Αφροδίτη Παναγιωτάκου: Κάνουµε το χρέος µας ως εκπρόσωποι ενός ισχυρού κοινωφελούς ιδρύµατος µε ιστορία

Αφροδίτη Παναγιωτάκου: Κάνουµε το χρέος µας ως εκπρόσωποι ενός ισχυρού κοινωφελούς ιδρύµατος µε ιστορία
Η Αφροδίτη Παναγιωτάκου, διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση, έχει άποψη, αίσθημα ευθύνης και επιβάλλει τις αξίες της και την αισθητική της μέσα από δράσεις που αφήνουν ισχυρό κοινωνικό και πολιτικό αποτύπωμα.

Ήρθε στο CEO Initiative και έκανε τη αισθητή την παρουσία της σε ένα ανδροκρατούμενο panel. Διόλου τυχαία. Η Αφροδίτη Παναγιωτάκου, διευθύντρια Πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση, έχει άποψη, αίσθημα ευθύνης και επιβάλλει τις αξίες της και την αισθητική της μέσα από δράσεις που αφήνουν ισχυρό κοινωνικό και πολιτικό αποτύπωμα. Την τελευταία δεκαετία επιδιώκει σταθερά τον διάλογο της τέχνης με όλα τα μεγάλα θέματα που μας αφορούν: τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη δημοκρατία, την ισονομία, την παιδεία, την κλιματική αλλαγή. Με διαρκή καινοτομία, ρίσκο και διεθνή ορίζοντα. Συναντηθήκαμε στην ΣΤΕΓΗ και στη συζήτηση που ακολουθεί, μιλήσαμε για τη φιλοσοφία και τον διεθνή χαρακτήρα του Ιδρύματος Ωνάση, για τις συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, για το παρόν και το μέλλον της Ελλάδας και όχι μόνο, ενώ  εξηγεί γιατί το ανθρώπινο κεφάλαιο είναι η δύναμη του Ιδρύματος.

Μικρή τι ήθελες να γίνεις όταν θα µεγαλώσεις;

Ήθελα να γίνω διερµηνέας. Μου άρεσε τροµερά η ιδέα να είµαι παρούσα σε συζητήσεις προσώπων που επηρεάζουν σχέσεις κρατών και να έχω πρόσβαση σε διαπραγµατεύσεις που γίνονται κοµµάτι της ιστορίας. Μετά, ήθελα να κάνω σκηνοθεσία όπερας και στη συνέχεια να µπω στο διπλωµατικό σώµα. Εν ολίγοις, να είµαι παρούσα στην καρδιά των γεγονότων, δίχως να είµαι ορατή.

Τι σε οδήγησε τελικά στο Τµήµα Μουσικολογίας του Πανεπιστηµίου Αθηνών, στην Αισθητική της Όπερας στον Κινηµατογράφο και στις Παραστατικές Τέχνες;

Η µανία µου µε τις τέχνες και η επίγνωση ότι δεν ήθελα να είµαι καλλιτέχνις. Στην εξίσωση, βέβαια, υπάρχουν δύο γονείς που πιστεύουν στην παιδεία και στο πάθος ως κινητήριο δύναµη επαγγελµατικής πορείας. Έτσι, έκανα επιλογές σπουδών που δεν έχαιραν κατανόησης ή κοινωνικού θαυµασµού, αλλά για µένα ήταν το όχηµα µιας επαγγελµατικής ζωής που µου αρέσει πραγµατικά. Η πολιτική µου ευθύνη ήταν, πάντως, κάτι που µε απασχολούσε πάντα. Και έτσι προσεγγίζω και το θέµα του πολιτισµού. Πώς, δηλαδή, µπορεί να συνοµιλεί η τέχνη κι ο πολιτισµός µε την πραγµατικότητα και πώς συνηγορεί στο να αντιλαµβανόµαστε το µέσα µας και το γύρω µας. Και µετά πέρασα στο πιο πρακτικό κοµµάτι, του management, και ασχολήθηκα κυρίως µε το fundraising, γιατί είχα επίγνωση ότι για να µπορέσει ο καλλιτέχνης να κάνει την έµπνευσή του έργο κι εµείς να είµαστε εκεί να το απολαύσουµε, χρειάζονται χρήµατα.

