H εμφατική νίκη Ερντογάν πρώτο θέμα στα ξένα ΜΜΕ

H εμφατική νίκη Ερντογάν πρώτο θέμα στα ξένα ΜΜΕ

Τον συγκρίνουν με τον Κεμάλ Ατατούρκ και μιλούν για ιστορική επιτυχία, ασκώντας όμως παράλληλα κριτική για τον τρόπο διακυβέρνησης του. 

Η μεγάλη νίκη του Ταγίπ Ερντογάν, που εκλέχθηκε πρόεδρος της Τουρκίας για πρώτη φορά απευθείας από τον λαό, κυριαρχεί σε μεγάλα ΜΜΕ σε Γερμανία και Γαλλία.

Η συντηρητική εφημερίδα της Φρανκφούρτης Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ) αναφέρει σχετικά: «Ο Ερντογάν πρόσθεσε έναν ακόμη στους πολλούς εκλογικούς του θριάμβους και πέτυχε το στόχο της ζωής του: Μετακομίζει στο προεδρικό μέγαρο, στο οποίο είχε κυβερνήσει ως ιδρυτής της τουρκικής δημοκρατίας ο Ατατούρκ. (Ο Ερντογάν) εμπλέκεται σε ένα ριψοκίνδυνο παιχνίδι. Στο εκλεγμένο το 2011 κοινοβούλιο δεν είχε βρει την πλειοψηφία των 2/3 προκειμένου να τροποποιήσει το Σύνταγμα και να εισαγάγει μία Προεδρική Δημοκρατία κατά το αμερικανικό ή το γαλλικό πρότυπο. Είναι απίθανο να υπάρξει τέτοια πλειοψηφία στο επόμενο κοινοβούλιο. Επειδή όμως ο ισχυρός Ερντογάν, παραπέμποντας στην εκλογή του από το λαό, δεν πρόκειται να αρκεστεί στις αντιπροσωπευτικές αρμοδιότητες του προέδρου, επίκεινται κρίσιμες μάχες με το Συνταγματικό Δικαστήριο –επαπειλούνται εσωπολιτικές κρίσεις και νέα αστάθεια».

Η Süddeutsche Zeitung του Μονάχου μετριάζει το μέγεθος της επιτυχίας του νέου Τούρκου προέδρου. Όπως παρατηρεί: «Ο Ερντογάν έκανε πολλά κατά τα έντεκα χρόνια διακυβέρνησης ως πρωθυπουργός, έκανε πολλούς Τούρκους περήφανους για τη χώρα τους. Ωστόσο, με την επιδίωξή του να κατέχει την απόλυτη εξουσία και με το μένος του εναντίον κάθε πολιτικού αντιπάλου προκαλεί σε πολλούς και φόβο. Το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών ήταν λιγότερο εκθαμβωτικό από ό,τι θα περίμεναν ο Ερντογάν και οι έμπιστοί του. Αυτό θα πρέπει να βάλει σε σκέψεις τον ίδιο και το κόμμα του».

Για ιστορική επιτυχία κάνει λόγο το περιοδικό Spiegel στην ηλεκτρονική του έκδοση καθώς, όπως επισημαίνει, κανείς πριν από τον Ρ. Τ. Ερντογάν δεν έμεινε 11,5 χρόνια στην πρωθυπουργία της Τουρκίας, όπως και κανείς δεν εκλέχθηκε στη συνέχεια πρόεδρος. Όπως σχολιάζει το Spiegel: «Ο Ερντογάν κατέστησε σαφές με την πολιτική του ότι δεν εμμένει πλέον στον απόλυτο διαχωρισμό μεταξύ κράτους και θρησκείας. Ως πρόεδρος δεν είναι μόνο ο ανώτατος εκπρόσωπος του κράτους, αλλά και διάδοχος του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, του πρώτου προέδρου και ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας, ο οποίος εδραίωσε το λαϊκισμό με πλήρως δικτατορικά μέσα. Ο Ερντογάν θέλει να κόψει τους δεσμούς του με την ιδεολογία του (σ.σ.: Κεμάλ). Επιζητά μία ‘νέα Τουρκία’, μία θρησκευτική Τουρκία, οικονομικά ισχυρή, με εθνική συνείδηση και πλουραλιστική μόνο εφόσον δεν τον επικρίνουν οι πολίτες».

