Η Δύση δεν πρέπει να αφήσει τη Ρωσία να καταρρεύσει

Η Δύση δεν πρέπει να αφήσει τη Ρωσία να καταρρεύσει

Η οικονομία της Ρωσίας είναι πλέον «πολύ μεγάλη για να αποτύχει», και η πολιτική και στρατιωτική ισχύς της χώρας πολύ επικίνδυνη για να αγνοηθεί.

Η Δύση δεν πρέπει να ανακατεύει τη θράκα που περιστοιχίζει την τραυματισμένη οικονομία της Ρωσίας.

Οι συζητήσεις στην Ουάσινγκτον και τις Βρυξέλλες την εβδομάδα που μας πέρασε σχετικά με τη θέσπιση νέων οικονομικών κυρώσεων εναντίον της Ρωσίας είναι αντιπαραγωγικές και θα κάνουν τα πράγματα χειρότερα για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Είτε σας αρέσει είτε όχι, η οικονομία της Ρωσίας είναι πλέον «πολύ μεγάλη για να αποτύχει», και η πολιτική και στρατιωτική ισχύς της χώρας πολύ επικίνδυνη για να αγνοηθεί. Η Δύση ίσως έχει περισσότερη τύχη για να πετύχει τους στόχους της στην περιοχή βοηθώντας, και όχι πληγώνοντας, τη ρωσική αρκούδα τώρα που αυτή έχει ανάγκη από βοήθεια.

Ο Ρώσος Πρόεδρος Βλάντιμιρ Πούτιν εμφανίστηκε να αψηφά τις δυσκολίες την προηγούμενη Πέμπτη, λέγοντας στους δημοσιογράφους ότι θα εργαστεί σκληρά για να τονώσει την πληττόμενη οικονομία της Ρωσίας, καθήκον που ίσως απαιτήσει δυο χρόνια για να εκπληρωθεί. Μόλις δυο μέρες πριν, η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας αναγκάστηκε να αυξήσει τα επιτόκια κατά 6,5% για να περιορίσει την ελεύθερη πτώση του ρωσικού νομίσματος.

Ο Πρόεδρος Πούτιν απέδωσε ένα μεγάλο μέρος των οικονομικών προβλημάτων της Ρωσίας στην πτώση των τιμών του πετρελαίου, που από τον Ιούνιο μέχρι σήμερα έχουν μειωθεί κατά 45%. Το ποσοστό είναι περίπου ίδιο με το ποσοστό της πτώσης της αξίας του ρουβλίου έναντι του αμερικανικού δολαρίου. Σύμφωνα με την εκτίμηση του Πούτιν, 25%-30% της ευθύνης για την καταβαράθρωση της ρωσικής οικονομίας ανήκει στις δυτικές κυρώσεις, οι οποίες προήλθαν ως αντίδραση στην προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία.

Δεν είναι σαφές ποια έχει υπάρξει η επίδραση των δυτικών κυρώσεων στη ρωσική οικονομία. Η εκτίμηση του Πούτιν ως προς τη ποσοτική συμβολή των κυρώσεων φαίνεται αρκετά λογική. Οι κυρώσεις ξεκίνησαν από χαμηλά, αλλά πλέον έχουν καταστήσει δύσκολη την επιχειρηματική δραστηριότητα ολόκληρων τομέων της ρωσικής οικονομίας, όπως ο χρηματοπιστωτικός, ο ενεργειακός και ο αμυντικός.

Εντωμεταξύ, η ρωσική κυβέρνηση έχει ξοδέψει περίπου 90 δισεκατομμύρια δολάρια από την αρχή του χρόνου για να υποστηρίξει το ρούβλι, με συνέπεια τη μείωση των αποθεμάτων της σε δολάρια κατά 20%. Ο Πούτιν δήλωσε ότι δεν πρόκειται να ξοδέψει όλα τα αποθέματα δολαρίου της χώρας του για τη στήριξη του ρουβλίου. Παραμένει όμως άγνωστο το πού θα σταματήσει.

Δεν υπάρχουν πολλά που να μπορεί να κάνει η Δύση για να δώσει ώθηση στις τιμές του πετρελαίου, αλλά θα μπορούσε να βοηθήσει τα πράγματα επιτρέποντας σε ρωσικές εταιρείες την πρόσβαση σε αγορές δολαρίου, τουλάχιστον προσωρινά, μέχρι να υποχωρήσει ο πανικός. Εξάλλου, οι κυρώσεις σχεδιάστηκαν ώστε να τιμωρήσουν τη Ρωσία για τις ενέργειές της στην Ουκρανία, και όχι για να τη σκοτώσουν. Κανένας – τουλάχιστον κανένας σώφρων άνθρωπος – δεν θέλει να δει τη Ρωσία να χρεοκοπεί και να πέφτει στο οικονομικό χάος. Αυτό θα ήταν κακό για τους γερμανούς εξαγωγείς αυτοκινήτων, κακό για τις αμερικανικές εταιρείες ενέργειας, κακό για τις ιταλικές τράπεζες, και κακό για τη Wall Street. Μπορεί η ρωσική οικονομία να μην είναι τόσο μεγάλη όσο η οικονομία των ΗΠΑ ή της Ευρ. Ένωσης, αλλά η κατάρρευσή της δεν θα είναι ένα μεμονωμένο γεγονός. Σύντομα, θα έχει μεταδοθεί στα κράτη-μέλη της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών και στην Ανατολική Ευρώπη, περιφέρειες των οποίων οι χώρες διατηρούν ισχυρές εμπορικές σχέσεις με τη Ρωσία.

Ο Πούτιν απολαμβάνει της αποδοχής του 80% του ρωσικού λαού – ποσοστό πολύ υψηλότερο απ’ οποιονδήποτε ηγέτη στη Δύση. Δεν πρόκειται να πάει πουθενά, και καλά θα κάνουν οι δυτικοί ηγέτες να ξεχάσουν την οποιαδήποτε ιδέα αλλαγής καθεστώτος. Το μόνο που θα καταφέρουν οι δυτικές χώρες, αν συνεχίσουν έτσι, είναι να επιτρέψουν στον Πούτιν να συγκεντρώσει ακόμα περισσότερη εξουσία, με πρόφαση την υποστήριξη της πληγείσας ρωσικής οικονομίας.