Ποια ήταν η πρώτη σου δουλειά;

Η πρώτη µου δουλειά ήταν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, όπου έκανα αυτό που λέµε «τα πάντα».

Τι εννοείς «τα πάντα»;

Ταξιθεσία, αντιγραφή παρτιτούρας –όχι για µεγάλο διάστηµα– αλλά ήθελα µε κάποιον τρόπο να αντιλαµβάνοµαι πώς παράγεται η τέχνη. Πολύ χαµαλίκι, ευτυχώς. Η προσγείωση σε θέσεις εξουσίας µε την τεχνική του αλεξιπτωτιστή δεν µε αφορούσε ποτέ. Για να είµαι ειλικρινής, δεν ονειρευόµουν ποτέ να δουλέψω σε έναν πολιτιστικό οργανισµό ή σε µουσείο. Προτιµώ την ένταση και την αδρεναλίνη, την ευελιξία και την ταχύτητα στις αποφάσεις. Και µια σχέση µε τον πολιτισµό που δεν βασίζεται στην παρουσίαση του παρελθόντος, όσο ζωντανό κι αν είναι αυτό, αλλά στη µαχητική σχέση µε το τώρα. Το βέβαιο είναι ότι πάντα ήθελα να βρίσκοµαι σε περιβάλλοντα όπου λειτουργούν καταλυτικά οι ανθρώπινες σχέσεις. Γι’ αυτό νιώθω ευτυχής που εργάζοµαι στο Ίδρυµα Ωνάση. Γιατί λειτουργεί και ζει µε τον πλέον αντι-ιδρυµατικό τρόπο.

Το 2020 η Στέγη συµπληρώνει δέκα χρόνια. Πόσο άλλαξε και πόσο άλλαξες κι εσύ µαζί της;

Η Στέγη άλλαξε όσο αλλάξαµε κι εµείς που την αποτελούµε. Γιατί η Στέγη είναι οι άνθρωποί της. Νοµίζω ότι έχει µια ενδιαφέρουσα πορεία γιατί γίνεται όλο και πιο νέα. Κι αυτό είναι σηµείο των καιρών, το ότι οι ηλικίες δεν ορίζονται ληξιαρχικά πλέον. Η Στέγη είναι τώρα σε µια καινούρια αρχή, είναι µία έµπειρη «επαναστάτρια». Το innovation και το disruption είναι η δουλειά µας. Κατ’ αρχάς, άλλαξε πολύ το περιβάλλον. Για να είσαι σύγχρονος, πρέπει να συνοµιλείς µε τον χρόνο σου και να λειτουργείς βάσει της στιγµής και της κατάστασης. Τροφοδοτούµαστε, επηρεαζόµαστε και επηρεάζουµε. Η Αθήνα δεν είναι αυτή που ήταν, ο κόσµος δεν είναι αυτός που ήταν. Άρα, ούτε η Στέγη µπορεί να είναι αυτό που ήταν, ούτε εµείς οι ίδιοι.

Λειτουργούµε σαν βατήρας για µια καλύτερη ζωή, δεν επιβαρύνουµε τον Έλληνα φορολογούµενο, παίρνουµε ρίσκα και αναλαµβάνουµε την ευθύνη για αυτά.

Ποια είναι η φιλοσοφία και ποιοι οι στόχοι του Ιδρύµατος Ωνάση;

