Η Goldman Sachs εγκαταλείπει τα σχέδια δημιουργίας ξενοδοχειακής αλυσίδας στην Ελλάδα

Η Goldman Sachs εγκαταλείπει τα σχέδια δημιουργίας ξενοδοχειακής αλυσίδας στην Ελλάδα
Η Goldman Sachs ακυρώνει σχέδια για δική της ξενοδοχειακή αλυσίδα στην Ελλάδα και πουλά τα θέρετρα. Νέα επένδυση €400 εκατ. από Sani/Ikos έως το 2029.

Μόλις πριν από λίγα χρόνια, η Goldman Sachs φιλοδοξούσε να δημιουργήσει μια ξενοδοχειακή αλυσίδα στην Ελλάδα, η οποία κάποτε θα μπορούσε να επεκταθεί σε διάφορες περιοχές της Μεσογείου.

Ο χρηματοοικονομικός κολοσσός της Wall Street αγόρασε το 2022 τρία παραθαλάσσια θέρετρα στη βόρεια Ελλάδα, με σκοπό να τα ανακαινίσει και να αρχίσει να υποδέχεται επισκέπτες ήδη από φέτος. Ο τουρισμός στη χώρα σημείωνε ραγδαία ανάπτυξη και η τράπεζα διέκρινε την ευκαιρία να αποκτήσει ακίνητα στην ηπειρωτική Ελλάδα με θέα το Αιγαίο, αντί για τα ακριβότερα ελληνικά νησιά.

Την άνοιξη φέτος, η Goldman πούλησε αιφνιδίως τα τρία ξενοδοχεία, βγάζοντας μόλις τα έξοδά της από τη συνολική επένδυση των περίπου 100 εκατ. ευρώ (περίπου 117 εκατ. δολάρια) που είχε διαθέσει για το έργο, σύμφωνα με άτομα που γνωρίζουν την υπόθεση. Παράλληλα, εγκατέλειψε και τα σχέδιά της για τη δημιουργία δικής της ξενοδοχειακής αλυσίδας στην περιοχή, ανέφεραν οι ίδιες πηγές.

Τα θέρετρα δεν λειτούργησαν ποτέ και ορισμένοι εργαζόμενοι που ασχολούνταν με την επένδυση δεν εργάζονται πλέον στην τράπεζα. Ελληνικά μέσα ενημέρωσης χαρακτήρισαν τη συμφωνία «ναυάγιο».

Αν και η συγκεκριμένη επένδυση ήταν μικρής κλίμακας για το τμήμα διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων της Goldman, ήταν ενδεικτική της προσπάθειας της τράπεζας να αναζητήσει υψηλές αποδόσεις και σταθερά έσοδα, ώστε να αντισταθμίσει τις επικερδείς αλλά ευμετάβλητες δραστηριότητές της στη Wall Street. Στόχος της στην Ελλάδα ήταν να χρησιμοποιήσει κυρίως κεφάλαια πελατών και χρηματοδότηση για να αυξήσει την αξία των ξενοδοχείων και να αποκομίσει μεγάλα κέρδη κατά την πώλησή τους. Παράλληλα, η Goldman θα εισέπραττε αμοιβές διαχείρισης από τους πελάτες των οποίων τα χρήματα είχαν επενδυθεί.

Όταν αγόρασε τα θέρετρα, η Goldman είχε δελεαστεί από την ενίσχυση της ελληνικής οικονομίας, το άνοιγμα της χώρας σε ξένες επενδύσεις και τις χαμηλότερες τιμές ακινήτων σε σύγκριση με τη Δυτική Ευρώπη. Πολλά ξενοδοχεία στην Ελλάδα είναι οικογενειακά και αλλάζουν χέρια καθώς οι νεότερες γενιές εμφανίζονται πιο πρόθυμες να πουλήσουν.

Και άλλες εταιρείες είχαν επενδύσει στη χώρα, μεταξύ αυτών και η Blackstone, η οποία πέτυχε σημαντική επένδυση μέσω της Hotel Investment Partners, η οποία διαθέτει χαρτοφυλάκιο δεκάδων ξενοδοχείων στη Μεσόγειο, μεταξύ των οποίων περίπου 10 στην Ελλάδα. Η Goldman αποφάσισε ότι η δική της «μεσογειακή περιπέτεια» θα ξεκινούσε στην Ελλάδα.

Η τράπεζα συνέχισε να αναζητά επιπλέον ξενοδοχειακές εξαγορές και εξέτασε το ενδεχόμενο αγοράς του Grand Resort Lagonissi, σύμφωνα με άτομα που γνωρίζουν την υπόθεση. Το ξενοδοχείο βρίσκεται σε περιοχή γνωστή ως Αθηναϊκή Ριβιέρα, μια παραθαλάσσια ζώνη με νέες πολυτελείς ξενοδοχειακές μονάδες και κατοικίες. Τελικά, η Goldman δεν προχώρησε στην απόκτηση.
Περί τα μέσα του περασμένου καλοκαιριού, ο Πρόεδρος της Goldman, John Waldron, επισκέφθηκε την Ελλάδα και συναντήθηκε με τον Πρωθυπουργό της χώρας και διευθύνοντες συμβούλους ελληνικών τραπεζών.

