Εμπιστεύονται τους ανθρώπους οι Έλληνες; Τι αποκαλύπτει νέα παγκόσμια έρευνα
- 16/11/2025, 16:00
- SHARE
-
Η Σκανδιναβία κυριαρχεί στην παγκόσμια εμπιστοσύνη, με Δανία (74%), Νορβηγία (72%) και Φινλανδία (68%) να ηγούνται.
-
Η Ελλάδα βρίσκεται στην 80ή θέση με μόλις 8%, καταγράφοντας ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα εμπιστοσύνης παγκοσμίως.
-
Η εμπιστοσύνη λειτουργεί ως θεσμικό και οικονομικό κεφάλαιο — όσο υψηλότερη είναι, τόσο πιο ανθεκτική και αποτελεσματική γίνεται μια κοινωνία.
Η εμπιστοσύνη λειτουργεί σαν το αόρατο νόμισμα κάθε κοινωνίας. Δεν εμφανίζεται ποτέ ως γραμμή σε προϋπολογισμό, όμως επηρεάζει αποφασιστικά την ποιότητα των θεσμών, την καθημερινότητα των πολιτών και τη δυναμική της οικονομίας. Είναι το κοινωνικό οξυγόνο που επιτρέπει στις κοινωνίες να αναπνέουν και στα συστήματα να λειτουργούν. Η νέα διεθνής κατάταξη 90 χωρών, βασισμένη στα δεδομένα του Integrated Values Survey (2022), αποτυπώνει πόσο άνισα κατανέμεται αυτή η «πρώτη ύλη» στον πλανήτη.
Στην κορυφή συναντάμε τη γνωστή, και σταθερή, υπεροχή των σκανδιναβικών χωρών. Η Δανία (74%), η Νορβηγία (72%) και η Φινλανδία (68%) συγκροτούν μια τριάδα όπου η εμπιστοσύνη δεν είναι συμπεριφορική εξαίρεση αλλά συστημική κανονικότητα. Λίγο πιο πίσω, η Σουηδία (63%) και η Ισλανδία (62%) ολοκληρώνουν μια πεντάδα που μετατρέπει το «κοινωνικό κεφάλαιο» σε θεσμική παράδοση. Το γεγονός ότι η Κίνα (63%) βρίσκεται στην τέταρτη θέση αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη έκπληξη της κατάταξης: το μοναδικό μη δυτικό κράτος που καταγράφει τόσο υψηλό επίπεδο διαπροσωπικής εμπιστοσύνης.
Πιο χαμηλά στη λίστα, αλλά πάντα στη μεσαία ζώνη, εντοπίζουμε τις αγγλόφωνες χώρες. Η Νέα Ζηλανδία (57%) και η Αυστραλία (49%) προηγούνται, ενώ ακολουθούν ο Καναδάς (47%), το Ηνωμένο Βασίλειο (43%) και οι ΗΠΑ (37%). Παρόμοιο «φάσμα» εμφανίζεται και στη Δυτική Ευρώπη: η Ελβετία (59%) και η Ολλανδία (57%) καταγράφουν υψηλότερα επίπεδα εμπιστοσύνης, ενώ η Γερμανία (42%), η Γαλλία (26%) και η Ιταλία (27%) υπογραμμίζουν πόσο διαφοροποιημένες είναι πλέον οι κοινωνικές διαθέσεις στην Ευρώπη. Οι ανισότητες εισοδήματος, η πολιτική πόλωση και η μεταβαλλόμενη εμπειρία του πολίτη εξηγούν πολλά από αυτά τα χάσματα.
Στον αντίποδα, αρκετές χώρες της Λατινικής Αμερικής κινούνται σε επικίνδυνα χαμηλά επίπεδα. Το Περού (4%), η Νικαράγουα (4%), η Κολομβία (5%) και ο Ισημερινός (6%) βρίσκονται σχεδόν στο απόλυτο ναδίρ, με την εμπιστοσύνη να μοιάζει περισσότερο με πολυτέλεια παρά με κοινωνική συνθήκη. Αντίστοιχα μονοψήφια ποσοστά εμφανίζουν και χώρες της Μέσης Ανατολής, όπως το Ιράκ (11%), ο Λίβανος (10%) και η Αίγυπτος (7%), ως απόρροια δεκαετιών πολιτικής αστάθειας και θεσμικών αναταράξεων.
Και κάπου ανάμεσα σε αυτή την παγκόσμια τοπογραφία, η Ελλάδα βρίσκεται σε μια θέση που δεν μπορεί να αγνοηθεί: την 80ή θέση, με μόλις 8% των πολιτών να δηλώνουν ότι «μπορούν να εμπιστευθούν τους άλλους ανθρώπους». Είναι ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά παγκοσμίως, χαμηλότερο ακόμη και από χώρες που έχουν βιώσει βαθιές πολιτικές και κοινωνικές κρίσεις. Για την Ελλάδα, το ποσοστό αυτό αντικατοπτρίζει τη μακροχρόνια διάβρωση θεσμικής εμπιστοσύνης, τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, τα υψηλά επίπεδα πόλωσης και μια κουλτούρα καχυποψίας που παραμένει δύσκολο να σπάσει.
Η εμπιστοσύνη, όμως, δεν είναι στατιστικό μέγεθος που «απλώς υπάρχει», είναι επένδυση. Οι κοινωνίες με υψηλή εμπιστοσύνη εμφανίζουν υψηλότερη παραγωγικότητα, μεγαλύτερη θεσμική αποτελεσματικότητα, χαμηλότερο κόστος συναλλαγών και ανθεκτικότητα απέναντι στις κρίσεις. Οι χώρες, αντίθετα, που παλεύουν με χαμηλά επίπεδα εμπιστοσύνης, γίνονται πιο ευάλωτες: οικονομικά, θεσμικά, κοινωνικά.
Έτσι, το πραγματικό μήνυμα της παγκόσμιας κατάταξης δεν είναι απλώς ότι οι Σκανδιναβοί εμπιστεύονται και οι Λατινοαμερικάνοι δυσπιστούν. Είναι ότι η εμπιστοσύνη αποτελεί στρατηγικό πλεονέκτημα, ένα είδος «άυλου ενεργητικού» που καθορίζει την πορεία μιας χώρας. Και για την Ελλάδα, το ζητούμενο πλέον δεν είναι να αλλάξει θέση στους δείκτες, αλλά να ανακτήσει τη σχέση του πολίτη με τους θεσμούς και τελικά με τον ίδιο τον συνάνθρωπό του.