Η δουλειά µας είναι να εγείρουµε συζητήσεις για τα µεγάλα θέµατα των καιρών µας, τα ανθρώπινα δικαιώµατα, τη δηµοκρατία, την ισονοµία, τα µεγάλα ζητήµατα, όπως είναι η κλιµατική κρίση. Τα οχήµατά µας για να µιλήσουµε γι’ αυτά τα ζητήµατα και να τα φωτίσουµε είναι ο πολιτισµός, η παιδεία και η υγεία, όχι ως τρία ασύνδετα πεδία, αλλά ως ένα µε αυτά τα χαρακτηριστικά και µε πολλαπλάσιες δυνατότητες. Στόχος µας είναι να προβάλλουµε την Ελλάδα στα καλύτερά της και να υποστηρίζουµε και τους αδύναµους και τους άριστους. Να λειτουργούµε σαν βατήρας για µια καλύτερη ζωή. ∆εν επιβαρύνουµε τον Έλληνα φορολογούµενο κι αυτό µας δίνει την ελευθερία να παίρνουµε ρίσκα και να αναλαµβάνουµε την ευθύνη για αυτά. ∆εν είµαστε ένα ουδέτερο ίδρυµα. Κυκλοφορούµε στην Αθήνα και τον κόσµο και εργαζόµαστε, ώστε να λειτουργούµε ως συγκολλητική ουσία ανάµεσα σε ανθρώπους και ιδέες. Παίρνουµε θέση για ό,τι θεωρούµε σηµαντικό. Κάνουµε το χρέος µας ως πολίτες και ως εκπρόσωποι ενός ισχυρού κοινωφελούς ιδρύµατος µε ιστορία, αλλά µε το βλέµµα στο παρόν και το µέλλον.

Ποια είναι η στρατηγική πίσω από τον διεθνή χαρακτήρα του Ιδρύµατος;

Τα πράγµατα είναι πιο ιδιοσυγκρασιακά απ’ ό,τι φαντάζεται κανείς. Είµαστε γόνος ενός ιδρυτή που είχε ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά: του ανθρώπου που δίχως φόβο, αλλά µε περιέργεια για τα πράγµατα, έζησε αληθινά. Ο µεγάλος Έλληνας Αριστοτέλης Ωνάσης δεν είχε ελληνικό διαβατήριο, αλλά ήταν ένας µεγάλος Έλληνας. Στην πραγµατικότητα, το γονίδιο του Ιδρύµατος είναι αυτό του Αριστοτέλη Ωνάση. Μιλάµε για έναν άντρα που είχε µια εξαιρετικά έντονη προσωπικότητα, που είχε πάθη, έκανε λάθη, του άρεσε να εκτίθεται, δεν φοβόταν να δείξει τη θλίψη του ή τους µεγάλους έρωτές του, που συνδέθηκε µε γυναίκες που δεν ήταν τρόπαια επειδή ήταν δίµετρες και είχαν τις σωστές αναλογίες, αλλά µε το εκτόπισµα της Μαρίας Κάλλας και της Jackie. Ήταν φοβερά ευφυής και, πάνω απ’ όλα, ήταν ο εαυτός του. Εµείς θέλουµε να είµαστε ο εαυτός µας µε την ιδιορρυθµία που είχε και ο ιδρυτής µας. Ο κόσµος άλλωστε είναι ταυτόχρονα µεγάλος και µικρός. Άρα, εκεί που πιστεύουµε ότι έχει νόηµα να λειτουργούµε ως συνδετικός κρίκος, το κάνουµε δίνοντας το «παρών» είτε οικονοµικά είτε µέσα από το ανθρώπινο κεφάλαιό µας, που είναι η ουσιαστικότερη δύναµή µας. Είµαστε παρόντες στη γειτονιά µας, που είναι τα Βαλκάνια και η Μέση Ανατολή. Αλλά και στην Αµερική, πέρα από τη γνωστή µας παρουσία στη Νέα Υόρκη, η οποία έχει εξελιχθεί σε κάτι αναπάντεχα ανατρεπτικό, βρισκόµαστε και στο Λος Άντζελες, µε ένα κέντρο διαλόγου, όπου συγκεντρώνονται τα ανήσυχα µυαλά του καιρού µας.