«Το μεγαλύτερό του χάρισμα είναι η ρητορεία. Αυτοί οι φλογεροί λόγοι, όπου ανακατεύονται οι λέξεις του δρόμου μ’εκείνες του τζαμιού. Πρώην μαθητής ενός «ιμάμ χατίπ» (θρησκευτική σχολή που προορίζεται να εκπαιδεύει ιμάμηδες), ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μιλάει όπως ο λαός του, αλλά κυρίως μιλάει καθαρά» αναφέρει η Liberation. Κατά κάποιο τρόπο, γράφει ο Μαρκ Σεμό στη Λιμπερασιόν, ο νεοεκλεγείς πρόεδρος παίρνει τη ρεβάνς από τον Κεμάλ, έναν άνθρωπο που τον απωθεί και ταυτόχρονα τον γοητεύει.

Εκείνος είχε ανατρέψει τον σουλτάνο, είχε καταργήσει το χαλιφάτο και είχε αλλάξει το αλφάβητο, επιβάλλοντας με τη βία τον δυτικό εκσυγχρονισμό. Αυτός θέλει να επαναφέρει την Τουρκία στο ισλαμικό αυλάκι. «Θέλουμε να διαμορφώσουμε μια θρήσκα και μοντέρνα νεολαία, που θα διεκδικεί τη θρησκεία της, τη γλώσσα της, τη σοφία της και την αγνότητά της», είχε πει πριν από δύο χρόνια σε μια από τις πλέον διάσημες ομιλίες του.

Την ίδια στιγμή, όμως, προσπαθεί να αντιγράψει πολλά από τα στοιχεία του Κεμάλ. «Αντί να ξεπεράσει τον κεμαλισμό, μένει στο ίδιο πλαίσιο κοινωνικού αυταρχισμού», επισημαίνει ο Μεντερές Τσινάρ, καθηγητής πολιτικών επιστημών στην Αγκυρα. «Αντιγράφει τις μεθόδους του Κεμάλ οδηγώντας προς την αντίθετη κατεύθυνση, και θεωρώντας ότι δικαιούται να το κάνει αφού έχει κερδίσει όλες τις εκλογές από το 2002».

Σύμφωνα με τον γνωστό αρθρογράφο Τζενγκίζ Τσαντάρ, «ο ντε Γκωλ, η Μάργκαρετ Θάτσερ και ο Τόνι Μπλερ αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την εξουσία ύστερα από δέκα χρόνια, αλλά εκείνος θέλει να παραμείνει μέχρι το 2023, για τα εκατό χρόνια της Δημοκρατίας. Ο Ερντογάν βλέπει τον εαυτό του ως ένα νέο σουλτάνο και θεωρεί ότι έχει αναλάβει μια διπλή αποστολή: να ξαναδώσει στο ισλάμ τη θέση του στην Τουρκία και να ξαναδώσει στην Τουρκία, κληρονόμο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, τη θέση της στον κόσμο».

Ο Ερντογάν είναι ένα σπάνιο πολιτικό ζώο. «Ο στόχος, με την άδεια του Θεού και τη στήριξη του λαού, είναι η εξουσία», έλεγε στην αρχή της καριέρας του αυτός ο πιστός ισλαμιστής, για τον οποίο «η δημοκρατία είναι μέσο, αλλά όχι σκοπός». Καθώς είναι ρεαλιστής, προσάρμοσε σταδιακά τον πολιτικό του λόγο και υποτάχθηκε στους συσχετισμούς δυνάμεων.

Άλλαξε όμως πραγματικά; «Η πολιτική τον ενδιαφέρει λιγότερο από την εξουσία», λέει ο Μεχμέτ Ντιλγκέρ, ένας μετριοπαθής δεξιός που εντάχθηκε από την αρχή στο AKP, αλλά αποχώρησε όταν διαφώνησε με τον πόλεμο στο Ιράκ, το 2003. «Καθώς είναι βέβαιος ότι επελέγη από τον Θεό για να διοικήσει τη χώρα, θεωρεί ότι βρίσκεται πάντα στον σωστό δρόμο και δεν προσπαθεί καν να πείσει γι’αυτό. Ο Ερντογάν δεν είχε ποτέ μια πραγματική εμπειρία δημοκρατίας, ούτε στα παιδικά του χρόνια ούτε στην πολιτική του ζωή».

Πηγές: Deutsche Welle, Liberation

Διαβάστε ακόμη: 

Κυρίαρχος ο Ερντογάν, παρά τα σκάνδαλα

Συγχαρητήρια από Πούτιν και Μέρκελ σε Ερντογάν