Capital Economics: Σύννεφα στον εκλογικό ορίζοντα της Ελλάδας – Σε τι διαφέρουν ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ

Capital Economics: Σύννεφα στον εκλογικό ορίζοντα της Ελλάδας – Σε τι διαφέρουν ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ
Στις διαφορές ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ επικεντρώνεται η Capital Economics  

Σύννεφα βλέπει στον εκλογικό ορίζοντα της Ελλάδας η Capital Economics, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στις διαφορές τις οποίες παρουσιάζουν τα δύο μεγάλα κόμματα ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τον συμβουλευτικό οίκο, «η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια ήταν αναμφισβήτητα η θετική έκπληξη της Ευρωζώνης και οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές φαίνονται καλές.

Ωστόσο, οι επικείμενες εκλογές ενδέχεται να οδηγήσουν σε μια κυβέρνηση συνασπισμού η οποία εκ των πραγμάτων θα είναι λιγότερο αφοσιωμένη στις μεταρρυθμίσεις και τη δημοσιονομική σταθερότητα από την τρέχουσα κυβέρνηση.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Με τη χώρα να κατευθύνεται την Κυριακή 21 Μαΐου προς τις κάλπες, οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν το κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας 6 μονάδες μπροστά από τον ΣΥΡΙΖΑ (32% έναντι 26%) με το ΠΑΣΟΚ να ακολουθεί στην τρίτη θέση. (Βλ. Διάγραμμα 1.) 

Καθώς ο αναθεωρημένος εκλογικός νόμος της χώρας δεν απονέμει πλέον μπόνους έδρες στο πρώτο κόμμα, η πιθανότητα να κερδίσει την πλειοψηφία κάποιος είναι μηδαμινή. Αυτό σημαίνει ότι θα υπάρξει δεύτερος εκλογικός γύρος στις 2 Ιουλίου, στον οποίο περιλαμβάνεται ένα “μπόνους”. Αλλά και μετά από αυτό, κανένα κόμμα δεν αναμένεται να επιτύχει την πλειοψηφία. Αντίστοιχα, τα πιο πιθανά αποτελέσματα φαίνεται να είναι είτε ένας συνασπισμός μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ είτε συνασπισμός μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ».

Διαφορά στις πλατφόρμες

Σύμφωνα με την Capital Economics, «υπάρχει μεγάλη διαφορά στις πλατφόρμες των δύο μεγαλύτερων κομμάτων. Η Νέα Δημοκρατία εστιάζει στην οικονομία: στοχεύει στην αύξηση των μισθών και στην τόνωση της ανάπτυξης και των επενδύσεων αλλά και στη μείωση του δημόσιου χρέους στο 140% του ΑΕΠ έως το 2027.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δίνει μεγαλύτερη έμφαση στο κοινωνικό του πρόγραμμα. Μεταξύ άλλων, υπόσχεται αύξηση 10% στους μισθούς του δημοσίου και στον κατώτατο μισθό. δαπάνες για την τριτοβάθμια εκπαίδευση και την υγεία· αυξημένες συντάξεις· προστασία από κατασχέσεις κατοικιών, έναν ενεργειακό φόρο και χαμηλότερο ΦΠΑ στα τρόφιμα.

Το πόσες αλλαγές θα εισαγάγει μια νέα κυβέρνηση στην πράξη είναι εξαιρετικά αβέβαιο. Παρότι το μανιφέστο του ΣΥΡΙΖΑ συνεπάγεται πολύ μεγαλύτερο δημοσιονομικό έλλειμμα, το ιστορικό του μετά το δημοψήφισμα του 2015 δείχνει ότι μπορεί να είναι πολύ λιγότερο ριζοσπαστικός αν σχηματίσει κυβέρνηση από ό,τι στην προεκλογική εκστρατεία.

Και ενώ ένας συνασπισμός Νέας Δημοκρατίας – ΠΑΣΟΚ θεωρητικά θα πρέπει να σημαίνει συνέχεια της τρέχουσας πολιτικής, θα απαιτούνταν κάποιοι συμβιβασμοί, ώστε η πολιτική να αποκλίνει από τη σχετικά «ορθόδοξη» προσέγγιση των τελευταίων ετών.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Προοπτικές 

«Σε κάθε περίπτωση, όπως έχουμε υποστηρίξει στο παρελθόν, οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές για την Ελλάδα εξακολουθούν να φαίνονται καλύτερες από τις περισσότερες άλλες χώρες της ευρωζώνης

Πρώτον, η οικονομία φαίνεται να έχει μεγάλη δυναμική. Το ΑΕΠ “έτρεξε” με 6,4% πάνω από το προ πανδημίας επίπεδό του το δ’ τρίμηνο του 2019, σε σύγκριση με 0,2% της ευρωζώνης. Αυτό αντανακλά εν μέρει το τεράστιο περιθώριο ανάκαμψης μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και την κρίση της ευρωζώνης, καθώς το ΑΕΠ της Ελλάδας εξακολουθεί να είναι 20% μικρότερο από το πρώτο τρίμηνο του 2008. (Βλ. Διάγραμμα 2.)

Δεύτερον, έχουν σημειωθεί διαρθρωτικές βελτιώσεις στην οικονομία τα τελευταία χρόνια. Για παράδειγμα, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει μειωθεί, οι φορολογικοί συντελεστές έχουν μειωθεί, το επιχειρηματικό περιβάλλον έχει βελτιωθεί (εν μέρει λόγω της ψηφιοποίησης) και τα δημόσια οικονομικά είναι πιο σταθερά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τρίτον, η Ελλάδα είναι λιγότερο εκτεθειμένη από πολλές χώρες στον αντίκτυπο των υψηλότερων επιτοκίων. Η πίστωση από τις τράπεζες προς τον ιδιωτικό τομέα μειώθηκε από 104% του ΑΕΠ το 2017 σε 60% το 2021. Το χρέος των νοικοκυριών μειώθηκε από 126% του διαθέσιμου εισοδήματος το 2013 σε 93% το 2021. Και παρόλο που η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει μακράν το υψηλότερο δημόσιο χρέος στην ευρωζώνη, αυτό έχει υποχωρήσει απότομα από το 2020 ενώ το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο είναι πλεονασματικό» καταλήγει η Capital Economics.