναζήτηση εκείνου του «εθνικού παραγωγικού σχεδίου» που ξεκίνησε το 2010 κι ακόμη προχωρά, δεν μπορεί να αποτελέσει πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ των κομμάτων εξουσίας· τα οποία στο σύνολό τους συμφωνούν ότι η δραστική μείωση της εξουθενωτικής οικονομικής αφαίμαξης των πολιτών έφερε χιλιάδες λουκέτα, και τα χιλιάδες λουκέτα δημιούργησαν εκατομμύρια ανέργους.

Στο ζήτημα των ιδιωτικοποιήσεων σχεδόν όλες οι πλευρές φάνηκαν κατά κάποιο τρόπο ικανοποιημένες ως ένα βαθμό με το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης, κι αυτό επιβεβαιώθηκε από τη μικρή «στάση» των περισσότερων πολιτικών αρχηγών στο ζήτημα. Χωρίς, φυσικά να λείπουν τα καρφιά για τις ενέργειες και τις ιδεολογικές παθογένειες του παρελθόντος που η πραγματικότητα ανέτρεψε τόσο απότομα στην πορεία.

Παρομοίως, και στο ζήτημα των τραπεζών, τονίστηκε για μια ακόμη φορά η ανάγκη επιστροφής στην κανονικότητα, ενώ –όπως ήταν προφανές- η μέχρι πρότινος αντιπολίτευση επιτέθηκε στην απελθούσα συγκυβέρνηση για το ύψος του ποσού που θα απαιτηθεί για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, αλλά και για συγκεκριμένους πολιτικούς ακροβατισμούς που οδήγησαν στο κλείσιμο των τραπεζικών υποκαταστημάτων και τον περιορισμό της κίνησης κεφαλαίων. Όμως -και σε αυτήν την περίπτωση- οι παρατηρήσεις παρέμειναν σε αρκετά επιδερμικό επίπεδο και στάθηκαν περισσότερο από όσο χρειαζόταν σε ένα ακόμη παιχνίδι εντυπώσεων, ενώ οι κύριες γραμμές του παραγωγικού πλάνου που έχει το κάθε κόμμα για τα επενδυτικά κονδύλια της ΕΕ, δεν προσέφεραν τίποτε το καινούριο.

Σε αυτό αναφέρθηκε και ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ, Βασίλης Κορκίδης, ο οποίος τόνισε επίσης ότι τα σκληρά προαπαιτούμενα που έρχονται τις επόμενες εβδομάδες δεν μπήκαν καν στο τραπέζι. Και σε αυτά προστίθενται τα «καυτά» θέματα του ασφαλιστικού και του φορολογικού. Ειδικά για το πρώτο, υπήρξε πλήρης ανυπαρξία προτάσεων πέρα από το πόσα χρήματα έχασαν μέσα στην κρίση τα Ταμεία, ενώ την ίδια ώρα οι άμεσα ενδιαφερόμενοι βλέπουν τις συντάξεις τους να μειώνονται και την οικονομική τους κατάσταση να επιδεινώνεται. Κι όλοι πλέον γνωρίζουν ότι είναι χιλιάδες οι οικογένειες που βασίζονται αποκλειστικά σε μια σύνταξη, όσο κουτσουρεμένη κι αν είναι αυτή.

Τέλος, το θέμα της ρύθμισης χρέους που παραμένει στο τραπέζι εδώ και τρία χρόνια, δεν έτυχε καθολικής αποδοχής. Οι αρχηγοί των κομμάτων που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο επιδιώκουν να συμμετάσχουν στην επόμενη κυβέρνηση, δεν εξέθεσαν τη δική τους άποψη για το ποια θα είναι η βέλτιστη πολιτική που πρέπει να οργανωθεί και να ακολουθηθεί άμεσα, καθώς ο χρόνος της επόμενης αξιολόγησης που θα κρίνει το «άνοιγμα» του ζητήματος τοποθετείται στον προσεχή Οκτώβριο. Είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητο να υπάρξει άμεσα μια στοιχειώδης σύγκλιση στο ζήτημα του χρέους, η οποία θα ξεπερνά τις εσωκοινοβουλευτικές ισορροπίες και θα στείλει το μήνυμα συνοχής που τόσο πολύ αναζητούν οι Βρυξέλλες, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα βρουν στην κάλπη της 20ης Σεπτεμβρίου.

Εν κατακλείδι, μπορεί να είναι θεμιτή ως ένα σημείο η στρατηγική άμυνας κι αποφυγής λαθών που ακολούθησαν τα κομματικά επιτελεία και οι πολιτικοί αρχηγοί στο debate, όμως όταν σχεδόν όλοι τους καταλήγουν πως η διαδικασία που συμφωνήθηκε από τα ίδια τους τα κόμματα δεν έκανε τους πολίτες «σοφότερους», τότε διαφαίνεται πως όλα όσα ζήσαμε συμπυκνωμένα τους τελευταίους μήνες δεν δείχνουν να αγγίζουν τους σκληρούς κομματικούς μηχανισμούς που δεν επιτρέπουν εδώ και δεκαετίες συγκεκριμένες αλλαγές σε τομείς που, ενώ ξέρουν κι ίδιοι ότι πάσχουν, βάζουν σχεδόν πάντα σε δεύτερη μοίρα.