Εurobank: Ανάκαμψη καθαρών επενδύσεων παγίων στην Ελλάδα μετά από 12 χρόνια αποεπένδυσης
- 27/05/2025, 12:56
- SHARE

Για περισσότερο από μια δεκαετία, αναφέρρει η Eurobank, η ελληνική οικονομία υπέφερε από μια πρωτοφανή αποεπένδυση που μείωσε σημαντικά το παραγωγικό της δυναμικό. Από το 2010 έως και το 2021, οι καθαρές επενδύσεις παγίων – δηλαδή η διαφορά μεταξύ νέων επενδύσεων και αποσβέσεων – ήταν αρνητικές, γεγονός που οδήγησε σε συρρίκνωση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού της χώρας κατά περίπου €88,7 δισεκ. σε τρέχουσες τιμές ή €87 δισεκ. σε σταθερές τιμές, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Πρόκειται για μια ιδιαίτερα ανησυχητική εξέλιξη, καθώς το φυσικό κεφάλαιο – δηλαδή οι υποδομές, τα εργοστάσια, ο τεχνολογικός εξοπλισμός και γενικά τα πάγια περιουσιακά στοιχεία – αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η παραγωγική δυνατότητα της οικονομίας.
Η δεκαετία της αποεπένδυσης
Σύμφωνα με τη Eurobank, η κατάρρευση των επενδύσεων κατά την περίοδο της κρίσης χρέους είχε διττό αντίκτυπο: όχι μόνο περιόρισε τη ζήτηση και το βραχυπρόθεσμο ΑΕΠ, αλλά υπονόμευσε και τη μακροπρόθεσμη προσφορά, μέσω της μείωσης του κεφαλαιουχικού αποθέματος.
Το μεγαλύτερο μέρος της αποεπένδυσης προήλθε από τον τομέα των νοικοκυριών, κυρίως λόγω της κάθετης πτώσης των επενδύσεων σε κατοικίες. Συνολικά, τα νοικοκυριά συνέβαλαν με -€53,1 δισεκ., ενώ οι μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις και η γενική κυβέρνηση παρουσίασαν αντίστοιχες μειώσεις κατά -€27,4 δισεκ. και -€9,9 δισεκ. Αντίθετα, οι χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις κατέγραψαν αύξηση του φυσικού κεφαλαίου κατά €1,8 δισεκ.
Το γύρισμα της τάσης: 2022-2024
Η εικόνα άρχισε να αλλάζει ουσιαστικά από το 2022, όταν οι καθαρές επενδύσεις παγίων πέρασαν σε θετικό έδαφος για πρώτη φορά μετά από 13 χρόνια. Η ανοδική αυτή πορεία συνεχίστηκε τα έτη 2023 και 2024, με βασικό μοχλό τις επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ). Το ποσοστό των επενδύσεων παγίων επί του ΑΕΠ ανέβηκε από 11,0% το 2019 σε 15,3% το 2024, σηματοδοτώντας μια ενεργή στροφή σε αναπτυξιακή τροχιά.
Ωστόσο, το σύνολο του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού της οικονομίας παραμένει κατά €75,5 δισεκ. μικρότερο από τα προ κρίσης επίπεδα. Ακόμη και όταν εξαιρεθούν οι θεσμικοί τομείς των νοικοκυριών και των χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων, η υποχώρηση φτάνει τα €19 δισεκ., με €12,1 δισεκ. να αντιστοιχούν στις μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις και €7 δισεκ. στη γενική κυβέρνηση.
Η ανάγκη για διατηρήσιμη επενδυτική δυναμική
Για να αποκατασταθεί πλήρως ο παραγωγικός εξοπλισμός της χώρας, απαιτούνται καθαρές επενδύσεις παγίων €19 δισεκ. επιπλέον των αποσβέσεων τα επόμενα χρόνια. Ενδεικτικά, το 2024 οι αποσβέσεις για τις μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις και τη γενική κυβέρνηση ανήλθαν σε €12,3 δισεκ. και €7,5 δισεκ. αντίστοιχα.
Ο εκσυγχρονισμός του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού σε συνδυασμό με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση του ανταγωνισμού, μπορούν να ενισχύσουν την παραγωγικότητα της εργασίας και τον δυνητικό ρυθμό μεγέθυνσης. Το διάστημα 2017-2024, η μέση ετήσια αύξηση της πραγματικής προστιθέμενης αξίας στην οικονομία ήταν 1,8%, με τις ώρες εργασίας να αυξάνονται κατά 1,6% και την παραγωγικότητα μόλις κατά 0,3%.
Στρατηγικές προτεραιότητες για το μέλλον
Σύμφωνα με τη Eurobank, η ενίσχυση των επενδύσεων παγίων – ιδίως σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας – είναι απαραίτητη για τη βιώσιμη οικονομική ανάκαμψη. Κλάδοι όπως η μεταποίηση, οι κατασκευές και οι άλλες υπηρεσίες δείχνουν ήδη θετικά δείγματα, σε αντίθεση με το εμπόριο, τις μεταφορές, τα καταλύματα και την εστίαση, που εμφανίζουν υστέρηση.
Η επίτευξη ενός παραγωγικού μετασχηματισμού προϋποθέτει όχι μόνο διατήρηση του θετικού ρυθμού καθαρών επενδύσεων, αλλά και κατάλληλες πολιτικές υποστήριξης, που θα κατευθύνουν τους πόρους σε στρατηγικά κρίσιμους τομείς της οικονομίας.