Πώς η Ισπανία κατέληξε σε μια από τις χειρότερες αγορές εργασίας στον κόσμο

Πώς η Ισπανία κατέληξε σε μια από τις χειρότερες αγορές εργασίας στον κόσμο
epa04340571 A view of the entrance of an employment office in Madrid, Spain, 04 August 2014. The number of unemployees has shown that the jobless people registered in public services in the country in July have lowered in 29,841 with regard to the previous month, down to 4,419,860 people, a lower figure compared to the existenting at the begining of the Popular's Party term of office. EPA/FERNANDO ALVARADO

Η εργασιακή νομοθεσία της Ισπανίας αποθαρρύνει τις εταιρείες απ’ το να προσλαμβάνουν νέους ανθρώπους - ή και τον οποιονδήποτε - ως μόνιμους εργαζόμενους.

του Ίαν Μάουντ

Ο νέος πρωθυπουργός της Ισπανίας θα κληθεί να αντιμετωπίσει ένα μεγάλο πρόβλημα (από τα πολλά): πώς να αποτρέψει τον Φερνάντο ντε Ζαβάλα Καρβαχάλ απ’ το να φύγει στο εξωτερικό.

Ο ντε Ζαβάλα είχε φτιάξει ένα εντυπωσιακό βιογραφικό μέχρι το 2012. Με άριστη γνώση αγγλικών και λυκειακές σπουδές στις ΗΠΑ, είχε κάνει την πρακτική του στην Ernst & Young, την JPMorgan και τη L’Oreal ενώ σπούδαζε οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Carlos III στη Μαδρίτη.

Παρά την οικονομική κρίση, ένοιωθε σίγουρος ότι θα έβρισκε δουλειά μετά από την επιστροφή του από το Πανεπιστήμιο του Otago στη Νέα Ζηλανδία. Όμως, ύστερα από συνεντεύξεις σε 14 εταιρείες, το μόνο που συνέβη ήταν ότι μια τράπεζα τον ενημέρωσε ότι θα ήθελε να τον προσλάβει αλλά δεν ήξερε πότε, πού, και σε ποιο πόστο.

«Ήθελα απλώς να κάνω κάτι» λέει ο 26χρονος ντε Ζαβάλα. «Μπορείτε να φανταστείτε ότι η αυτοπεποίθησή μου δεν ήταν και πολύ μεγάλη».

Έτσι, κατέληξε να μπει σ’ ένα αεροπλάνο για τη Σαγκάη, όπου του προσφέρθηκε θέση πρακτικής άνευ αμοιβής στο τοπικό γραφείο του Ισπανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου.

Δεν προκαλεί έκπληξη που ο δείκτης ανεργίας στην Ισπανία εκτοξεύθηκε μετά το σπάσιμο της φούσκας ακινήτων το 2008. Όμως, η επιστροφή στα κανονικά επίπεδα απασχόλησης είναι αργή, ενώ οι δείκτες μακροπρόθεσμης ανεργίας και ανεργίας στους νέους παραμένουν σταθερά ψηλά. Παρόλο που η ισπανική οικονομία είναι μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες στην Ευρ. Ένωση, η ανεργία είναι στο 21,6%, το υψηλότερο ποσοστό μετά από εκείνο της Ελλάδας. 47,7% των Ισπανών κάτω των 25 ετών που βρίσκονται εντός της αγοράς εργασίας (δηλαδή που δεν σπουδάζουν) είναι άνεργοι.

Κι ένας παράγοντας που ευθύνεται γι’ αυτά τα προβλήματα είναι οι περίεργες συμβάσεις εργασίας.

«Η Ισπανία έχει τη χειρότερη αγορά εργασίας στον πλανήτη» λέει ο Ξαβιέ Ντίαζ – Χιμένεθ, καθηγητής οικονομικών στο IESE Business School. «Είναι δύσκολο σε παγκόσμιο επίπεδο να βρεις αγορά εργασίας που να έχει ξεπεράσει το όριο του 20% σε ποσοστό ανεργίας τρεις φορές τα τελευταία 30 χρόνια».

Ιστορικά, οι Ισπανοί εργαζόμενοι έχουν συμβάσεις αορίστου χρόνου που είναι πολύ δύσκαμπτες και εξαιρετικά γενναιόδωρες σε περίπτωση απόλυσης. Υπό τη δικτατορία του Φράνκο, οι απολυμένοι εργαζόμενοι λάμβαναν αποζημίωση 60 ημερομισθίων για κάθε χρόνο εργασίας. Σήμερα, παρά τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, λαμβάνουν 33 ημερομίσθια ανά έτος (ή 20 αν ο εργοδότης αντιμετωπίζει ζημιές).

Τέτοιοι κανόνες συμβάλλουν στη δημιουργία μιας οικονομίας που δεν είναι δυναμική. Έτσι, για να προσφέρει στις εταιρείες κάποια ελαστικότητα χωρίς να εξαγριώσει τα συνδικάτα, η ισπανική κυβέρνηση απελευθέρωσε τη χρήση προσωρινών συμβάσεων το 1984. Με μέγιστη διάρκεια δύο ετών, οι συμβάσεις αυτές προσφέρουν ελάχιστη προστασία, χαμηλή αποζημίωση και συνήθως εξαιρετικά χαμηλές αμοιβές.

Το 2009, μια ομάδα οικονομολόγων υπέρ των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας υποστήριξε την κατάργηση της σύμβασης προσωρινής εργασίας και τη δημιουργία μιας ενιαίας σύμβασης στην οποία θα υπάγονται όλοι οι εργαζόμενοι. Μια τέτοια σύμβαση θα προσφέρει στους εργαζόμενους περισσότερη προστασία σε σχέση με τις προσωρινές συμβάσεις αλλά μικρότερες αποζημιώσεις – μάξιμουμ 10-12 ημερομίσθια ανά έτος εργασίας.

«Είναι σαφές ότι το παρόν σύστημα εργασιακών σχέσεων είναι απολύτως δυσλειτουργικό και πρέπει να μεταρρυθμιστεί ριζικά» λέει ο Ντίαζ – Χιμένεθ. «Όμως, θα είναι πολύ δύσκολο να συμβεί αυτό αν δεν βρεθεί στο κοινοβούλιο ένα πραγματικά μεταρρυθμιστικό πολιτικό κόμμα με ισχυρή δύναμη».

Πηγή: fortune.com