Είναι, κατά τη γνώμη σου, η τέχνη μοχλός ανάπτυξης για μια χώρα;

O πολιτισμός είναι μοχλός ανάπτυξης για μια χώρα.  Και η τέχνη, ένα βασικό του όχημα. Επιμένω, ωστόσο, στην ανάγκη αποταύτισης του πολιτισμού ως μοχλού ανάπτυξης από την τουριστική ανάπτυξη. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Και ας συναντώνται συχνά. Στην Ελλάδα  το παρακάναμε με την τουριστική προσέγγιση του πολιτισμού. Επιπλέον, υπάρχει μια εσφαλμένη εντύπωση πως οτιδήποτε έχει πάνω του μια καλώς ή κακώς εννοούμενη “ελληνικότητα”, είναι αυτό που εκφράζει την χώρα σε επίπεδο πολιτισμού. Οτιδήποτε αρχαϊκό, οτιδήποτε απομακρυσμένο από την έννοια της σύγχρονης Ελλάδας, συνδεόταν με τον τουρισμό και γινόταν ένας αμήχανος τρόπος προώθησης του «ελληνικού πολιτισμού» με μια αόριστη προσέγγιση. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Η ανάπτυξη ξεκινάει από τα πρόσωπα, το ανθρώπινο κεφάλαιο, και μετά γίνεται κεφάλαιο.

Άρα το Ίδρυμα Ωνάση επενδύει στα πρόσωπα;

Στο Ίδρυμα Ωνάση και στη Στέγη, με όλες μας τις δράσεις επενδύουμε στην έννοια της ανάπτυξης των καλλιτεχνών σε σχέση με την εξωστρέφεια, με την επαγγελματική και την προσωπική τους εξέλιξη, με τη διαμόρφωση δικτύων, με τη σύνδεση της δημιουργίας με την τεχνολογία και πάνω από όλα, με την νοοτροπία ότι υποστηρίζοντας την προσπάθεια προσώπων με ανήσυχα μυαλά και ανοιχτούς ορίζοντες, αλλάζουμε  – όσο περνάει από το χέρι μας – την κοινωνία στο σύνολό της.

Η Στέγη ξεκίνησε με ένα σύγχρονο, εξωστρεφή, τολμηρό ρόλο που η πολιτεία δεν μπορούσε να παίξει τότε. Σήμερα, οι ανάγκες είναι διαφορετικές. Προσπαθούμε να μιλάμε στη κοινωνία με όρους προόδου και συνεργασίας.

Doing well by doing good. Αυτό είναι το επίκεντρο των πρωτοβουλιών που χαρακτηρίζουν το  CEO Initiative του Fortune διεθνώς, και το Ίδρυμα Ωνάση το κάνει αυτό χρόνια, επενδύοντας κέρδη από τις επιχειρηματικές του  δραστηριότητες σε δράσεις για το κοινό καλό. Πώς το αντιλαμβάνονται αυτό οι κοινωνίες στις οποίες δραστηριοποιείστε;

Εμείς θέλουμε η παιδεία, η υγεία, ο πολιτισμός να παρέχονται από την πολιτεία, είναι ευρωπαϊκά κεκτημένα αυτά τα πράγματα και πρέπει να παλεύουμε για να είναι προσβάσιμα από όλους. Άρα το θέμα μας είναι η συνεργασία, η σύμπραξη, η συνομιλία με την πολιτεία. Αυτό μας φέρνει στο σήμερα.  Δεν θέλουμε να υποκαταστήσουμε την πολιτεία. Θέλουμε και προσπαθούμε να συμπράξουμε ώστε να πετύχουμε ένα μεγαλύτερο αποτύπωμα. Η Στέγη είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Είναι ένα παιδί της κρίσης. Ξεκινήσαμε πριν από 9 χρόνια και παίξαμε ένα σύγχρονο, εξωστρεφή, τολμηρό ρόλο που η πολιτεία δεν μπορούσε να παίξει τότε. Σήμερα, οι ανάγκες είναι διαφορετικές. Και μέσα σε αυτό το πλαίσιο, προσπαθούμε να μιλάμε στη κοινωνία με όρους προόδου και συνεργασίας. Νομίζω πως βρισκόμαστε σε μια εποχή στην οποία έχει ξεπεραστεί σε μεγάλο βαθμό η καχυποψία της κοινωνίας απέναντι στον ιδιώτη.  Ειδικά σε μια χώρα με μακρά παράδοση στην ευεργεσία, η κοινωνία δείχνει να αναγνωρίζει την πρόθεση, την αποτελεσματικότητα και τον χρόνο τον οποίο χρειαζόμαστε για να αλλάξουμε τα πράγματα.  Με συνεργασίες, κατανόηση της εποχής και πάντα με επίκεντρο τον άνθρωπο.

