Μια διαδρομή γεμάτη προκλήσεις από τις Σέρρες ως την Αγγλία

Μια διαδρομή γεμάτη προκλήσεις από τις Σέρρες ως την Αγγλία

Το μικρό οικογενειακό γαλακτοπωλείο της οικογένειας Τσινάβου μετατράπηκε σε μια οργανωμένη γαλακτοβιομηχανία, και η Κρι Κρι δεν σταματάει να αναπτύσσεται.

Η «καινοτομία» και η «εξωστρέφεια» αποτελούν ίσως τους πιο χρησιμοποιούμενους όρους στο λεξιλόγιο της σύγχρονης ελληνικής επιχειρηματικότητας, που πασχίζει να μπει σε μια νέα, υγιή αναπτυξιακή πορεία. Το περιεχόμενο που κάθε επιχείρηση δίνει σ’ αυτούς και η ενσωμάτωσή τους στη στρατηγική της είναι, ωστόσο, μια υπόθεση που κρίνεται από το αποτέλεσμα. Σ’ αυτό ακριβώς το πεδίο αποδεικνύει ότι τα καταφέρνει εδώ και χρόνια η γαλακτοβιομηχανία Κρι Κρι, η οποία από την περιφέρεια της… περιφέρειας της Ευρώπης έχει κατορθώσει ─σε συνθήκες ακραίας κρίσης─ να κερδίσει μερίδια στην Ελλάδα, καθώς και να επεκταθεί σε απαιτητικές δυτικοευρωπαϊκές αγορές.

Η έδρα της είναι στις Σέρρες ─γεγονός που αποτελεί στρατηγικό πλεονέκτημα για την παραγωγή της─, αλλά διαθέτει ισχυρή βάση και στην Αθήνα, όπου συναντήσαμε τον επικεφαλής και βασικό μέτοχό της, τον Παναγιώτη Τσινάβο. Πριν από την ανάδειξή της στις πλέον αξιοθαύμαστες ελληνικές επιχειρήσεις, στο πλαίσιο της έρευνας που καταρτίζει το Fortune σε συνεργασία με την KPMG, η Κρι Κρι είχε ήδη διαγράψει μακρά πορεία: Από το μικρό οικογενειακό γαλακτοπωλείο της οικογένειας Τσινάβου μετατράπηκε σε μια οργανωμένη γαλακτοβιομηχανία, εισηγμένη στο ελληνικό χρηματιστήριο, η οποία κοίταξε στα μάτια τόσο τους εγχώριους ανταγωνιστές της όσο και τις προκλήσεις των διεθνών αγορών.

Eπικεντρωμένη στα προϊόντα γιαουρτιού και παγωτού, κατάφερε να αναρριχηθεί στη δεύτερη θέση στην Ελλάδα, με μερίδιο 15,2% σε όγκο όσον αφορά το γιαούρτι και 15,5% όσον αφορά το παγωτό. Επίσης, ενίσχυσε τη θέση της στις προϊοντικές κατηγορίες, οι οποίες παρουσιάζουν ιδιαίτερη δυναμική, όπως είναι αυτές των λειτουργικών και των παιδικών γιαουρτιών. Το α’ εξάμηνο του 2018, ο τζίρος της αυξήθηκε κατά 23,8%, ήτοι 51 εκατ. ευρώ, τα κέρδη προ φόρων ανήλθαν σε 10,17 εκατ. ευρώ, έναντι 6,81 εκατ. ευρώ το α’ εξάμηνο του 2017, και τα καθαρά κέρδη έπειτα από φόρους στα 7,36 εκατ. ευρώ, από 4,90 εκατ. ευρώ.

Η διαδρομή προς αυτά τα αποτελέσματα στηρίχθηκε στην καινοτομία, στην εξωστρέφεια και στις επενδύσεις. «Σε μια πτωτική αγορά και εν μέσω κρίσης, οι εταιρείες πρέπει να χαρακτηρίζονται από ευελιξία. Να μπορούν να αναγνωρίζουν τις αλλαγές του περιβάλλοντος και να προσαρμόζονται. Η ταχύτητα προσαρμογής προσδιορίζει και τον βαθμό επιβίωσης και ανάπτυξης» αναφέρει ο Παναγιώτης Τσινάβος.

