Deutsche Bank: Ιστορικό το deal ΗΠΑ-ΕΕ – Οι προκλήσεις, οι στόχοι και ο αντίκτυπος στην Ελλάδα

Deutsche Bank: Ιστορικό το deal ΗΠΑ-ΕΕ – Οι προκλήσεις, οι στόχοι και ο αντίκτυπος στην Ελλάδα
Photo: Shutterstock
Η γερμανική τράπεζα εκτιμά ότι οι αριθμοί «δεν βγαίνουν» εύκολα…

Τη νέα εμπορική συμφωνία ΗΠΑ–ΕΕ, η οποία αποσκοπεί στην αποφυγή κλιμάκωσης των δασμών και προβλέπει συνολικές «στρατηγικές αγορές» ύψους 750 δισ. δολαρίων, επενδύσεις 600 δισ. δολαρίων στις ΗΠΑ και μαζικές αγορές στρατιωτικού εξοπλισμού, αναλύει η Deutsche Bank στην έκθεσή της Focus Europe, χαρακτηρίζοντάς το… ιστορικό.

Παρά τους φιλόδοξους στόχους, η Deutsche Bank εκτιμά ότι οι αριθμοί «δεν βγαίνουν» εύκολα: ακόμα κι αν αυξηθούν οι εισαγωγές LNG και πετρελαίου από τις ΗΠΑ και διπλασιαστούν οι αγορές μικροτσίπ, παραμένει μεγάλο κενό μέχρι τον ετήσιο στόχο των 215 δισ. ευρώ.  

Σύμφωνα με την ανάλυση, το άμεσο κόστος για την οικονομία της ΕΕ εκτιμάται περίπου στο 0,5% του ΑΕΠ – λίγο υψηλότερο από ό,τι θα προκαλούσαν δασμοί 10%.

Σημειωτέον, σε γράφημα της Deutsche Bank που παρουσιάζει την άμεση επίδραση ανά χώρα, η Ελλάδα εμφανίζεται να επηρεάζεται λιγότερο σε σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ, με εκτιμώμενη επίπτωση μικρότερη του 0,2% του ΑΕΠ.

Το deal

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέληξαν σε μια νέα εμπορική συμφωνία, αποφεύγοντας την κλιμάκωση και τις αμοιβαίες κυρώσεις που θα μπορούσαν να πλήξουν σοβαρά τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη. Αν και η συμφωνία περιλαμβάνει δασμούς υψηλότερους του αναμενομένου, θεωρείται από πολιτικούς και οικονομικούς κύκλους η καλύτερη δυνατή επιλογή σε δύσκολες συνθήκες.

Η συμφωνία προβλέπει δασμούς 15%, ποσοστό υψηλότερο από τον αρχικό στόχο του 10%. Ωστόσο, για κρίσιμους κλάδους όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, οι δασμοί μειώθηκαν από 27,5% σε 15%, ενώ συμφωνήθηκαν μηδενικοί δασμοί («zero-for-zero tariffs») σε τομείς όπως η αεροναυπηγική και οι κρίσιμες πρώτες ύλες. Η ΕΕ επιδιώκει περαιτέρω εξαιρέσεις, ενώ ο δασμός 15% για τα φαρμακευτικά προϊόντα θεωρείται το ανώτατο όριο.

Για να επιτευχθεί η συμφωνία και να αποφευχθεί η αύξηση των δασμών στο 30%, η ΕΕ δεσμεύτηκε για στρατηγικές αγορές ύψους 750 δισ. δολαρίων – περιλαμβανομένων μεγάλων αγορών στρατιωτικού εξοπλισμού – και επενδύσεις 600 δισ. δολαρίων στις ΗΠΑ.

Το πραγματικό κόστος για την ΕΕ

Παρά τους φαινομενικά μεγάλους αριθμούς, η Deutsche Bank εκτιμά ότι το άμεσο οικονομικό κόστος των νέων δασμών αντιστοιχεί σε περίπου 0,5% του ΑΕΠ της ΕΕ – λίγο υψηλότερο από την αρχική εκτίμηση με δασμούς 10%, αλλά όχι πολύ μεγαλύτερο.

Οι στρατηγικές αγορές αφορούν σε μεγάλο βαθμό την ενέργεια (περισσότερες εισαγωγές LNG από τις ΗΠΑ) και την τεχνολογία (π.χ. ημιαγωγούς και AI), που ούτως ή άλλως συνδέονται με τους στόχους ψηφιακού μετασχηματισμού της ΕΕ. Επιπλέον, καθώς η ΕΕ στοχεύει να αυξήσει την εγχώρια αμυντική παραγωγή, η εξάρτηση από αμερικανικό στρατιωτικό εξοπλισμό ήταν ήδη δεδομένη.

Το μεγάλο ερώτημα είναι τα 600 δισ. δολάρια επενδύσεων στις ΗΠΑ: αν αυτά τα κεφάλαια «φεύγουν» από την ευρωπαϊκή αγορά, το κόστος μπορεί να είναι σημαντικό. Ωστόσο, οι ενδείξεις δείχνουν πως πρόκειται κυρίως για ιδιωτικές επενδυτικές προθέσεις που ήταν ήδη στον ορίζοντα, παρά για νέα επιπλέον κεφάλαια.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Επικαιροποίηση προβλέψεων για την ΕΚΤ

Με τη συμφωνία να μειώνει την αβεβαιότητα γύρω από την εμπορική πολιτική, η Deutsche Bank αναθεώρησε την εκτίμησή της για την πορεία των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αν και παραμένει ένα σενάριο κινδύνου να δούμε νέες μειώσεις επιτοκίων, πλέον το βασικό σενάριο προβλέπει σταθερό μέγιστο επιτόκιο στο 2%.

Λόγω της σημαντικής δημοσιονομικής χαλάρωσης και των επενδύσεων, το πιθανότερο επόμενο βήμα για την ΕΚΤ εκτιμάται πως θα είναι αύξηση επιτοκίων στο τέλος του 2026.

Η μεγάλη εικόνα για τις αγορές και τις επιχειρήσεις

Η συμφωνία δίνει ανάσα στις ευρωπαϊκές και αμερικανικές επιχειρήσεις, περιορίζοντας την αβεβαιότητα που θα έφερνε μια εμπορική σύγκρουση. Παράλληλα, η ανάγκη για επενδύσεις σε στρατηγικούς τομείς, όπως η ενέργεια και η τεχνολογία, αναμένεται να δημιουργήσει ευκαιρίες ανάπτυξης και συνεργασίας.

Συνολικά, η συμφωνία δεν εξαλείφει τους κινδύνους για το διεθνές εμπόριο και τις αγορές, αλλά μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο σοβαρής αναταραχής, προσφέροντας ένα πιο σταθερό περιβάλλον για επενδύσεις και στρατηγικό σχεδιασμό, καταλήγει η γερμανική τράπεζα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