Το όνειρο της Μέγκαν Μαρκλ να γίνει η νέα λαίδη Νταϊάνα

Το όνειρο της Μέγκαν Μαρκλ να γίνει η νέα λαίδη Νταϊάνα

Τι αποκαλύπτει νέα βιογραφία της μέλλουσας νύφης του πρίγκιπα Χάρι.

Η Αμερικανίδα Μέγκαν Μαρκλ, η μέλλουσα σύζυγος του πρίγκιπα Χάρι της Βρετανίας, είναι μια νεαρή φιλόδοξη γυναίκα η οποία ονειρευόταν ότι θα γίνει η νέα λαίδη Νταϊάνα, αποκαλύπτει μια βιογραφία της που θα κυκλοφορήσει την Πέμπτη στη Βρετανία.

Ο Άντριου Μόρτον, συγγραφέας «Νταϊάνα, η αληθινή της ιστορία» που γράφτηκε με βάση τις συνεντεύξεις που πήρε από την ίδια, ασχολήθηκε αυτή τη φορά με την Αμερικανίδα ηθοποιό με την οποία θα παντρευτεί στις 19 Μαΐου ο δεύτερος γιος του πρίγκιπα Καρόλου και της Νταϊάνα.

Στο βιβλίο του περιγράφει τη γοητεία που ασκούσε η Νταϊάνα στη Μέγκαν και περιγράφει ένα κορίτσι να παρακολουθεί δακρυσμένο τη μετάδοση της κηδείας της Νταϊάνα, αλλά και παλιές κασέτες με τον γάμο της με τον πρίγκιπα Κάρολο.

Η Μέγκαν ενδιαφερόταν για την Νταϊάνα «όχι μόνο για το στυλ της, αλλά και για τη φιλανθρωπική της δράση και τη θεωρούσε πρότυπο», δήλωσαν στον Μόρτον φίλοι της οικογένειας.

«Την γοήτευε πάντα η βασιλική οικογένεια. Ήθελε να γίνει η πριγκίπισσα Νταϊάνα 2.0», είπε η φίλη της Νινάκι Πρίντι.

Σύμφωνα με τον Μόρτον, η σύγκριση με την Νταϊάνα είναι αναπόφευκτη εξαιτίας του φιλανθρωπικού έργου και των δύο αλλά και του γκλάμουρ που τις περιβάλει. Με τη διαφορά όμως ότι η συνεσταλμένη Νταϊάνα παντρεύτηκε σε ηλικία 20 ετών τον Κάρολο, ενώ η επαγγελματίας ηθοποιός έχει εμφανώς μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στα 36 της χρόνια.

«Η Μέγκαν διαθέτει την ισορροπία και την αυτοπεποίθηση τις οποίες δεν είχε η Νταϊάνα όταν μπήκε στη βασιλική οικογένεια. Είναι μια γυναίκα εξοικειωμένη με τις κάμερες, που δεν τις φοβάται», σχολιάζει ο συγγραφέας. «Κατά μία έννοια είναι η γυναίκα που προσπαθούσε να γίνει η Νταϊάνα», εξηγεί.

Στην ηλικία των 11 ετών η Μέγκαν έστειλε επιστολή στην εταιρεία Procter and Gamble για να της ζητήσει να αλλάξει μια διαφήμιση την οποία θεώρησε σεξιστική και κατάφερε να την πείσει.

Σπούδασε θέατρο και διεθνείς σχέσεις στο Northwestern University και εργάστηκε ως εκπαιδευόμενη για έξι εβδομάδες στο γραφείο Τύπου της αμερικανικής πρεσβείας στην Αργεντινή. Σύμφωνα με το τότε αφεντικό της, «διέθετε όλα τα προσόντα που θα την έκαναν μια ταλαντούχα διπλωμάτη».

Ο Άντριου Μόρτον παρουσιάζει επίσης μια νεαρή γυναίκα που ήθελε να χτίσει την καριέρα της στην ηθοποιία και γι’ αυτό βασίστηκε στο δίκτυό της, στο οποίο περιλαμβανόταν ο παραγωγός Τρέβορ Ένφελσον, που τη βοήθησε να πάρει κάποιους ρόλους στην αρχή της καριέρας της και τον οποίο τελικά παντρεύτηκε.

Μόλις έγινε γνωστή, «δεν είχε πλέον χρόνο για τους παλιούς της φίλης», ανέφερε ο Μόρτον. «Άλλαξε προσεκτικά τη ζωή της, δημιουργώντας νέες φιλίες με ανθρώπους που θα μπορούσαν να προωθήσουν την καριέρα της».

Λίγο μετά τον γάμο της το 2011 πήρε τον ρόλο της Ρέιτσελ Ζέιν στην τηλεοπτική σειρά “Suits”, μέσω της οποίας έγινε διάσημη. Τα γυρίσματα της σειράς γίνονται στο Τορόντο, γεγονός που ανάγκασε τη Μέγκαν και τον Τρέβορ να ζουν χωριστά.

Σύμφωνα με τον Μόρτον, όταν ο γάμος τους κατέρρευσε το 2013 «όλοι στο περιβάλλον τους εξεπλάγησαν πραγματικά». Ένας φίλος διαβεβαίωσε τον συγγραφέα ότι την απόφαση για τον χωρισμό την πήρε η Μέγκαν, ενώ ένας άλλος του είπε ότι ταχυδρόμησε στον πρώην σύζυγό της τη βέρα της.

Η Νινάκι Πρίντι, που ήταν φίλη της Μέγκαν επί τριάντα χρόνια, πήρε το μέρος του πρώην συζύγου της και την χαρακτήρισε ψυχρή και υπολογίστρια.

Το βιβλίο αναφέρεται και στις ρίζες της Μέγκαν, η οποία κατάγεται από την πλευρά της μητέρας της από σκλάβους που εργάζονταν σε φυτεία βαμβακιού στη Τζόρτζια και από την πλευρά του πατέρα της από τον βασιλιά Ρόμπερτ Α’ της Σκοτίας, που κυβέρνησε από το 1306 ως το 1329.

Η πρόγονός της Μέρι Μπερντ εμφανίζεται στα αρχεία του κάστρου των Γουίντσορ το 1856, όπου είναι πιθανό να εργαζόταν ως υπηρέτρια. Περίπου 162 χρόνια αργότερα μια απόγονός της παντρεύτηκε έναν πρίγκιπα.

Ο Μόρτον εκτιμά ότι η Μέγκαν έχει να προσφέρει πολλά στη βρετανική βασιλική οικογένεια. Έξυπνη, όμορφη και ταλαντούχα «θα συμπληρώσει τον σύζυγό της και τον θεσμό με τον οποίο ενώνεται, φέροντας φρεσκάδα, διαφορετικότητα και ζεστασιά στους ψυχρούς διαδρόμους του ανακτόρου του Μπάκιγχαμ».