Γιατί οι αμερικανικές μετοχές αντέχουν παρά τον κύκλο απαισιοδοξίας – Το στοίχημα Τραμπ

Γιατί οι αμερικανικές μετοχές αντέχουν παρά τον κύκλο απαισιοδοξίας – Το στοίχημα Τραμπ
Photo: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Οι αμερικανικές αγορές είναι πιθανό να συνεχίσουν να αγνοούν τον «κύκλο απαισιοδοξίας» — και να ενθαρρύνουν τον Τραμπ να πιστεύει ότι κερδίζει.

Ξαφνικά, έχει γίνει «της μόδας» να μιλά κανείς για το τέλος της εποχής του «αμερικανικού εξαιρετισμού», εξαιτίας της πολιτικής του Τραμπ, της υποχώρησης του δολαρίου και του γεγονότος ότι, μέχρι στιγμής φέτος, η αμερικανική χρηματιστηριακή αγορά υστερεί έναντι των διεθνών ανταγωνιστών της με τη μεγαλύτερη διαφορά από το 1987.

Έκπληξη, ωστόσο, αποτελεί το ότι, παρά τους κραδασμούς που προέρχονται από την Ουάσινγκτον και τη Μέση Ανατολή, οι αμερικανικές μετοχές συνεχίζουν να κινούνται ανοδικά. Το ίδιο ισχύει και για τις τιμές των αμερικανικών ομολόγων, παρά το εκρηκτικό δημόσιο έλλειμμα των ΗΠΑ. Η απόδοση των αμερικανικών αγορών φαίνεται λιγότερο «εξαιρετική», όχι επειδή οι ΗΠΑ φθίνουν, αλλά επειδή ανεβαίνει το υπόλοιπο του κόσμου.

Πολλοί απορρίπτουν αυτή την ανθεκτικότητα ως αφελή αισιοδοξία και υποστηρίζουν ότι οι αμερικανικές μετοχές σύντομα θα υποκύψουν στον «κύκλο απαισιοδοξίας» του 2025. Ωστόσο, όταν το χάσμα ανάμεσα στους σχολιαστές και τις αγορές είναι τόσο μεγάλο, συνήθως το μήνυμα των αγορών είναι πιο σωστό. Γι’ αυτό αξίζει να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τι «βλέπουν» οι αγορές.

Οι αμερικανικές μετοχές φαίνεται να κινούνται σε ιστορικά υψηλές αποτιμήσεις, καθώς τα στοιχεία συνεχίζουν να δείχνουν ότι οι πολιτικές του Τραμπ δεν έχουν επηρεάσει, ως τώρα, ουσιαστικά τον πληθωρισμό ή την ανάπτυξη. Ο μεγάλος φόβος ήταν ότι οι συνεχώς μεταβαλλόμενοι δασμοί του θα προκαλούσαν άνοδο του πληθωρισμού και επιβράδυνση της ανάπτυξης. Αντίθετα, ο πληθωρισμός παραμένει χαμηλότερος και η ανάπτυξη υψηλότερη από τις εκτιμήσεις των αναλυτών. Τα έσοδα από δασμούς αρχίζουν να εμφανίζονται στα ταμεία του αμερικανικού Δημοσίου, αλλά δεν φαίνεται να περνούν στις τιμές καταναλωτή, για λόγους που παραμένουν κάπως μυστηριώδεις. Μήπως οι ξένοι προμηθευτές απορροφούν το κόστος ή οι αμερικανικές επιχειρήσεις ξοδεύουν αποθέματα που είχαν ήδη;

Όπως και να έχει, οι αμερικανικές επιχειρήσεις δεν έχουν ακόμη υποστεί σημαντικό πλήγμα στα κέρδη τους. Οι περισσότεροι αναλυτές εξακολουθούν να προβλέπουν επιβράδυνση της αύξησης των κερδών (κάτω από 8%), άνοδο του πληθωρισμού (γύρω στο 3%) και πτώση της ανάπτυξης του ΑΕΠ (γύρω στο 1,5%) στο δεύτερο μισό του έτους. Όμως, και αυτές οι προβλέψεις φαίνεται να αγνοούνται από την αγορά.

Οι αμερικανικές επιχειρήσεις επαναγοράζουν τις μετοχές τους με σχεδόν ιστορικά υψηλό ρυθμό, περίπου 4 δισεκατομμύρια δολάρια ημερησίως. Οι Αμερικανοί μικροεπενδυτές συμμετέχουν μαζικά, αγοράζοντας φέτος με ασυνήθιστα επιθετικό ρυθμό. Περίπου το μισό του πλούτου των αμερικανικών νοικοκυριών είναι πλέον τοποθετημένο σε μετοχές — ξεπερνώντας το ρεκόρ που είχε σημειωθεί κατά τη φούσκα του dotcom το 2000. Αν και συχνά χαρακτηρίζονται «χαζό χρήμα» οι μικροεπενδυτές, η πίστη τους αποδίδει προς το παρόν. Στην παλιά ρήση «ποτέ μην ποντάρεις ενάντια στον Αμερικανό καταναλωτή» ίσως πρέπει να προστεθεί και μία νέα: «ποτέ μην ποντάρεις ενάντια στον Αμερικανό μικροεπενδυτή».

