Πράσινο φως από το Euroworking Group – Τι εισηγήθηκαν οι θεσμοί για την Ελλάδα

Πράσινο φως από το Euroworking Group – Τι εισηγήθηκαν οι θεσμοί για την Ελλάδα

Θετική η υποδοχή της ελληνικής πρότασης, αλλά ίσως χρειαστούν νέα μέτρα, αναφέρει σε αποκλειστικό της ρεπορτάζ η εφημερίδα FAZ.

Την άμεση έγκριση του Euroworking Group έλαβε η ελληνική πρόταση μετά την εισήγηση των θεσμών, μέρος της οποίας αποκαλύπτει η γερμανική εφημερίδα FAZ και θα συζητηθεί σήμερα στις 4 το απόγευμα στο Eurogroup.

Όπως σημειώνει η εφημερίδα, «οι μεταρρυθμιστικές προτάσεις της Αθήνας έτυχαν καλής υποδοχής» από τους τρεις θεσμούς.

Σύμφωνα με όσα μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, Ευρωπαίος αξιωματούχος τόνισε ότι η ελληνική πρόταση αποτελεί «βάση διαπραγμάτευσης για ένα νέο πρόγραμμα βοήθειας. Ειδικότερα, οι θεσμοί έστειλαν στο Eurogroup δύο κείμενα. Πρώτον, την αξιολόγηση που αφορά στη σταθερότητα της ευρωζώνης, στη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και στις χρηματοοικονομικές ανάγκες της Ελλάδας, βάσει του Άρθρου 13 της Συνθήκης του EΜΣ και δεύτερον, την αξιολόγηση επί των ελληνικών προτάσεων.

Ευρωπαϊκές πηγές ανέφεραν ότι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των θεσμών, τα δάνεια που θα χρειαστεί η Ελλάδα την επόμενη τριετία από το νέο πρόγραμμα στήριξης του EΜΣ, θα κυμανθούν μεταξύ 78 και 84 δις. ευρώ.

Σε έγγραφο που παρουσιάζει η FAZ, επιβεβαιώνεται η θετική ανταπόκριση των θεσμών στην ελληνική πρόταση, ωστόσο τονίζεται ότι θέτουν όρους, όπως επιπλέον διευκρινίσεις και, κυρίως, περισσότερες μεταρρυθμίσεις.

«Ένα νέο πρόγραμμα δεν θα βασίζεται μόνο σε προαπαιτούμενες δράσεις που θα παρασχεθούν από την Αθήνα», σημειώνει η FAZ. «Θα πρέπει επίσης να περιέχει διαρθρωτικούς δείκτες, επόμενους στόχους και ποσοτικούς δείκτες για το μέλλον».

Η συγκρατημένα θετική αξιολόγηση των θεσμών, όπως αναφέρουν οι πληροφορίες της FAZ, ισχύει «μόνο υπό τον όρο να συμμορφωθεί η ελληνική κυβέρνηση με τους άλλους όρους που θα της τεθούν».

Οι θεσμοί καθιστούν σαφές ότι οι μεταρρυθμίσεις που προτείνονται από την Αθήνα, που θα πρέπει να φέρουν έσοδα ίσα με το 2,5% του ΑΕΠ ετησίως, «δεδομένης της επιδείνωσης των μακροοικονομικών και χρηματοοικονομικών συνθηκών» δεν επαρκούν για την επίτευξη των συμφωνημένων με τους πιστωτές. Δηλαδή την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 1% πρωτογενούς πλεονάσματος για φέτος και 2%, 3% και 3,5% τα επόμενα χρόνια, χωρίς επιβολή τόκων και αποπληρωμή δανείων. Για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι θα πρέπει να ληφθούν πρόσθετα μέτρα ή οι στόχοι να συγκριθούν με τις χρηματοδοτικές ανάγκες, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των θεσμών.

Οι θεσμοί λαμβάνουν υπόψη τους το γεγονός ότι η Αθήνα έχει προσεγγίσει τους στόχους τους ως το τέλος Ιουνίου σε αποφασιστικούς τομείς ενώ αναφορικά με τις ιδιωτικοποιήσεις αναφέρουν ότι «η διαδικασία δεν έχει κάποιες διαφοροποιήσεις με πριν».

Σε ό,τι αφορά τη μεταρρύθμιση του ΦΠΑ οι θεσμοί ζητούν από την Ελλάδα να παρουσιάσει ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για τη σχεδιαζόμενη κατάργηση της έκπτωσης του ΦΠΑ στα περισσότερα νησιά, ώστε να μπορέσει να υπολογιστεί ο οικονομικός αντίκτυπος.

Σχετικά με το συνταξιοδοτικό και το ασφαλιστικό, οι θεσμοί βλέπουν «σημαντικούς κινδύνους» έπειτα από την πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ που είχε κρίνει αντισυνταγματικές τις περικοπές που είχαν γίνει στις συντάξεις. Επίσης τονίζουν ότι «η Αθήνα πρέπει να βρεθεί αντιμέτωπη με καθαρές πολιτικές και να ξεκαθαρίσει τη θέση της στην προηγούμενη συμφωνία επί της βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος».

Συνολικά αποτίμηση των θεσμών αναγνωρίζει ότι «υπάρχουν πολλά πιθανά κενά στην ελληνική πρόταση. Πρέπει να υπάρξει μία ξεκάθαρη αλληλοκατανόηση του περιεχομένου αλλά και του χρόνου επιβολής των μέτρων απ’ τις Αρχές ώστε να υπάρχει ξεκάθαρη θέση πάνω στην οποία θα συμφωνηθεί ένα πρόγραμμα του ESM».

Σε αυτό, σύμφωνα με τη γερμανική εφημερίδα, γίνεται αναφορά – πλην του συνταξιοδοτικού – στα εργασιακά, την αγορά ενέργειας και την αγορά υπηρεσιών.

Τα αναγκαία μέτρα που βασίζονται σε συστάσεις των θεσμών θα πρέπει να γίνουν άμεσα νόμος προκειμένου «να οικοδομηθεί εμπιστοσύνη». Ωστόσο πριν περάσουν απ’ την ελληνική Βουλή θα πρέπει να οριστικοποιηθούν έπειτα από «στενή συνεργασία των ελληνικών Αρχών με τους θεσμούς», υπογραμμίζει η εισήγηση.