Μπορεί η Ευρώπη να αντέξει τους κραδασμούς από δασμούς, άμυνα και κατακερματισμό

bank-money-euro
Photo: Shutterstock
Η αβεβαιότητα στο εμπόριο, η άνοδος των δασμών και οι αυξημένες αμυντικές δαπάνες διαμορφώνουν ένα νέο τοπίο προκλήσεων – αλλά και ευκαιριών – για την ευρωπαϊκή οικονομία.

Η παγκόσμια πολιτική αβεβαιότητα και η μετατόπιση από τον πολυμερισμό σε συναλλακτικού τύπου σχέσεις εξουσίας αποτελούν πλέον διάχυτα χαρακτηριστικά των διεθνών σχέσεων, σημειώνει ο Ρολφ Στράουχ, επικεφαλής Οικονομολόγος και Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕSM

Όπως επισημαίνει, οι πολιτικές ανατροπές επαναπροσδιορίζουν τις διεθνείς σχέσεις ως ανταγωνιστικό παιχνίδι, ιδίως στους τομείς του εμπορίου και της άμυνας. Οι δασμοί προστίθενται στις ήδη υπάρχουσες προκλήσεις, όπως η κλιματική αλλαγή και η γήρανση του πληθυσμού, περιορίζοντας τον δημοσιονομικό χώρο και επιβαρύνοντας τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Κατανοώντας τη φύση και τις επιπτώσεις κάθε πολιτικής επιλογής, η Ευρώπη μπορεί να επιλέξει την πιο κατάλληλη πορεία για να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα τις ευαλωτότητές της και να χαράξει μια νέα πορεία σε πολλαπλά μέτωπα.

Υψηλότεροι δασμοί – περισσότερες τριβές σε μια όλο και πιο κατακερματισμένη παγκόσμια οικονομία

Σύμφωνα με τον Στράουχ, η γεωοικονομική αβεβαιότητα αποδυναμώνει τις προοπτικές ανάπτυξης της Ευρώπης, ενώ οι αυξημένοι δασμοί των Ηνωμένων Πολιτειών (ΗΠΑ) προσθέτουν καθοδικές πιέσεις. Οι ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 21% των εξαγωγών αγαθών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), γεγονός που καθιστά τις άμεσες επιπτώσεις επιπλέον δασμών (αν τελικά επιβληθούν) συρρικνωτικές για την ευρωπαϊκή οικονομία.

Η χαμηλότερη ανάπτυξη θα οδηγήσει σε μείωση των εσόδων, περιορίζοντας τον δημοσιονομικό χώρο. Αν οι δασμοί διατηρηθούν, τα δημοσιονομικά ελλείμματα θα αυξηθούν και η συμμόρφωση με τους δημοσιονομικούς κανόνες (δηλ. τη προβλεπόμενη πορεία καθαρών δαπανών) ενδέχεται να μην είναι επαρκής για τη μείωση του δημόσιου χρέους μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.

Γεωπολιτικές μετατοπίσεις: οι αμυντικές δαπάνες ως νέα πολιτική προτεραιότητα

Με την αυξημένη αστάθεια στο ανατολικό μέτωπο και τη μειωμένη στρατιωτική προστασία από τις ΗΠΑ, λέει ο Στράουχ, η ασφάλεια και η στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης απαιτούν σημαντικές αμυντικές δαπάνες, οι οποίες θα επηρεάσουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα, τα επιτόκια και τις μακροπρόθεσμες στρατηγικές χρηματοδότησης. Πολλοί παρατηρητές εκτιμούν ότι η αύξηση των αμυντικών αναγκών θα ξεπεράσει τον αρχικό στόχο του 2% του ΑΕΠ και θα επιστρέψει σε επίπεδα Ψυχρού Πολέμου, δηλαδή στο 3% του ΑΕΠ ή και περισσότερο.

Η τελική επίπτωση των αμυντικών δαπανών στο δημόσιο χρέος θα εξαρτηθεί από τον πολλαπλασιαστή ανάπτυξης. Σε αντίθεση με τις παραδοσιακές δαπάνες υποδομών, ο πολλαπλασιαστής των αμυντικών δαπανών είναι αβέβαιος και συνήθως χαμηλότερος, εκτός αν συνοδεύεται από καινοτομία που ωφελεί τόσο τον αμυντικό όσο και τον πολιτικό τομέα.

Η πολιτική προοπτική της ΕΕ σε ένα κατακερματισμένο και αβέβαιο παγκόσμιο περιβάλλον

Σε κάθε περίπτωση, οι αναταράξεις του παρόντος περιβάλλοντος μειώνουν τον διαθέσιμο χώρο χάραξης πολιτικής για τις δημοσιονομικές αρχές, δυσχεραίνοντας τις προσπάθειες οικονομικής σταθεροποίησης. Η Ευρώπη προετοιμάζει αντίμετρα σε ένα ευρύ φάσμα αμερικανικών εξαγωγών – ενέργειες που, αν και ενδέχεται να αποτελούν επιθυμητό πολιτικό μήνυμα, αναπόφευκτα θα εντείνουν το οικονομικό κόστος.

