Ο CEO της Marriott εξηγεί τη συμφωνία ύψους 13,6 δισ. δολαρίων με τη Starwood

Ο CEO της Marriott εξηγεί τη συμφωνία ύψους 13,6 δισ. δολαρίων με τη Starwood
Signage for the W Hotel New York - Times Square, a Starwood Hotels & Resorts Worldwide Inc. property, is displayed in New York, U.S., on Wednesday, Oct. 23, 2013. Starwood Hotels & Resorts Worldwide Inc., the owner of the Sheraton and W brands, rose the most in three months after it reported third-quarter earnings that beat estimates and forecast an increase in revenue growth for 2014. Photographer: Craig Warga/Bloomberg via Getty Images Photo:

Ήταν μια σπάνια στιγμή στον ξενοδοχειακό κλάδο. Εξάλλου, δεν μπαίνει κάθε μέρα πωλητήριο σε μια εταιρεία με 1.200 ξενοδοχεία.

του Άντριου Νούσκα

Στις αρχές του 2015, η Starwood Hotels and Resorts – η καινοτόμος εταιρεία που είναι γνωστή για τα εμπορικά σήματα W, Westin, Sheraton και St. Regis, μεταξύ πολλών άλλων – διατέθηκε προς πώληση.

Ήταν μια σπάνια στιγμή στον ξενοδοχειακό κλάδο. Εξάλλου, δεν μπαίνει κάθε μέρα πωλητήριο σε μια εταιρεία με 1.200 ξενοδοχεία.

Τελικά, η Marriott International βγήκε νικήτρια στον αγώνα εξαγοράς της εταιρείας προσφέροντας 13,6 δισεκατομμύρια δολάρια. Μιλώντας στο συνέδριο Great Place to Work 2017 στο Σικάγο, ο διευθύνων σύμβουλος Άρνε Σόρενσεν εξήγησε πως έφτασε η εταιρεία εκεί.

«Το εξετάσαμε αρχικά και αποφασίσαμε ότι δεν μας ενδιέφερε», δήλωσε ο Σόρενσεν στον συντάκτη του Fortune, Ματ Χάιμερ. «Θεωρήσαμε ότι ήταν πολλή δουλειά. Τα πηγαίναμε εξαιρετικά καλά και όλο αυτό φαινόταν πολύπλοκο και οι οικονομικές λεπτομέρειες δεν φαίνονταν αρκετά συναρπαστικές».

Ωστόσο, η περαιτέρω διαβούλευση με τεχνολογικούς εταίρους στον ταξιδιωτικό κλάδο – όπως οι εταιρείες Expedia, Priceline, Google και Facebook – κατέστησε σαφές στη Marriott International ότι μια συμφωνία θα ήταν στρατηγικής σημασίας, σε αντίθεση με το τι νόμιζε αρχικά. «Οι οικονομικοί όροι βελτιώθηκαν επίσης λόγω της σχετικής μετατόπισης των τιμών των μετοχών και κανένας άλλος δεν είχε πραγματικά σπεύσει να κλείσει τη συμφωνία με ελκυστικούς όρους. Έτσι, υπήρχε ένα παράθυρο ευκαιρίας για μας στα τέλη του 2015 – ήταν μάλλον θέμα τύχης παρά εξυπνάδας από μέρους μας. Και εν τέλει αποφασίσαμε να εμπλακούμε».

Βυθισμένος στις σκέψεις του, ο Σόρενσεν προσθέτει: «Εταιρείες σαν κι αυτή βγαίνουν προς πώληση μόνο μια φορά κάθε 10 χρόνια ή και περισσότερο. Αν δεν κάνεις μπάσιμο, θα καταλήξεις να κοιτάζεις πίσω και να λες ‘αχ, έπρεπε να το είχαμε κάνει’. Εμείς πήγαμε και το κάναμε».