Το μήνυμά του ήταν σαφές: η Goldman είχε σημαντική παρουσία στην Ελλάδα, τόσο μέσω της επενδυτικής τραπεζικής όσο και μέσω της διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.
Ωστόσο, εκείνη την περίοδο, η επένδυση της Goldman στα ξενοδοχεία είχε αρχίσει να «ξινίζει». Οι ανακαινίσεις απαιτούσαν ριζικές παρεμβάσεις, με κόστος πολύ μεγαλύτερο από τις αρχικές εκτιμήσεις της τράπεζας.

Καθυστερήσεις και υπέρβαση προϋπολογισμού

Η Goldman είχε προγραμματίσει να κατεδαφίσει σε μεγάλο βαθμό και να ξαναχτίσει τα ξενοδοχεία, τα οποία βρίσκονταν στη βόρεια χερσόνησο της Χαλκιδικής, πριν ανοίξει ξανά τις πόρτες τους.

Οι εργαζόμενοι του τμήματος διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων της τράπεζας στο Λονδίνο και στην Ισπανία εργάζονταν πάνω στην επένδυση από τις δύο άκρες της Ευρώπης, με έναν συνεργάτη στη Μαδρίτη να έχει τον γενικό συντονισμό. Η τράπεζα αποφάσισε να δημιουργήσει δική της ομάδα διαχείρισης για να επιβλέπει τις εργασίες ανακαίνισης, αντί να προσλάβει εταιρεία με εμπειρία στον ξενοδοχειακό κλάδο, όπως έκαναν άλλοι επενδυτές.

Η Goldman δεν διέθετε τις κατάλληλες διασυνδέσεις ώστε να ξεπερνά εύκολα τα τοπικά εμπόδια που προέκυπταν στις κατασκευαστικές διαδικασίες. Δημιούργησε μια ξενοδοχειακή πλατφόρμα στην Ελλάδα με το όνομα «Ουσία», η οποία θα διαχειριζόταν τα θέρετρα και θα βοηθούσε στην αναζήτηση νέων ξενοδοχειακών επενδύσεων. Στην Αθήνα απασχολούνταν περίπου 10 εργαζόμενοι, αρκετοί εκ των οποίων είχαν σημαντική εμπειρία στον ξενοδοχειακό κλάδο.

Περίπου έναν χρόνο μετά την επένδυση της Goldman, καθυστερήσεις στις άδειες, τις κατασκευές και τη μηχανολογική μελέτη άρχισαν να προκαλούν ανησυχία.

Η Goldman συνειδητοποίησε ότι θα χρειαζόταν περισσότερο χρόνο και περισσότερα κεφάλαια για να ολοκληρώσει το έργο. Το αρχικό πλάνο προέβλεπε επένδυση μεταξύ περίπου 150 εκατ. ευρώ και 200 εκατ. ευρώ. Οι αυξήσεις στις τιμές των οικοδομικών υλικών και της εργασίας ροκάνισαν τις προβλεπόμενες αποδόσεις της επένδυσης. Κάποια στιγμή, η Goldman και μια κατασκευαστική εταιρεία με την οποία συνεργαζόταν αποφάσισαν να διακόψουν τη συνεργασία τους.

Η τράπεζα είχε κάνει προκαταρκτικές συζητήσεις με τοπικό εταίρο για να βοηθήσει στο έργο. Περί τα τέλη του περασμένου φθινοπώρου, η Goldman άρχισε να εξετάζει την πώληση.

Η τράπεζα πούλησε τα ξενοδοχεία την άνοιξη στo Sani/Ikos Group, μια ιδιωτική εταιρεία που κατέχει και διαχειρίζεται ξενοδοχεία στην Ελλάδα και στην Ισπανία. Τελικά, η Goldman αποφάσισε να αποσυρθεί πλήρως από τις ξενοδοχειακές επενδύσεις στη χώρα, με εξαίρεση το μειοψηφικό μερίδιό της στην εταιρεία επενδύσεων ακινήτων Prodea.

Η Goldman ανέφερε ότι εξετάζει την εκποίηση επενδύσεων όταν αυτό είναι προς το συμφέρον των πελατών της. «Διαχειριζόμαστε ενεργά όλες τις επενδύσεις μας, διατηρώντας ισχυρή πειθαρχία στη λειτουργική διαχείριση και προστιθέμενη αξία», δήλωσε εκπρόσωπος της τράπεζας.

Η εστίαση της τράπεζας στην επενδυτική τραπεζική και τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων στην Ελλάδα παραμένει αμετάβλητη.
Ο νέος ιδιοκτήτης των ξενοδοχείων ανακοίνωσε επένδυση άνω των 400 εκατ. ευρώ για το έργο. Τα ακίνητα θα διαθέτουν σχεδόν 750 δωμάτια, πολλαπλές πισίνες, πάνω από 30 εστιατόρια και μπαρ, θέατρα και σπα. Η λειτουργία των ξενοδοχείων προγραμματίζεται για το 2029.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: