Δαπάνες-ρεκόρ από Facebook και Amazon για την άσκηση πολιτικής πίεσης

Δαπάνες-ρεκόρ από Facebook και Amazon για την άσκηση πολιτικής πίεσης
Και όλα αυτά υπό το άγρυπνο βλέμμα της Ουάσινγκτον που παρακολουθεί στενά τις επιχειρηματικές πρακτικές των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών.

των Naomi Nix & Ben Brody, Bloomberg

Η Facebook Inc. και η Amazon.com Inc. έκαναν δαπάνες-ρεκόρ για δραστηριότητες lobbying στο τρίτο τρίμηνο του 2019, καθώς η Ουάσιγκτον εντείνει την εποπτεία των επιχειρηματικών πρακτικών των τεχνολογικών γιγάντων.

Το Facebook δαπάνησε 4,8 εκατ. δολάρια – ποσό αυξημένο σχεδόν κατά 70% σε σχέση με την ίδια περίοδο πέρυσι. Η μεγαλύτερη εταιρεία κοινωνικών μέσων στον κόσμο είναι αντιμέτωπη με μια μεγάλη λίστα προκλήσεων, συμπεριλαμβανομένων των ομοσπονδιακών και πολιτειακών ερευνών για παραβίαση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, καθώς και επικρίσεων σχετικά με τη διαχείριση των προσωπικών πληροφοριών των χρηστών και την επεξεργασία του πολιτικού περιεχομένου.

Η Amazon δαπάνησε 4 εκατ. δολάρια για την άσκηση πολιτικής πίεσης – το μεγαλύτερο ποσό που ο κολοσσός του ηλεκτρονικού εμπορίου έχει ξοδέψει ποτέ σε ένα μόνο τρίμηνο. Ο γίγαντας της διαδικτυακής λιανικής πώλησης, ο οποίος έχει μια ποικιλία δραστηριοτήτων, δέχεται κριτικές από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής σχετικά με τις εξαγορές της και την προσφορά της για ένα πολύ μεγάλο συμβόλαιο cloud του αμερικανικού Πενταγώνου.

Η δαπάνη από τη Google της Alphabet Inc. υποχώρησε σχεδόν κατά 50%, στα 2,8 εκατ. δολάρια, από τα 5,5 εκατομμύρια δολάρια που η εταιρεία δαπάνησε κατά την ίδια περίοδο του περασμένου έτους, καθώς αναδιαρθρώνει τις δραστηριότητες lobbying της στην Ουάσινγκτον υπό τον Karan Bhatia, επικεφαλής παγκόσμιας πολιτικής που προσχώρησε στην εταιρεία πέρυσι. Τον Σεπτέμβριο, η Google προσέλαβε τον Mark Isakowitz, στέλεχος των Ρεπουμπλικάνων στη Γερουσία, για να διευθύνει τις δραστηριότητές της στην αμερικανική πρωτεύουσα, αντικαθιστώντας τη Susan Molinari. Κατά το δεύτερο τρίμηνο, η Google έληξε τη συνεργασία της με πάνω από μια ντουζίνα λομπίστες σε έξι εξωτερικές επιχειρήσεις.

Οι μεγάλες πλατφόρμες διαδικτύου αντιμετωπίζουν άνευ προηγουμένου έλεγχο των επιχειρηματικών τους πρακτικών μετά από χρόνια απόλυτης αδράνειας στην Ουάσινγκτον. Τόσο το Υπουργείο Δικαιοσύνης όσο και η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου, οι οποίες έχουν ως αρμοδιότητα την επιβολή των αντιμονοπωλιακών νόμων, ανακοίνωσαν ευρείες έρευνες στον κλάδο της τεχνολογίας – υπονοώντας ότι το Facebook και ενδεχομένως η Amazon θα διερευνηθούν παράλληλα κι από τις δύο υπηρεσίες. Αυτό προέκυψε μετά από αναφορές τον Μάιο ότι οι δύο υπηρεσίες έχουν επεξεργαστεί την επίβλεψη τεσσάρων τεχνολογικών γιγάντων, με το Υπουργείο να αναλαμβάνει τη Google και την Apple Inc. και την Επιτροπή να αναλαμβάνει το Facebook και την Amazon.

Η Apple ανακοίνωσε ότι ξόδεψε 1,8 εκατ. δολάρια κατά το τρίτο τρίμηνο, ποσό αυξημένο κατά 34% σε σχέση με την ίδια περίοδο πέρυσι. Η εταιρεία δήλωσε ότι έχει ασκήσει πολιτικές πιέσεις σε μια σειρά ζητημάτων, συμπεριλαμβανομένων των δασμών, της ιδιωτικότητας, των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, και της πρόσβασης της κυβέρνησης στα δεδομένα.

Η Επιτροπή Δικαστικών Επιθέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων ερευνά επίσης θέματα αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας στον τομέα της τεχνολογίας, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου του τρόπου με τον οποίο η Amazon αντιμετωπίζει τους τρίτους πωλητές στην πλατφόρμα της. Η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου έχει θέσει ερωτήματα σε εμπόρους που πωλούν τα προϊόντα τους μέσω της Amazon, σύμφωνα με το Bloomberg. Το Facebook και η Google αντιμετωπίζουν επίσης έρευνες σχετικά με παραβίαση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας από πολιτειακούς γενικούς εισαγγελείς σε ολόκληρη τη χώρα.