Δείτε τη συμμετοχή της Αφροδίτης Παναγιωτάκου στο πάνελ του CEO Initiative ΕΔΩ

Πρόσφατα, σε μια συνέντευξη που είχες δώσει είπες τη φράση «επενδύουμε στη διαδικασία». Ξέρω ότι επενδύετε στην έρευνα, ότι πειραματίζεστε. Όταν λες «επενδύουμε στη διαδικασία», εννοείς ότι σας ενδιαφέρει  «το ταξίδι ασχέτως αποτελέσματος»;

Καταρχάς, προφανώς το αποτέλεσμα μας ενδιαφέρει αλλά μπορεί το αποτέλεσμα να είναι η ίδια η διαδικασία, δηλαδή το ταξίδι που συζητάς είναι ήδη αποτέλεσμα. Για να μπορέσεις να δώσεις το περιθώριο σ’ έναν ιδιαίτερα σκεπτόμενο και δημιουργικό άνθρωπο να δημιουργήσει, πρέπει να τον απελευθερώσεις από τον καταναγκασμό του να παράξει προϊόν. Εγώ θέλω έναν άνθρωπο που μπορεί να πειραματίζεται στο κομμάτι της επιστήμης, της τέχνης, της διανόησης, της σκέψης, να ξεκινήσει ένα ταξίδι που έχει πολλά ρίσκα, να θέλει να φτάσει κάπου, αλλά αυτό το κάπου να έχει το περιθώριο να είναι αυτό που δεν γνωρίζει ακόμα. Άρα, εγώ του δίνω το περιθώριο καταρχήν να κάνει λάθος.

Που σημαίνει ότι δεν φοβάστε το ρίσκο.

Μα εμείς έχουμε όχι απλώς την ελευθερία αλλά και την υποχρέωση του ρίσκου. Γιατί έχουμε την πολυτέλεια να διαχειριζόμαστε ιδιωτικά χρήματα, να μην επιβαρύνουμε τον Έλληνα φορολογούμενο, και πάνω απ’ όλα είναι αυτή η κουλτούρα του Ιδρύματος. Εμείς τι λέμε; Θέλουμε ο καθένας από εμάς να είναι ο καλύτερος που μπορεί να γίνει, όχι με την έννοια της επίδοσης αναγκαστικά, αλλά αυτός που θα φοβάται λιγότερο, αυτός που θα διεκδικεί να είναι ο εαυτός του, λαμβάνοντας υπόψη ότι ανήκει σ’ έναν κόσμο με άλλους ανθρώπους που επίσης διεκδικούν να είναι ο εαυτός τους. Για εμάς το personal development δεν διαφέρει από το professional development – είναι ένα και το αυτό. Το ταξίδι που περιγράφεις είναι εσωτερικό, δεν είναι ταξίδι που ορίζεται βάσει πτυχίων, για παράδειγμα. Άρα, εμείς τι λέμε; Ότι θέλουμε να αναπτύξεις την παιδεία σου, να ανοίξεις τα μάτια σου, να καλλιεργήσεις την περιέργειά σου, να βουτήξεις κι εκεί που δεν ξέρεις πώς θα ’ναι το έδαφος όπου θα προσγειωθείς, και το ίδιο κάνουμε κι εμείς.

 Με την άνεση του κοινωφελούς οργανισμού όπως τον περιέγραψες.

