Αυξάνονται οι Γερμανοί που ζουν με επιδόματα

Αυξάνονται οι Γερμανοί που ζουν με επιδόματα
German Chancellor Friedrich Merz delivers a speech for the media at a meeting with Polish Prime Minister Donald Tusk at the Chancellery of the Prime Minister in Warsaw, Poland, on May 7, 2025. Polish Prime Minister Donald Tusk meets with German Chancellor Friedrich Merz shortly after taking office. The meeting discusses current EU and international agendas. In addition, they discuss bilateral cooperation issues. (Photo by Klaudia Radecka/NurPhoto) (Photo by Klaudia Radecka / NurPhoto / NurPhoto via AFP) Photo: AFP

Ενώ ο καγκελάριος Μερτς εξετάζει τη μεταρρύθμιση του συστήματος επιδομάτων, αυξάνονται οι πολίτες στη Γερμανία που τα έχουν ανάγκη – παρ’ ότι εργάζονται ακόμα και με πλήρη απασχόληση.

Ο καγκελάριος Μερτς έχει καταστήσει σαφές πως μία από τις προτεραιότητες της κυβέρνησης είναι η μεταρρύθμιση του «Επιδόματος του Πολίτη» (“Bürgergeld”), που αποτελεί ένα βασικό επίδομα διαβίωσης.

Ο καγκελάριος υποστηρίζει πως θέλει να διασφαλίσει «ότι οι άνθρωποι στη Γερμανία θα μπορούν και πάλι να δουν τις προσπάθειές τους να αποφέρουν καρπούς και να εφαρμόζεται ξανά η αρχή της αμοιβής σε αναλογία με την απόδοση».

Σύμφωνα πάντως με πρόσφατη στατιστική έρευνα, το 2024 περίπου 826.000 εργαζόμενοι ήταν εξαρτημένοι και από επιδόματα, όπως το «Επίδομα του Πολίτη». Πρόκειται για μία αύξηση κατά περίπου 30.000 πολίτες σε σύγκριση με το 2023 – είναι η πρώτη φορά από το 2015 που ο αριθμός των εργαζομένων που παίρνουν επίδομα αυξάνεται.

Το ίδιο έτος η Γερμανία εισήγαγε τον πρώτο της κατώτατο μισθό. Την ίδια στιγμή, πάνω από ένα εκατομμύριο εργαζόμενοι ήταν ακόμη εξαρτημένοι από τα κρατικά επιδόματα, ένας αριθμός που παρουσιάζει σταθερά καθοδική τάση έκτοτε. Αυτά τα πρόσθετα επιδόματα κόστισαν στο κράτος περί τα 7 δισεκατομμύρια ευρώ το 2024 – το 2022 το αντίστοιχο ποσό διαμορφώθηκε στα 5,7 δισεκατομμύρια ευρώ.

Ο βουλευτής της Αριστεράς στην Μπούντεσταγκ, Τζεμ Ιντσέ, δήλωσε στην DW: «Είναι απαράδεκτο εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι να εξαρτώνται από τη βοήθεια του κράτους, παρ’ ότι εργάζονται. Αυτό σημαίνει πως στηρίζουμε τους χαμηλούς μισθούς και διαιωνίζουμε την εργασιακή εκμετάλλευση».

Αυξάνοντας τον κατώτατο μισθό

Ο Ιντσέ πιστεύει πως τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι ο κατώτατος μισθός στη Γερμανία είναι απλώς πολύ χαμηλός. Παρ’ ότι αυξήθηκε αισθητά από την προηγούμενη κυβέρνηση – στα 12 ευρώ την ώρα στις αρχές του 2023 – έχει ανέβει ελάχιστα από τότε. Τώρα είναι στα 12,82 ευρώ την ώρα.

Πριν από λίγες ημέρες η γερμανική επιτροπή κατώτατου μισθού, η οποία αποτελείται από εκπροσώπους ενώσεων εργοδοτών και συνδικάτων, ανακοίνωσε πως ο κατώτατος μισθός θα αυξηθεί σε δύο φάσεις: στα 13,90 ευρώ από 1 Ιανουαρίου 2026 και στα 14,60 ευρώ έναν χρόνο αργότερα.

Η Χέλενα Σταϊνχάους, ιδρύτρια της ομάδας Sanktionsfrei, που υποστηρίζει ανθρώπους που ζουν με επιδόματα, δηλώνει πως οι μικρές αυξήσεις δεν είναι αντίστοιχες των αυξήσεων στα ενοίκια και το κόστος ζωής. Το μέσο ενοίκιο στη Γερμανία για παράδειγμα αυξήθηκε κατά 4,7% μόνο το περασμένο έτος και κατά 8,5% στο Βερολίνο.

