Ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους οι κατηγορούμενοι για τα Σούπερ Πούμα

Ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους οι κατηγορούμενοι για τα Σούπερ Πούμα

Απολογήθηκαν οι δύο επιχειρηματίες που εμπλέκονται σε παράνομες αμοιβές για την αγορά ελικοπτέρων.

Ελεύθεροι με την επιβολή του περιοριστικού όρου της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και της χρηματικής εγγύησης 250.000 ευρώ στον καθένα, αφέθηκαν μετά την απολογία τους στον ανακριτή Διαφθοράς, Γαβριήλ Μαλλή, οι κατηγορούμενοι στην υπόθεση της αγοράς ελικοπτέρων Σούπερ Πούμα, Αλέξανδρος Τσάτσος και Σταύρος Κομνόπουλος.

Οι δύο επιχειρηματίες απολογήθηκαν κατηγορούμενοι για δωροδοκία και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, καθώς τους καταλογίζεται ότι διακίνησαν παράνομες πληρωμές, ύψους 5,5 εκατομμυρίων ευρώ, για την προμήθεια των ελικοπτέρων Super Puma το 2000.

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο που έχει συνταχθεί σε βάρος τους, οι δύο επιχειρηματίες διακίνησαν παράνομες πληρωμές μέσω της εταιρείας Malwern, η οποία λειτούργησε ως μεσάζοντας για την επίμαχη αγορά από την κατασκευάστρια εταιρεία Εurocopter.

Στα κατηγορητήρια που έχει συντάξει εναντίον τους ο ανακριτής Μαλλής, αναφέρεται πως οι κ.κ. Τσάτσος και Κομνόπουλος το 1998 «υποσχέθηκαν στους πρώην αξιωματικούς της Πολεμικής Αεροπορίας ωφελήματα ποσού 523.773 ευρώ τουλάχιστον, προκειμένου αυτοί, υπό την ιδιότητά τους ως κρατικοί αξιωματούχοι, να προβούν στις αναγόμενες στα καθήκοντά τους υπηρεσιακές ενέργειες σχετικά με την υπηρεσιακή προώθηση και σύναψη της υπ΄αριθ.037/00 σύμβασης προμήθειας των ελικοπτέρων super puma, κατά παράβαση των καθηκόντων τους».

Καταλογίζεται, επίσης, στους δύο κατηγορούμενους ότι προχώρησαν σε σειρά κινήσεων και συναλλαγών σε πολλούς χρηματοπιστωτικούς φορείς σε διάφορες χώρες, «με σκοπό να απομακρυνθούν τα ίχνη των κεφαλαίων από την αρχική τους προέλευση και να παρεμποδισθεί ο εντοπισμός τους από τα ελεγκτικά όργανα από την Ελλάδα».

Σύμφωνα με τη δικογραφία, τα παράνομα χρήματα προς τους τρεις κατηγορούμενους απόστρατους αξιωματικούς διακινήθηκαν από την εταιρεία Malwern. Ακόμα, από την επίμαχη δωροδοκία φαίνεται να κατευθύνθηκαν χρήματα και προς εξωχώρια εταιρεία που ισότιμοι δικαιούχοι της εμφανίζονται ο πρόεδρος του ΛΑΟΣ, Γιώργος Καρατζαφέρης και ο γιος του.

Ήδη στον κ. Μαλλή απολογήθηκε πριν από λίγες ημέρες ο ένας εκ των τριών αξιωματικών εν αποστρατεία, ο οποίος αφέθηκε ελεύθερος με την επιβολή χρηματικής εγγύησης και εκκρεμούν για τις επόμενες ημέρες οι απολογίες των άλλων δύο στρατιωτικών.

Για τα χρήματα που φέρεται να έλαβε ο πρόεδρος του ΛΑΟΣ από τη Malwern αναμένεται τις επόμενες ημέρες να κληθεί από τον Εφέτη Ειδικό Ανακριτή, κατηγορούμενος για ανακριβή δήλωση «πόθεν έσχες» σε βαθμό κακουργήματος και πλημμεληματικού βαθμού συμμετοχή σε off shore. Οι κατηγορίες αφορούν το ποσό των 1,65 εκατ. ευρώ που φέρεται να έλαβε ο κ. Καρατζαφέρης από εταιρεία που συνδέεται με τον κ. Τσάτσο, την περίοδο 2007-2008.

Οι δύο επιχειρηματίες πάντως φέρονται να αρνούνται τις κατηγορίες που τους αποδίδονται, επιμένοντας ότι δεν δόθηκαν «μαύρα χρήματα» για την αγορά των ελικοπτέρων.

Επιπλέον, οι δύο κατηγορούμενοι αναφέρουν πως στην «υπόθεση Καρατζαφέρη» δεν τίθεται θέμα «μίζας» και δωροδοκίας αλλά «εξυπηρέτησης».

Όπως ισχυρίστηκαν, τους ζητήθηκε από τον τραπεζίτη τους να διευκολύνουν πελάτη του (σ.σ. τον κ. Καρατζαφέρη) που χρειάζονταν χρήματα στο εξωτερικό και δεν ήθελε να χρησιμοποιήσει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Έτσι και επειδή, όπως φέρονται να υποστηρίζουν, και εκείνοι χρειάζονταν άμεσα χρήματα σε γειτονική της Ελλάδας χώρα, για την αγορά ακινήτου και αντίστοιχα ήθελαν να αποφύγουν για διάφορους διαδικαστικούς λόγους το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, δέχθηκαν την πρόταση που τους έγινε. Το όφελός τους θα ήταν ότι τα χρήματα που αυτοί «έβγαλαν» έξω για λογαριασμό του προέδρου του ΛΑΟΣ θα επιστρέφονταν στη χώρα που ήθελαν, κάτι που ο κ. Καρατζαφέρης είχε τη δυνατότητα να κάνει.

Για τα χρήματα που φαίνονται να δόθηκαν στους τρεις στρατιωτικούς, οι επιχειρηματίες υποστήριξαν ότι δεν είναι παράνομες πληρωμές, ισχυρισμός που ενισχύεται, όπως λένε οι κατηγορούμενοι, από το γεγονός πως η μεγαλύτερη καταβολή του ποσού γίνεται το 2007, επτά χρόνια δηλαδή μετά την υπογραφή της σύμβασης. Τονίζουν, επίσης, πως η κατάθεση πραγματοποιείται στον έναν εξ αυτών, τον Θεόδωρο Μόσχο, που ήταν και συνεργάτης τους. Όσο για τα ποσά που από τον κ. Μόσχο κατευθύνονται στους άλλους δύο απόστρατους, οι επιχειρηματίες υποστηρίζουν ότι επρόκειτο για εξυπηρέτηση που είχαν ζητήσει.