Η Ευρώπη σε κίνδυνο: Θα αντέξει στον νέο, πολυπολικό κόσμο ή θα μείνει πίσω;
- 23/07/2025, 08:45
- SHARE

Από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022, οι ευρωπαϊκές αποφάσεις κυριαρχούνται από τον πόλεμο, με αποτέλεσμα να αλλοιώνεται ακόμη και η θεώρηση για το τι είναι η ίδια η Ευρώπη. Παράλληλα, η φθίνουσα διατλαντική σχέση ασφαλείας και οι εξαρτήσεις σε τομείς όπως η βιομηχανία, οι ψηφιακές υποδομές και η ενέργεια, εντείνουν την αβεβαιότητα.
Οι εξελίξεις αυτές φέρνουν στην επιφάνεια ένα εξαιρετικά σύνθετο σύνολο απειλών αλλά και ευκαιριών για την Ευρώπη, η οποία καλείται να διαμορφώσει πολιτικές που θα βλέπουν πέρα από την Ουκρανία, χωρίς να παραβλέπουν τον κομβικό ρόλο της στη σημερινή αρχιτεκτονική ασφάλειας.
Μπροστά στο μακροπρόθεσμο όραμα των ΗΠΑ, από τον «Pivot to Asia» του Προέδρου Ομπάμα το 2011 έως τη σημερινή στρατηγική, η Ευρώπη αντιμετωπίζεται ολοένα και περισσότερο ως περιφερειακή προτεραιότητα. Αν η Ευρώπη δεν ενισχύσει τις κρατικές και περιφερειακές της δυνατότητες, κινδυνεύει να μείνει πίσω, παγιδευμένη ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα.
Η στάση της ΕΕ απέναντι στη σύγκρουση στη Γάζα αποδείχθηκε αδύναμη, σε αντίθεση με την αποφασιστική στήριξη προς την Ουκρανία. Ακόμη και το Στρατηγικό Δόγμα του ΝΑΤΟ του 2022, που χαρακτηρίζει τη Ρωσία ως απειλή και διαγράφει την πορεία της Ουκρανίας προς τη Συμμαχία, παραμένει ασαφές χωρίς επίσημη αμερικανική έγκριση.
Οι διαφορετικές εθνικές αντιδράσεις των κρατών-μελών της ΕΕ και οι αποκλίνουσες στρατηγικές σε διεθνείς κρίσεις δυσκολεύουν τη διαμόρφωση ενός κοινού ευρωπαϊκού σχεδίου.
Αν, όπως ζητούν οι ηγέτες Γαλλίας και Γερμανίας, η Ευρώπη αποφασίσει να «εξοπλιστεί» και να αυξήσει τις αμυντικές της δυνατότητες, χρειάζεται ένα γεωπολιτικό όραμα που θα επεκτείνεται πέρα από τα σημερινά της σύνορα και θα ενισχύει την αυτονομία της ακόμη και μετά το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία.
Στο φετινό σύνοδο του ΝΑΤΟ, η συζήτηση επικεντρώθηκε στην αύξηση των αμυντικών δαπανών των χωρών της ΕΕ στο 5% του ΑΕΠ ή στο 3,5% για άμεσες αμυντικές δαπάνες, με το «Hague pledge» να ισχύει όσο συνεχίζεται ο πόλεμος. Αν όμως η ρωσική απειλή υποχωρήσει ή ατονήσει η πολιτική βούληση στήριξης του Κιέβου, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες ενδέχεται να διστάσουν να διατηρήσουν τόσο υψηλές δαπάνες.
Στόχος, σύμφωνα με τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ, Mark Rutte, είναι οι μη αμερικανοί σύμμαχοι να συνεισφέρουν στο 70% των δυνατοτήτων της Συμμαχίας μέχρι το 2032, από 56% σήμερα. Για χώρες όπως η Ισπανία, το Βέλγιο, η Σλοβακία ή το Λουξεμβούργο, που δεν διαθέτουν τη δημοσιονομική ευχέρεια της Γερμανίας ή την αίσθηση απειλής που έχουν η Πολωνία και οι χώρες της Βαλτικής, αυτό είναι ήδη μεγάλη πρόκληση.
Η μακροχρόνια ασφάλεια δεν μπορεί να στηριχθεί αποκλειστικά στη βιομηχανική βάση άμυνας της Ευρώπης και σε δημοσιονομικές προσπάθειες. Παρά την πρωτοβουλία Readiness 2030, τη δημιουργία ενιαίας αγοράς αμυντικού εξοπλισμού και το σχέδιο SAFE ύψους 170 δισ. δολαρίων, η Ευρώπη δύσκολα θα καλύψει το κενό σε κρίσιμες δυνατότητες – ιδίως στους τομείς του αέρα και της θάλασσας – μέσα στην επόμενη δεκαετία.
Ενδιάμεσες λύσεις, όπως η πρωτοβουλία E3+1 (Γαλλία, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο και Πολωνία), στοχεύουν στη δημιουργία περιφερειακών αμυντικών συμμαχιών μέχρι να αναδειχθεί μία ενιαία ευρωπαϊκή ηγεσία στον τομέα της άμυνας.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έδειξε ότι χωρίς συνεργασία, συμπαραγωγή και συν-ανάπτυξη, ώστε να διατηρηθούν η διαλειτουργικότητα και η αποτελεσματικότητα, η Ευρώπη δεν μπορεί να καλύψει μόνη της τις ανάγκες παραγωγής αμυντικού εξοπλισμού – κυρίως λόγω κατακερματισμού στη βιομηχανία άμυνας, που δύσκολα θα αλλάξει σύντομα.
Πέρα από τη Ρωσία, οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές αδυναμίες παραμένουν ο πολιτικός κατακερματισμός και η γεωπολιτική περιθωριοποίηση, αποτέλεσμα της αδυναμίας των κρατών-μελών να υπερβούν τα εθνικά τους συμφέροντα.
Πρόσφατες εξελίξεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε βαθύτερη οικονομική και χρηματοοικονομική ενοποίηση, μέσα από μια νέα στρατηγική ενιαίας αγοράς – ένα δύσκολο αλλά εφικτό σενάριο. Για να ενισχύσει τη σκληρή ισχύ της και την οικονομική της ανεξαρτησία, η Ευρώπη πρέπει να διορθώσει τις ασυνέπειες στις κεφαλαιαγορές, την ενέργεια και την τεχνολογία, ενώ η διεύρυνση του διεθνούς ρόλου του ευρώ θα μπορούσε να μειώσει το κόστος χρηματοδότησης και να προσελκύσει επενδύσεις.
Σε έναν κόσμο που καθορίζεται ολοένα και περισσότερο από τον ανταγωνισμό Πεκίνου και Δύσης, η βέλτιστη στρατηγική μπορεί να βρίσκεται αλλού. Η Ευρώπη θα πρέπει να διατηρήσει την πίεση στη Ρωσία, ενώ ταυτόχρονα να συνεργαστεί με την Κίνα –ως πιθανή διέξοδο από τον εμπορικό πόλεμο με την Ουάσινγκτον– αλλά και με τις ΗΠΑ, προσφέροντας ίσως μια ευρωπαϊκή υπογραφή σε μια εμπορική συμφωνία που να είναι συμβατή με το δόγμα «America First».
Αυτό, όμως, πρέπει να γίνει χωρίς καμία από τις δύο δυνάμεις να αποκτήσει υπερβολική επιρροή στα πολιτικά συστήματα και τις οικονομίες της Ευρώπης. Το ερώτημα αν μπορεί να εφαρμοστεί έγκαιρα αυτή η στρατηγική ώστε να ανταποκριθεί στις αυξημένες προσδοκίες θα είναι καθοριστικό τα επόμενα χρόνια.
Σε έναν πολυπολικό κόσμο, η ικανότητα διαπραγμάτευσης και συμβιβασμού δεν είναι προνόμιο των ανερχόμενων δυνάμεων. Η οικονομική δύναμη, το διπλωματικό βάρος και η παγκόσμια παρουσία παραμένουν ανεκτίμητα, ειδικά όταν η αναγκαιότητα επιβάλλει άμεσες απαντήσεις.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ:
- Εφιαλτικές στιγμές από τις πυρκαγιές στη Σμύρνη – Κάηκαν σπίτια
- BANCAPP: Σαρωτικοί έλεγχοι καταθέσεων για φοροδιαφυγή στην Ελλάδα – Στα δίχτυα οι πρώτοι 1.000
- Η Goldman Sachs εγκαταλείπει τα σχέδια δημιουργίας ξενοδοχειακής αλυσίδας στην Ελλάδα
Πηγή: Asia Times