«Θα έλεγα πως αυτή είναι απάντηση στο γιατί περισσότεροι άνθρωποι χρειάζονται επιδόματα, παρ’ ότι έχουν εισόδημα από την εργασία τους. Επειδή ο κατώτατος μισθός, ακόμα και αν δουλεύεις με πλήρες ωράριο, δεν καλύπτει τα όσα υποτίθεται πως μπορεί να καλύψει», λέει η Σταϊνχάους.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το πρόβλημα της μερικής απασχόλησης

Ωστόσο, ορισμένοι οικονομολόγοι υποστηρίζουν πως ο κατώτατος μισθός δεν συνδέεται τόσο με τον αριθμό των εργαζομένων που χρειάζονται επιδόματα.

«Πρέπει να αναγνωρίσουμε πως οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους δεν εργάζονται σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Οι περισσότεροι βρίσκονται σε διαδικασία εκπαίδευσης ή σε μερική απασχόληση», αναφέρει ο Χόλγκερ Σέφερ από το Ινστιτούτο για τη Γερμανική Οικονομία στην Κολωνία (IW).

Τα στοιχεία φαίνεται να συνηγορούν υπέρ των όσων επισημαίνει ο Σέφερ. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Απασχόλησης, από τους 826.000 εργαζομένους που παίρνουν επιδόματα μόλις οι 81.000 έχουν καθεστώς πλήρους απασχόλησης.

Αυτό όμως δεν αποτελεί δικαιολογία για την καταβολή χαμηλών μισθών, σύμφωνα με τον Ιντσέ. «Είναι γεγονός πως ο ισχύων κατώτατος μισθός είναι μισθός φτώχειας!», λέει ο πολιτικός. «Ο αριθμός των ανθρώπων που λαμβάνουν συμπληρωματικά επιδόματα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τους χαμηλούς μισθούς. Μία από τις πρόσφατες έρευνές μου αποκάλυψε πως οι άνθρωποι που εργάζονται με πλήρη απασχόληση και αμείβονται με τον κατώτατο μισθό δεν μπορούν να πληρώσουν το κόστος στέγασης περίπου στις μισές μεγάλες πόλεις της Γερμανίας και, ως εκ τούτου, εξαρτώνται από την οικονομική υποστήριξη του κράτους».

Ο ρόλος των παιδιών

Πολλοί άνθρωποι αναγκάζονται πάντως να εργαστούν με μερική απασχόληση, επειδή έχουν συγγενείς, όπως για παράδειγμα παιδιά, που χρειάζονται φροντίδα. Σύμφωνα με το IW, πέρυσι στη Γερμανία υπήρχαν 306.000 παιδιά ηλικίας κάτω των 3 ετών που δεν πήγαιναν σε παιδικό σταθμό, παρ’ ότι το δικαιούνταν.

Μία έρευνα του 2021 από το Ινστιτούτο Ερευνών για την Απασχόληση (IAB) διαπίστωσε πως όσο περισσότερα παιδιά έχει ένας εργαζόμενος, τόσο πιθανότερο είναι να χρειαστεί επιδόματα. Κατά τον Ιντσέ, εάν το κράτος επενδύσει περισσότερο στους χώρους όπως οι παιδικοί και προνηπιακοί σταθμοί, «τότε περισσότεροι άνθρωποι θα είναι σε θέση να εργαστούν με πλήρη απασχόληση».

Τι σχεδιάζει ο Φρίντριχ Μερτς;

Ο Σέφερ θεωρεί πως η πρόσφατη αύξηση του αριθμού των ανθρώπων που χρειάζονται επίδομα είναι αναλογικά μικρός και πως η συνολική καθοδική τάση που παρατηρείται από το 2015 παραμένει. Η αύξηση του τελευταίου έτους, εξηγεί ο ειδικός, σχετίζεται μάλλον περισσότερο με τις γενικές οικονομικές συνθήκες στην αγορά εργασίας.

Ο καγκελάριος Μερτς αναμένεται να προχωρήσει στη μεταρρύθμιση του συστήματος επιδομάτων ανεργίας, σε μία προσπάθεια να προσελκύσει περισσότερους ανθρώπους στην αγορά εργασίας – ακόμα και αν ορισμένοι από αυτούς χρειαστούν παρ’ όλα αυτά κρατική υποστήριξη.

«Δυστυχώς, τα επιχειρήματα του Μερτς σχετικά με την εργασία υιοθετούν λάθος οπτική», παρατηρεί πάντως η Σταϊνχάους. «Όταν λέει πως “θα πρέπει να αξίζει το να εργάζεται κάποιος”, εννοεί πως πρέπει να μειωθούν τα επιδόματα ανεργίας». Κατά την ίδια ωστόσο, «το να μειωθούν απλώς τα επιδόματα είναι αντιπαραγωγικό». Αντ’ αυτού «θα έπρεπε να έχουν υψηλότερες απολαβές οι φτωχοί εργαζόμενοι».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ:

Πηγή: dw.com