 Ακριβώς. Είμαστε ένας κοινωφελής οργανισμός και μας ενδιαφέρουν οι ισότιμες σχέσεις. Άρα, εγώ θα θεωρήσω τον εαυτό μου πετυχημένο όταν ο άλλος δεν θα με χρειάζεται πια. Κατά συνέπεια, μας ενδιαφέρει καταρχάς η γειτονιά μας. Στα Βαλκάνια είμαστε πάνω από 20 χρόνια ως ίδρυμα. Στην Τουρκία και στην Κωνσταντινούπολη 25. Στη Χάιφα 18. Η Μέση Ανατολή είναι ένας τόπος που μας ενδιαφέρει. Δεν είναι τυχαίες οι παλαιές συγγένειες. Η Βυρηττός είναι για μας μία πόλη που έχει χαρακτηριστικά που ταιριάζουν με τον καιρό και τον τόπο μας. Υπάρχει προφανώς η γεωγραφική θέση και η ιστορική διαδρομή που φέρνει διάφορες αντιθέσεις και γίνεται ένας συγκερασμός ασυγκέραστων μεταξύ ευρωπαϊκής κουλτούρας που έχουν και στον Λίβανο λόγω των αποικιών, μία Μεσόγειος που μας συνδέει ασυζητητί, κοινά προβλήματα σε διαφορετικά επίπεδα και μία δύναμη που σχετίζεται με την επιθυμία για σύγχρονες εγγραφές, μία μανία να διεκδικήσουμε το «παρών»  μιας χώρας που φημίζεται για το παρελθόν της, όταν όλοι οι υπόλοιποι μιλούν για το μέλλον. Θεωρούμε ότι πραγματικά the future of the present is the present. Και στην περίπτωση της Βυρηττού θεωρούσαμε ότι πραγματικά υπήρχε ένα μεγάλο περιθώριο σύμπραξης και δράσης.

Πώς ορίζεις, αλήθεια, τη «γειτονιά σας»;

Γειτονιά για μας είναι το περιβόητο SEMMENA δηλαδή Southeastern Mediterranean, Middle East & North Africa, η Βυρηττός είναι μια στάση σ’ αυτό τον χάρτη, δουλεύουμε εξίσου πολύ στη Βόρειο Αφρική. Είναι αυτό το κομμάτι της Μεσογείου που είναι η γέφυρα για την Ευρώπη, έχουν βαθιά ευρωπαϊκή κουλτούρα και από εκεί και πέρα, στο κομμάτι της Αμερικής και στη Νέα Υόρκη προφανώς είμαστε πολύ δυνατά. Στο Λος Άντζελες, υπάρχει πλέον το Onassis Los Angeles με τον Paul Holdengräber, απλώνουμε τα χέρια μας προς τη Λατινική Αμερική που ξανά είναι φυσικός μας τόπος, ο νότος έτσι όπως μπορεί να προσδιοριστεί, η Αργεντινή, η Χιλή, η Βραζιλία, άρα λοιπόν η γειτονιά μας είναι ο κόσμος.

Ο κόσμος, αλλά σαφώς προσδιορισμένος.

Θέλεις να κινείς τη βελόνα. Το να ρίξουμε δύο εκατομμύρια στο Λονδίνο για να μου πεις «μπράβο σε είδα στην Tate ως Ίδρυμα Ωνάση» θεωρώ ότι είναι αντίθετο στην αποστολή μας. Δεν προσθέτει τίποτα στην κοινωνία. Αυτό μπορεί να το κάνει ένας ιδιώτης. Είμαστε ένα κοινωφελές ίδρυμα που δεν επιθυμούμε να είμαστε στους μεγάλους δωρητές ενός μουσείου που δεν μας έχει ανάγκη στο κέντρο του Λονδίνου. Μας ενδιαφέρει να είμαστε εκείνοι που μπορούν να συμπράξουν με εκείνους που επίσης μπορούν να έρθουν και να συνυπάρξουν μαζί μας για να μοιραστούμε κοινές ιδέες, κοινές κουλτούρες και να πάμε τα πράγματα λίγο παρακάτω.

Το Ίδρυμα είναι χρόνια υπέρ των συμπράξεων όταν για πρώτη φορά ανοίγει στην Ελλάδα ο διάλογος για συνέργειες και συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Πώς είναι η εμπειρία σας από τη σύμπραξή σας με το δημόσιο;

 Από τη μια έχουμε απολαύσει ως Ευρώπη, και κυρίως ως ηπειρωτική Ευρώπη, για πολλά χρόνια το προνόμιο του να μας παρέχει η πολιτεία τα αγαθά του πολιτισμού, της παιδείας, της υγείας. Κατά συνέπεια ας μην παραπονιόμαστε κιόλας γιατί αλλού που η ιδιωτική πρωτοβουλία είναι πάρα πολύ ισχυρή, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, ας έχουμε στο μυαλό μας ότι αυτό συνεπάγεται την απουσία της πολιτείας σε πάρα πολλές περιπτώσεις. Κακά τα ψέματα, συζητάμε το Obamacare που ήταν μια τομή για το σύστημα υγείας της Αμερικής, ενώ το ότι στην Ελλάδα υπάρχει ένα Εθνικό Σύστημα Υγείας θεωρείται αυτονόητο. Σίγουρα θέλεις να πιστεύεις ότι πάντοτε η πολιτεία θα δίνει σε όλους τους πολίτες τα αγαθά αυτά. Και το θέλουμε κι εμείς. Με τη διαφορά ότι υποκατάσταση της πολιτείας δεν θέλουμε να κάνουμε. Αλλά αυτή τη στιγμή δεν συζητάμε για το αν θέλουμε ή δεν θέλουμε. Είναι μονόδρομος. Μακάρι να μην ήταν, αλλά είναι. Ότι υπάρχει μια καχυποψία για τον ιδιώτη που μπαίνει στα δημόσια αγαθά υπάρχει. Πρέπει να είσαι ο Συγγρός, να πεθάνεις, να περάσουν 300 χρόνια, και μετά να σε πουν ευεργέτη.

Το δημόσιο είναι ιδιοκτησία όλων μας. Έχω ευθύνη για τον δημόσιο χώρο, όχι επειδή είμαι ιδιώτης, αλλά επειδή είμαι πολίτης. Όταν το συνειδητοποιήσουμε αυτό, η ευθύνη θα διέπει τον καθένα από εμάς ξεχωριστά.

Μετά από δέκα χρόνια κρίσης, δεν έχεις την αίσθηση ότι αυτή η καχυποψία έχει υποχωρήσει;

Θεωρώ ότι η καχυποψία σε σχέση με τον ιδιωτικό τομέα και την αναγκαιότητα της σύμπραξης με το δημόσιο έχει περιοριστεί πολύ. Μπορεί να υποχώρησε αναγκαστικά γιατί απλούστατα υπήρχε αδυναμία εκ μέρους της πολιτείας να το πράξει, ειδικά στα χρόνια της μεγάλης κρίσης, κι από εκεί και πέρα υπάρχει η ανάγκη να συνειδητοποιεί ο ιδιωτικός φορέας ότι δεν αρκεί να έχεις χρήματα για να έχεις το δικαίωμα να επιβάλλεις την παρουσία σου στον δημόσιο βίο. Όταν εμείς με το Ίδρυμα Ωνάση θέλουμε να λειτουργήσουμε στον δημόσιο χώρο, οφείλουμε να λειτουργήσουμε σε συνδυασμό με τα θέλω και την πολιτική του δήμου, των υπουργείων, της κυβέρνησης. Αλλά εδώ υπάρχει και μια βασική λεπτομέρεια: ότι καμιά φορά στην Ελλάδα μπερδεύουμε το ιδιωτικό με το κρατικό και το δημόσιο. Το κρατικό, το δημόσιο, δεν είναι ιδιοκτησία του κράτους. Το δημόσιο είναι κοινή ιδιοκτησία όλων μας. Άρα, έχω και ευθύνη για τον δημόσιο χώρο, όχι επειδή είμαι ιδιώτης, αλλά επειδή είμαι πολίτης. Όταν το συνειδητοποιήσουμε αυτό, η ευθύνη θα διέπει τον καθένα από μας ξεχωριστά. Και θα σέβεται τον δημόσιο χώρο. Αυτή είναι η δουλειά μας. Όταν εγώ θέλω, για παράδειγμα, να ενισχύσω το κομμάτι της δωρεάς οργάνων και να κάνω Εθνικό Μεταμοσχευτικό Κέντρο, φυσικά και οφείλω να συνεργαστώ με την πολιτεία. Πέρα απ’ το ότι θα παραδοθεί το έργο στο κράτος, οφείλω να συνεργαστώ με την πολιτεία για να καλλιεργήσω την κουλτούρα της δωρεάς οργάνων. Άρα, αυτή η σύμπραξη πλέον νομίζω ότι είναι κατανοητή, ο πολύς κόσμος εμπιστεύεται τον ιδιώτη περισσότερο από ποτέ, γιατί τον είδε να δίνει το «παρών» σε καιρούς πολύ δύσκολους, και από εκεί και πέρα όλα είναι θέμα παιδείας, αξιακού συστήματος και ήθους. Εμάς έτσι κι αλλιώς μας αρέσουν οι συμπράξεις, μας αρέσουν οι συνεργασίες γιατί μας αρέσουν οι σχέσεις.