Στο μεταξύ, οι ξένοι επενδυτές δεν αποχωρούν μαζικά από τις αμερικανικές μετοχές ή τα ομόλογα, παρά τις απειλές για νέους φόρους στις μεταφορές χρημάτων (remittances), στις ξένες επενδύσεις, τις απελάσεις και άλλα μέτρα. Αυτό αρχίζει να μοιάζει με έναν «γάμο» που επιβιώνει από αδράνεια και από φόβο για το τι μπορεί να φέρει η αλλαγή.

Όπως συνέβη και σε παλαιότερες πτωτικές αγορές, συμπεριλαμβανομένης εκείνης της δεκαετίας του 2000, η υποχώρηση του δολαρίου τους τελευταίους μήνες θεωρείται μια ομαλή προσαρμογή έπειτα από μακρά περίοδο υπερτίμησης — και όχι ένδειξη ότι η Αμερική δυσκολεύεται να χρηματοδοτήσει τα μεγάλα ελλείμματά της.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αν πέρυσι ήταν ξεκάθαρο ότι, αντί να μειώνονται όπως αναμενόταν, τα ελλείμματα των ΗΠΑ θα συνέχιζαν να αυξάνονται, αγγίζοντας νέο υψηλό — ενδεχομένως κοντά στο 7% του ΑΕΠ — οι περισσότεροι αναλυτές θα είχαν προβλέψει «εξέγερση» των αγορών ομολόγων. Αντίθετα, η αντίδραση υπήρξε χλιαρή, με τις αποδόσεις των ομολόγων να υποχωρούν ελαφρώς φέτος.

Για τους περισσότερους παρατηρητές, η προεδρία Τραμπ έχει φέρει πρωτοφανείς αναταράξεις, απειλώντας ακόμη και να αλλάξει τη θεμελιώδη ιδέα της Αμερικής και της θέσης της στον κόσμο. Όμως η χρηματιστηριακή αγορά συμπεριφέρεται σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα. Οι ίδιες εσωτερικές τάσεις που κυριαρχούσαν πέρυσι συνεχίζουν να επικρατούν.

Η «μανία» γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη (AI) έχει φτάσει σε νέα ύψη, με το αμερικανικό καλάθι μετοχών AI να καταγράφει ιστορικά υψηλά. Το αφήγημα που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται στις αρχές του έτους, ότι οι ΗΠΑ χάνουν την πρωτοκαθεδρία τους από κινεζικούς ανταγωνιστές όπως η DeepSeek, έχει υποχωρήσει και οι αναλυτές επαναφέρουν τα πλεονεκτήματα της Αμερικής στο προσκήνιο. Οι Αμερικανοί φαίνεται να υιοθετούν την τεχνητή νοημοσύνη πιο γρήγορα απ’ ό,τι υιοθέτησαν προηγούμενες ψηφιακές τεχνολογίες, ακόμη και το ίδιο το διαδίκτυο. Οι αμερικανικές επιχειρήσεις την αξιοποιούν ταχύτερα από τους ξένους ανταγωνιστές τους, ακόμη και από αυτούς στην Κίνα. Από τις δέκα κορυφαίες πλατφόρμες AI παγκοσμίως βάσει αριθμού χρηστών, οι οκτώ είναι αμερικανικές, με κορυφαία το ChatGPT.

Οι πέντε μεγαλύτερες αμερικανικές τεχνολογικές εταιρείες συνεχίζουν να κυριαρχούν και εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 30% της αξίας της αμερικανικής χρηματιστηριακής αγοράς. Την ίδια στιγμή, οι μικρές και μεσαίες αμερικανικές μετοχές συνεχίζουν να υστερούν, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, παρότι στην ηγεσία βρίσκεται ένας πρόεδρος που υποσχέθηκε να στηρίξει αυτές τις επιχειρήσεις.

Για τους αισιόδοξους της αγοράς, η τεχνητή νοημοσύνη υπόσχεται ένα «θαύμα παραγωγικότητας» που θα μπορούσε να ενισχύσει την οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ και να τις σώσει από τα αυξανόμενα ελλείμματα και χρέη. Οι επενδυτές κοιτούν αυτό το αισιόδοξο μέλλον, όχι τις προειδοποιήσεις για οικονομικά προβλήματα που ενδεχομένως να έρθουν αργότερα φέτος.

Υπάρχουν, βέβαια, τρεις τρόποι με τους οποίους αυτή η αισιοδοξία θα μπορούσε να καταρρεύσει: να αλλάξει ξανά το αφήγημα γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη, καθώς οι εταιρείες επενδύουν εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια σε υποδομές AI χωρίς να είναι σαφές ποιος τελικά θα ωφεληθεί και πότε. Να αποδειχθούν οι οικονομολόγοι ασυνήθιστα πιο σωστοί από τις αγορές σχετικά με την απειλή χαμηλότερης ανάπτυξης και υψηλότερου πληθωρισμού λόγω των δασμών. Ή οι επενδυτές να συνειδητοποιήσουν ότι η φαινομενική ισχύς των Αμερικανών καταναλωτών και των επιχειρήσεων είναι μια ψευδαίσθηση — η άλλη όψη του τεράστιου και αυξανόμενου αμερικανικού δημοσιονομικού ελλείμματος.

Μέχρι να συμβεί κάποιο από αυτά τα σενάρια, οι αμερικανικές αγορές είναι πιθανό να συνεχίσουν να αγνοούν τον «κύκλο απαισιοδοξίας» — και να ενθαρρύνουν τον Τραμπ να πιστεύει ότι κερδίζει.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ:

Πηγή: Financial Times