Οι εταιρείες δεν τα πάνε και πολύ καλά στην Ουάσινγκτον, μετά από χρόνια δημοφιλίας, εν μέρει λόγω των αποκαλύψεων για το πώς η ρωσική εμπλοκή στις εκλογές του 2016 εκμεταλλεύτηκε το Facebook, καθώς και λόγω των ανησυχιών για τις πρακτικές τους αναφορικά με την προστασία της ιδιωτικότητας.

Τον Ιούλιο, το Facebook συμφώνησε να πληρώσει 5 δισεκατομμύρια δολάρια στην Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου – το μεγαλύτερο πρόστιμο αναφορικά με την προστασία της ιδιωτικότητας στην ιστορία της υπηρεσίας – για να διευθετήσει το σκάνδαλο Cambridge Analytica, στο οποίο μια εταιρεία παροχής συμβουλών που προσλήφθηκε από την εκστρατεία του Donald Trump έλαβε δεδομένα χωρίς γνώση των χρηστών από έναν ερευνητή, ο οποίος δημιούργησε μια εφαρμογή κουίζ προσωπικότητας στο κοινωνικό δίκτυο. Στη Google επιβλήθηκε επίσης πρόστιμο από την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου για να διευθετήσει τις κατηγορίες ότι παραβίασε την ιδιωτικότητα των παιδιών στην πλατφόρμα του YouTube.

Το Facebook άσκησε πολιτικές πιέσεις αναφορικά με τον ανταγωνισμό, τη διαδικτυακή διαφήμιση, ένα νομοσχέδιο για τη διαφάνεια της χρηματοδότησης εκστρατειών με επίκεντρο τις ψηφιακές διαφημίσεις, και την ομοσπονδιακή νομοθεσία περί ιδιωτικότητας, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με τις δηλώσεις που υπέβαλλε και καλύπτουν την περίοδο που λήγει στις 30 Σεπτεμβρίου. Οι δραστηριότητες lobbying στόχευσαν στο Κογκρέσο, την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου, και το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Το Google έκανε lobbying για ζητήματα που αφορούν το παγκόσμιο εμπόριο, την ψηφιακή διαφήμιση, την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο και άλλα ζητήματα, σύμφωνα με τα έγγραφα που υπέβαλλε.

Κλαδικές ενώσεις που εκπροσωπούν το Facebook και τη Google έχουν προωθήσει επίσης, πολιτικά, την εμπορική συμφωνία των Ηνωμένων Πολιτειών με το Μεξικό και τον Καναδά που θα αντικαταστήσει τη NAFTA – συμφωνία η οποία περιέχει αρκετές διατάξεις ψηφιακής πολιτικής που υποστηρίζουν οι ομάδες, όπως π.χ. η απαλλαγή από οποιαδήποτε νομική ευθύνη αναφορικά με περιεχόμενο τρίτων μερών που φιλοξενούν οι διαδικτυακές πλατφόρμες.

Αυτή η «ασπίδα προστασίας» απειλείται ολοένα και περισσότερο στις ΗΠΑ. Η ηγεσία της πανίσχυρης Επιτροπής Ενέργειας και Εμπορίου της Βουλής των Αντιπροσώπων πρότεινε σε μια επιστολή της τον Αύγουστο ότι η απαλλαγή από την ευθύνη, η οποία βοηθά τις εταιρείες να αποφύγουν ένα ευρύ φάσμα αγωγών, δεν θα πρέπει να παραμείνει στην εμπορική συμφωνία. Ο κολοσσός του λογισμικού Oracle Corp. δαπάνησε 1,7 εκατ. δολάρια το τρίτο τρίμηνο του έτους – ποσό αυξημένο κατά 20% σε σχέση με την ίδια περίοδο πέρυσι. Η Microsoft Corp. αύξησε ελαφρώς τις δαπάνες της στα 2,3 εκατ. δολάρια την ίδια περίοδο.

Και οι δύο εταιρείες ανταγωνίζονται την Amazon αναφορικά με ένα συμβόλαιο υπολογιστικής cloud για το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ αξίας 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες που προσέλκυσαν την προσοχή του Λευκού Οίκου. Τον Ιούλιο, ο Trump δήλωσε ότι σκέφτεται να παρέμβει αφότου άκουσε σχετικές καταγγελίες ότι οι όροι προσφοράς είναι μεροληπτικοί και αποτελούν προϊόν σύγκρουσης συμφερόντων. Ο υπουργός Άμυνας Mark Esper διέταξε μια διερεύνηση της σύμβασης, η οποία είναι γνωστή ως Joint Enterprise Defense Infrastructure (JEDI). Ο Έσπερ είπε ότι δεν υπάρχει «συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα» για την ολοκλήρωση της διερεύνησης.

Η Oracle διεξάγει μια εκστρατεία άσκησης πολιτικής πίεσης κατά του συγκεκριμένου προγράμματος υπολογιστικής cloud εδώ και περίπου δύο χρόνια. Η Amazon φαίνεται ότι αντεπιτίθεται. Τον Ιούνιο, το τμήμα cloud της, Amazon Web Services, προσέλαβε τον Jeff Miller – με διασυνδέσεις στο περιβάλλον Trump – για να κάνει lobbying υπέρ της εταιρείας.