Η αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων απαιτεί μια μακροπρόθεσμη πολιτική προσέγγιση. Βλέπω τρεις βασικές διαστάσεις γύρω από τις οποίες πρέπει να δομηθεί αυτή η πολιτική, στους τομείς του εμπορίου και της άμυνας:

Ι. Αβεβαιότητα στο εμπόριο: διευκόλυνση της μετάβασης για ενίσχυση της ανάπτυξης

Οι δασμοί αυξάνουν το κόστος παραγωγής, μειώνουν την εξωτερική ζήτηση και διαταράσσουν τις εφοδιαστικές αλυσίδες, οδηγώντας σε ανακατανομή κεφαλαίου και εργασίας. Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις θα χρειαστεί να προσαρμοστούν. Το πρώτο βήμα είναι η προώθηση της ολοκλήρωσης της ενιαίας αγοράς και η διασφάλιση μιας νέας οικονομικής δομής που βασίζεται στην ποικιλία και τη διαφοροποίηση.

Η ΕΕ είναι εξωτερικά ευάλωτη, αλλά και μοναδικά προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει μια κατακερματισμένη παγκόσμια οικονομική τάξη. Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, η ΕΕ αποτελείται από πολύ διαφορετικές οικονομίες και διαθέτει έναν ισχυρό βιομηχανικό πυρήνα, που «παρέχει το εύρος και την κλίμακα για να στηρίξει εφοδιαστικές αλυσίδες εντός Ευρώπης». Επιπλέον, η διαφοροποίηση των αλυσίδων εφοδιασμού μπορεί να επιδιωχθεί και εκτός ΕΕ. Παράλληλα, οι μακροπρόθεσμες ανακατανομές μπορεί να ενισχύσουν τους εσωτερικούς δεσμούς και την παραγωγικότητα.

ΙΙ. Αμυντική πολιτική ως ευκαιρία για στήριξη καινοτομίας και σύγκλισης

Μια ενίσχυση της άμυνας που επικεντρώνεται στην εγχώρια ζήτηση και επενδύσεις που προάγουν την καινοτομία και ενισχύουν τη σύνδεση με τη μη στρατιωτική βιομηχανία μπορεί να ενθαρρύνει την ανάπτυξη. Η Ευρώπη μπορεί να αξιοποιήσει τη δυνατή της βιομηχανική βάση, προσφέροντας κίνητρα για μερικό προσανατολισμό της παραγωγής προς τον αμυντικό τομέα. Οι δημόσιες αμυντικές δαπάνες μπορούν να διαδραματίσουν καταλυτικό ρόλο, προσφέροντας προβλεψιμότητα στις επιχειρήσεις και ενισχύοντας τις ιδιωτικές επενδύσεις – επιτρέποντας την ευρύτερη χρήση τεχνητής νοημοσύνης στη βιομηχανία και, τελικά, αυξάνοντας τον πολλαπλασιαστή ανάπτυξης.

Αυτό θα βοηθήσει στην ενσωμάτωση των αμυντικών δαπανών στον προϋπολογισμό και θα μετριάσει τους κινδύνους για τη βιωσιμότητα του χρέους. Δεδομένης της επείγουσας φύσης του ζητήματος, η προσφυγή σε βραχυπρόθεσμο δανεισμό μοιάζει αναπόφευκτη. Αν όμως οι αυξημένες αμυντικές δαπάνες αποκτήσουν μόνιμο χαρακτήρα, τα κράτη θα πρέπει να τις ενσωματώσουν στα μεσοπρόθεσμα σχέδιά τους και να αντιμετωπίσουν εγκαίρως τις πιθανές αντισταθμίσεις.

ΙΙΙ. Ευέλικτο πλαίσιο πολιτικής για την αντιμετώπιση αναταράξεων

Οι διαρθρωτικές αλλαγές απαιτούν πολιτικά πλαίσια που μπορούν να προσαρμόζονται, να καθοδηγούν τις προσδοκίες της αγοράς και να παρέχουν σταθερότητα. Η τρέχουσα εμπειρία υποδεικνύει ότι τα μεσοπρόθεσμα σχέδια στο δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ πρέπει να είναι ανθεκτικά απέναντι σε μείζονες διαρθρωτικές κρίσεις. Αυτό θα επέτρεπε στις αγορές να έχουν σαφή εικόνα των εξελίξεων της δημοσιονομικής πολιτικής, μειώνοντας την αβεβαιότητα.

Ένα ευέλικτο πλαίσιο πολιτικής λειτουργεί καλύτερα όταν συνδυάζεται με ένα ανθεκτικό χρηματοπιστωτικό σύστημα και ευέλικτες επιλογές χρηματοδότησης. Πρώτον και κύριον, η πρόοδος προς μια ένωση αποταμιεύσεων και επενδύσεων αυξάνει την αποδοτικότητα των επενδύσεων και επιτρέπει τη διασπορά του κινδύνου σε ένα διαφοροποιημένο οικονομικό τοπίο. Οι ανθεκτικά δημόσια οικονομικά ενισχύονται καλύτερα από προληπτικά χρηματοδοτικά εργαλεία από βασικούς ευρωπαϊκούς θεσμούς. Όπως φάνηκε κατά την κρίση της πανδημίας Covid-19, η ύπαρξη τέτοιων εργαλείων – όπως η γραμμή χρηματοδότησης του ΕΜΣ για την πανδημική κρίση – μπορεί να συμβάλει στην αποτροπή αρνητικών αντιδράσεων των αγορών, ακόμη και αν δεν χρησιμοποιούνται.

Οι προκλήσεις είναι παρούσες – αλλά το ίδιο ισχύει και για τις ευκαιρίες. Από την αξιοποίηση παλαιών λύσεων μέχρι την εισαγωγή νέων ιδεών, η Ευρώπη διαθέτει τα μέσα για να προσαρμοστεί και να ενισχύσει την ανθεκτικότητά της, καταλήγει ο επικεφαλής οικονομολόγος του ESM.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: