Μπορεί η επιβράδυνση της γερμανικής οικονομίας να βγάλει «νοκ αουτ» τον ελληνικό τουρισμό;

Μπορεί η επιβράδυνση της γερμανικής οικονομίας να βγάλει «νοκ αουτ» τον ελληνικό τουρισμό;
Τουρίστες περπατούν κάτω από το λόφο της Ακρόπολης, Αθήνα, Δευτέρα 20 Αυγούστου 2018. Στις 21 Ιουνίου μετά από συνεδρίαση του Eurogroup αποφασίστηκε η έξοδος της Ελλάδας από το μνημόνιο, το οποίο λήγει και επίσημα στις 20 Αυγούστου του 2018. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΣΥΜΕΛΑ ΠΑΝΤΖΑΡΤΖΗ Photo: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Το στίγμα για την πορεία του ελληνικού τουρισμού αναμένεται να δώσει η ITB Berlin.

Το 2019 δεν ήταν καθόλου καλή χρονιά για τη Γερμανία, η οποία γλίτωσε στο παραπέντε την ύφεση, με ισχνό ρυθμό ανάπτυξής, μόλις 0,6%, υποχωρώντας στα επίπεδα του 2013. Όλοι οι δείκτες συνηγορούν πως η ισχυρότερη οικονομία της Ευρωζώνης θα κινηθεί με χαμηλούς ρυθμούς και το 2020 που δεν θα ξεπεράσουν το ποσοστό του 1%, κάνοντας τους βασικότερους πελάτες της να ανησυχούν.

Η αποτροπή της ύφεσης αποδίδεται κυρίως στη στήριξη από την εσωτερική κατανάλωση, λόγω και των υψηλών επιπέδων της απασχόλησης, και στον κλάδο των κατασκευών, ο οποίος συνέχισε να αναπτύσσεται. Είναι γεγονός πως οι εμπορικοί πόλεμοι και το Brexit εκτόξευσαν στα ύψη την πολιτική αβεβαιότητα επηρεάζοντας το εξωτερικό εμπόριο, αλλά και τις επενδύσεις στο εσωτερικό. Οι επιχειρήσεις προετοιμάζονταν για το worst case scenario και μείωσαν την παραγωγή τους, όπως συνέβη και με τον κλάδο του αυτοκινήτου.

Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις και τα ανησυχητικά μακροοικονομικά στοιχεία, το ερώτημα που ανακύπτει είναι κατά πόσο η κακή πορεία της γερμανικής οικονομίας είναι σε θέση να αποτρέψει τους Γερμανούς τουρίστες να οργανώσουν τις διακοπές τους στο εξωτερικό και σε τι βαθμό θα επηρεάσει το ελληνικό τουριστικό προϊόν που βασίζει ένα μεγάλο μέρος των πωλήσεων του στην εν λόγω αγορά.

Στάση αναμονής κρατούν οι επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται στον ξενοδοχειακό κλάδο, με τον Πρόεδρο του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος, Αλέξανδρο Βασιλικό, να επισημαίνει στο fortunegreece.com πως δεν είναι μόνο η γερμανική αγορά που καταγράφει χαμηλές επιδόσεις αλλά και άλλες ευρωπαϊκές αγορές, γεγονός που επιτάσσει επίδειξη γρήγορων αντανακλαστικών από την πλευρά της Ελλάδας.

«Απαιτείται μεγάλη προσπάθεια για να διατηρήσουμε τα κεκτημένα των προηγούμενων ετών. Δυστυχώς το κόστος θα κληθούν, για ακόμα μια φορά, να το επωμιστούν οι Έλληνες ξενοδόχοι, οι οποίοι θα αναγκαστούν να ρίξουν τις τιμές. Όση διαφήμιση και να γίνει για την προβολή του ελληνικού τουριστικού προϊόντος στο εξωτερικό, εάν ο τουρίστας, και εν προκειμένω ο Γερμανός, έχει περιορισμένο budget, αυτό που τον ενδιαφέρει είναι τα χρήματα που θα πληρώσει» τονίζει ο κ. Βασιλικός.

Μια υποχώρηση στην εισροή τουριστών από τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία, ακόμη και της τάξης του 1% μπορεί, όπως λέει ο κ. Βασιλικός να αποβεί μοιραία, μιας και μιλάμε για τους πιο σημαντικούς πελάτες από άποψη όγκου κρατήσεων. Η εκτίμησή του είναι πως ξεκάθαρη εικόνα θα έχουμε μέσα στο Μάρτιο, καθώς από τις 4 έως τις 8 Μαρτίου αναμένεται να πραγματοποιηθεί η μεγαλύτερη Διεθνής Τουριστική Έκθεση στον κόσμο, η ITB Berlin, στο Εκθεσιακό Κέντρο του Βερολίνου. «Θα έλεγα ότι βρισκόμαστε σε μια ενδιάμεση κατάσταση που δεν μας επιτρέπει ούτε να πανηγυρίζουμε ότι όμως και να πιστεύουμε ότι έχει έρθει η καταστροφή. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να είμαστε προσεκτικοί» καταλήγει ο κ. Βασιλικός.

Παθητικοί θεατές των τουριστικών εξελίξεων

Επί του θέματος τοποθετήθηκε και ο Πρόεδρος της Tourism Generis, Γιώργος Δρακόπουλος, εκφράζοντας την άποψη πως από τη στιγμή που ο τουρισμός είναι για την Ελλάδα ένας από τους σημαντικότερους πυλώνες ανάπτυξης είναι αναγκαίο να υποστηρίζεται και από ένα στρατηγικό σχέδιο, στο πλαίσιο του οποίου καθορίζεται και επανακαθορίζεται σε ετήσια βάση το μίγμα των αγορών μας, γεωγραφικών και προϊοντικών.

Ξεκαθαρίζοντας ότι δεν είναι ορθό να κρίνουμε τον τουρισμό και τις αγορές μας από τις επιδόσεις τους για μία και μόνη χρονιά, ο κ. Δρακόπουλος θεωρεί ότι με τον σωστό και έγκαιρο προγραμματισμό, οι όποιες αναταράξεις παρουσιαστούν στη γερμανική αγορά, μπορούν να απορροφηθούν από άλλες αγορές.

«Παρατηρείται διαχρονικά το ανησυχητικό φαινόμενο να ακολουθούμε παθητική στάση έναντι των εξελίξεων και των τάσεων της διεθνούς τουριστικής αγοράς, αγνοώντας παράλληλα τις πρακτικές επιμερισμού του ρίσκου, ενώ σε πολλές περιπτώσεις, το επιθετικό μάρκετινγκ δεν είναι η πρώτη μας επιλογή» αναφέρει διευκρινίζοντας πως για να μεγιστοποιήσουμε λοιπόν το όφελος ή κατά περίπτωση να ελαχιστοποιήσουμε πιθανές απώλειες, αυτό που απαιτείται είναι η χρήση σύγχρονων εργαλείων μάρκετινγκ για την τμηματοποίηση της αγοράς, τη διανομή του προϊόντος και την εξυπηρέτηση των τουριστών.

Ισχυροποίηση του brand Ελλάδα

Η Γεωργία Ζούνη, Διδάσκουσα στο Τμήμα Τουριστικών Σπουδών του Παν/μιου Πειραιά και Συνιδρύτρια του OpenTourism, τονίζει πως δεν πρέπει να παίρνουμε αψήφιστα τα δεδομένα καθώς ο τουρισμός είναι ένα φαινόμενο που ανέκαθεν επηρεαζόταν ιδιαίτερα από τις οποιεσδήποτε εξωτερικές συνθήκες, είτε αυτό ονομάζεται οικονομική κρίση, είτε ανταγωνιστές, είτε γενικότερο περιβάλλον.

«Το μόνο που μας θωρακίζει σε τέτοιες κρίσεις και μεταβολές του περιβάλλοντος όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση η ύφεση της γερμανικής οικονομίας, μιας παραδοσιακής αγοράς για τον ελληνικό τουρισμό, είναι η ισχυροποίηση του ελληνικού τουριστικού προϊόντος μέσω της ανταγωνιστικότητας, της ποιότητας και των σωστών δράσεων ισχυροποίησης του brand μας, μέσω της έρευνας για την ανεύρεση και την προσέλκυση νέων αγορών και γενικότερα μέσω μιας στοχευμένης και συστηματικής τουριστικής στρατηγικής» λέει η κα Ζούνη.

Καθησυχαστικός εμφανίζεται ο Γιώργος Καραβατάκης, Ιδιοκτήτης του Diplomat Travel, αφού, όπως επισημαίνει, τα τελευταία χρόνια οι Γερμανοί τουρίστες που επισκέπτονται την χώρα μας συνεχώς αυξάνονται. Αναφέρει πως μέχρι στιγμής οι κρατήσεις είναι πράγματι μειωμένες κατά 5% με 7% αλλά η εικόνα δεν θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως αντιπροσωπευτική για την τουριστική σεζόν, καθώς οι περισσότερες κρατήσεις είθισται να «κλειδώνουν» το διάστημα από τέλη Μαρτίου και έπειτα.

Στα θετικά στοιχεία προσθέτει την αλλαγή στρατηγικής από την πλευρά των Ελλήνων ξενοδόχων που έχουν προβεί στην υιοθέτηση μιας πιο ελαστικής τιμολογιακής πολιτικής, κάτι που δεν φαίνεται να ισχύει και στην περίπτωση των αεροπορικών εισιτηρίων τα οποία διατηρούν τις ίδιες τιμές σε σχέση με πέρυσι.