Στο διάστημα από το 2011 έως και την τρέχουσα χρήση η εταιρεία έχει επενδύσει 60 εκατ. ευρώ, εξελίσσοντας διαρκώς τα προϊόντα της: Προχώρησε στον σχεδιασμό και στην ανάπτυξη ενός μοναδικού και καινοτόμου γιαουρτιού και παγωτού για την ελληνική αγορά, του Super Spoon, που περιέχει high protein και super fruits, το οποίο διακρίθηκε ως ένα από τα κορυφαία καινοτόμα προϊόντα παγκοσμίως στη Διεθνή Έκθεση Τροφίμων και Ποτών Sial Innovation 2016. Ανάλογη διάκριση έλαβε το παγωτό Super Spoon, στη Διεθνή Έκθεση Anuga 2017. Παράλληλα ενίσχυσε τη θέση της στην κατηγορία του στραγγιστού γιαουρτιού, επαναλανσάροντας το «Στραγγιστό & Αγαπημένο», αλλά και στα παιδικά γιαούρτια με νέα σήματα. Στην κατηγορία του παγωτού, η Κρι Κρι λάνσαρε «Τα γλυκά της μαμάς», ενώ συνεχίζει τη στρατηγική συνεργασία με τη σοκολατοποιία ΙΟΝ. Μάλιστα, προσφάτως κατέκτησε ηγετικό μερίδιο στην κατηγορία «παγωτοσοκολάτες» με το brand Derby.

H Κρι Κρι είχε την πρόνοια να επικεντρωθεί στην παραγωγή ενός ποιοτικού προϊόντος με μεγάλη ανάπτυξη στις αγορές του εξωτερικού όπως το γιαούρτι. Σύμφωνα με τον Παναγιώτη Τσινάβο, «η ελληνικότητα παραμένει το συγκριτικό μας πλεονέκτημα, μια που τα γιαούρτια μας παράγονται στις Σέρρες μόνο από 100% ελληνικό φρέσκο γάλα». Στην ευρύτερη περιοχή των Σερρών παράγεται το 50% της εγχώριας παραγωγής γάλακτος, και η Κρι Κρι μέσα σε 24 ώρες συλλέγει, επεξεργάζεται και μετατρέπει το γάλα σε γιαούρτι, διατηρώντας όλη τη φρεσκάδα του.

Με όπλα το αυθεντικό προϊόν και την εντοπιότητα, η εταιρεία προσπερνά τον ανταγωνισμό που παράγει «ελληνικού τύπου γιαούρτης» σε μονάδες του εξωτερικού με ξένο γάλα και μετατρέπει σε πλεονέκτημα το γεγονός του ότι εδράζεται σε μια περιοχή η οποία απέχει από τις βασικές διεθνείς αγορές. Ο επικεφαλής της επιμένει πως στρατηγική δέσμευσή της Κρι Κρι είναι να συνεχίσει να παράγει αποκλειστικά στις εγκαταστάσεις της στην Ελλάδα, στηρίζοντας την εθνική οικονομία, τον Έλληνα γαλακτοπαραγωγό, αλλά και την ιδιοσυστασία του προϊόντος της. Έτσι δημιούργησε το πρωτοποριακό για τα ελληνικά δεδομένα πρόγραμμα «Παιδεία γάλακτος», το οποίο αποτελεί μια τριμερή συνεργασία της εταιρείας με το Τμήμα Κτηνιατρικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τους συνεργαζόμενους γαλακτοπαραγωγούς. Στόχος του προγράμματος είναι η μείωση του κόστους παραγωγής, η βελτίωση της ποιότητας του αγελαδινού γάλακτος και η βελτίωση της υγείας και της ευζωίας των γαλακτοπαραγωγών αγελάδων, για να γίνουν οι μονάδες κερδοφόρες και βιώσιμες, ώστε να μπορούν να αντέξουν στον έντονο ανταγωνισμό από το φθηνότερο εισαγόμενο γάλα.

Όμως, δεδομένης της διεθνούς επέκτασης, ο Παναγιώτης Τσινάβος αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο δημιουργίας παραγωγικής μονάδας γιαουρτιού στην Αγγλία. «Η συγκεκριμένη αγορά είναι πολύ σημαντική για εμάς και, σε περίπτωση που οι συνθήκες εισαγωγής γιαουρτιού στην Αγγλία λόγω Brexit καταστούν απαγορευτικές, θα πρέπει να τοποθετηθούμε με νέο σχέδιο» εξηγεί στο Fortune.

Το μέγεθος της αγοράς αυθεντικού ελληνικού γιαουρτιού σε αξία στην Ευρώπη ξεπερνά το ένα δισ. ευρώ, και η Κρι Κρι διεκδικεί μέρος αυτή της πίτας: Εξάγει σε πάνω από 24 χώρες, με πιο σημαντικές την Αγγλία, την Ιταλία και τη Γερμανία, την Ολλανδία και το Βέλγιο. Σήμερα, οι εξαγωγές συμμετέχουν στις συνολικές πωλήσεις με ποσοστό άνω του 30%, ενώ η μέση ετήσια αύξηση των εξαγωγών της τα τελευταία οκτώ χρόνια ήταν 24%. Σημαντικός παράγοντας για την εξαγωγική επιτυχία αποτελεί η συνεργασία με μεγάλες ευρωπαϊκές αλυσίδες super market, όπου αρχικώς η εταιρεία τοποθετήθηκε με προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας για αλυσίδες όπως οι Waitrose, Sainsbury’s, Tesco, Marks & Spencer, COOP, ALDI στην Αγγλία, Kaufland, Rewe στη Γερμανία, Colruyt, Carrefour στο Βέλγιο, Albert Heijn στην Ολλανδία, Esselunga, Carrefour, MD στην Ιταλία.

Σύμφωνα με τον Παναγιώτη Τσινάβο, τα προϊόντα της ιδιωτικής ετικέτας είναι μια πραγματικότητα σε όλη την Ευρώπη. Σε ορισμένες χώρες, μάλιστα, ξεπερνούν το 50%. Η εταιρεία αξιοποίησε αυτή την ευκαιρία, με αποτέλεσμα σήμερα τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας που παράγει και προμηθεύει να ξεπερνούν το 30% των συνολικών πωλήσεών της.

Tην περίοδο 2011-2016 η αξία των επενδύσεων ξεπέρασε τα 46 εκατ. ευρώ, ενώ για τη διετία 2017-2018 η εταιρεία υλοποιεί νέο επενδυτικό πρόγραμμα ύψους 17 εκατ. ευρώ. «Οι επενδύσεις μας πάντα στόχο έχουν τη βελτίωση της ποιότητας, την παραγωγή νέων προϊόντων και τη μείωση του κόστους, ώστε να είμαστε ανταγωνιστικότεροι στην εγχώρια και διεθνή αγορά» συμπληρώνει ο Παναγιώτης Τσινάβος. Η Κρι Κρι πλέον διαθέτει δύο υπερσύγχρονες μονάδες παραγωγής παγωτού και γιαούρτης, καλύπτοντας τα διεθνή πρότυπα υγιεινής και ασφάλειας. Διαθέτει ένα οργανωμένο Τμήμα R&D, το οποίο σε συνεργασία με το τμήμα marketing ανιχνεύει τις τάσεις και δημιουργεί προϊόντα. Από τη μεριά της, η Κρι Κρι έχει θέσει ως στόχο κάθε χρόνο το 10% του τζίρου της να προέρχεται από νέα προϊόντα στις βασικές κατηγορίες όπου δραστηριοποιείται. Τα τελευταία χρόνια δε, παρά την οικονομική κρίση, επενδύει συνεχώς σε ανθρώπινο δυναμικό, ενώ ο αριθμός του προσωπικού αυξάνεται χωρίς μειώσεις στους μισθούς. Σήμερα η Κρι Κρι απασχολεί πάνω από 400 εργαζομένους. Οι πτυχιούχοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αποτελούν το 24%, ενώ οι κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων το 12%.

Για τον Παναγιώτη Τσινάβο, η εξέλιξη της οικογενειακής επιχείρησης είναι γεμάτη προκλήσεις και ευκαιρίες. «Δεν θέλω να μετανιώνω ποτέ για πράγματα που έχω κάνει. Υποστηρίζω τις επιλογές μου μέχρι τέλους. Προσπαθώ πάντα να μαθαίνω από τα λάθη μου. Φυσικά, δεν γνωρίζω το αποτέλεσμα γι’ αυτά που δεν έκανα» αναφέρει. Κατά τον ίδιο, η πιθανότητα συνεργασιών με στόχο τη δημιουργία συνεργειών είναι ανοιχτή, αλλά ποντάρει στην τεχνογνωσία, την υγιή χρηματοοικονομική θέση της εταιρείας και τη στρατηγική της εξωστρέφειας, για να χτίσει το πλάνο ανάπτυξης για τα επόμενα χρόνια σε Ελλάδα και εξωτερικό.