Είσαι µητέρα, σύζυγος, εργαζόµενη. Πώς συνδυάζονται οι ρόλοι;

∆εν συνδυάζονται γιατί είναι ένα. Την εργασία µου την παίρνω πολύ προσωπικά. Και µετά διαµορφώνω ρουτίνες. ∆εν ξέρω να µαγειρεύω, αλλά θέλω να θυµούνται τα παιδιά µου µεγαλώνοντας το πρωινό µας ξύπνηµα, την ιστορία πριν κοιµηθούν, τις αναλύσεις καθισµένες στην άκρη της µπανιέρας. Υπάρχουν φορές που δυσκολεύοµαι. Ή που κουράζοµαι. Αλλά ξέρω ότι ανήκω στους τυχερούς. Μου αρέσει που οι κόρες µου αντιλαµβάνονται ότι είναι τρόπος αυτοπραγµάτωσης η δουλειά. Τους λέω «Ξέρετε κάτι; Μου αρέσει να δουλεύω. ∆εν δουλεύω µόνο για να µπορούµε να φάµε ή να έχουµε τα παιχνίδια µας και τα ρούχα µας. Και ελπίζω κι εσείς να κάνετε µια δουλειά που θα σας αρέσει». Και να µπορούσα να σταµατήσω δεν θα το έκανα. Γιατί είναι ο τρόπος να µαθαίνω, να συνδέοµαι µε τους ανθρώπους, να λειτουργεί το µυαλό µου, να έχω αδρεναλίνη, να ζω. Πολλαπλασιάζω τις ζωές µου µέσα από την εργασία. Η απόλαυση είναι τεράστιο κίνητρο. Αντλώ απόλαυση µέσα απ’ τη δουλειά, αντλώ απόλαυση από τα παιδιά µου, αντλώ απόλαυση από το ότι έχω έναν σύντροφο που αγαπώ.

Ποιες βασικές αξίες θέλεις να περάσεις στις κόρες σου;

Να µη φοβούνται, να νοιάζονται, να µην εφησυχάζουν, να ξέρουν να χαίρονται, να αγαπάνε και να αγαπιούνται – δυνατά όλα αυτά.

Τι ρόλο παίζει η αισθητική στη ζωή σου;

Παίζει, αλλά όχι µε την έννοια του καλού γούστου. Η αισθητική είναι η ηθική µας.  ∆εν µπορώ τα πράγµατα που καµώνονται κάτι. Η αισθητική ως ηθική µε ενδιαφέρει, η ευγένεια µε ενδιαφέρει πολύ. Η αλήθεια, µε την έννοια της αλήθειας, όχι της ειλικρίνειας, µε ενδιαφέρει πολύ. Η σύνδεση των ανθρώπων είναι κι αυτό θέµα αισθητικής. Το να σ’ αγγίξει ο άλλος ωραία, να σου µιλήσει ωραία, να σε κοιτάξει ωραία.

Και τι σε θυµώνει;

Η αδικία.

*φωτογραφίες Στέφανος Παπαδόπουλος