ΕΛΣΤΑΤ: 10% των Ελλήνων δεν μπορεί να εξασφαλίσει καθημερινά γεύμα με κρέας ή ψάρι στα παιδιά του
- 16/05/2025, 17:15
- SHARE

Πάνω από το 10% των νοικοκυριών στην Ελλάδα για το 2024 δεν μπορούσε να παρέχει στο παιδί του τουλάχιστον γεύμα με κρέας, κοτόπουλο ή ψάρι σε καθημερινή βάση, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε την Παρασκευή η ΕΛΣΤΑ.
Σημειώνεται πως η Eurostat περιλαμβάνει τον εν λόγω δείκτη μεταξύ των στοιχείων που παρατηρούνται σε επίπεδο νοικοκυριού για τον υπολογισμό του ποσοστού σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης.
Το αντίστοιχο ποσοστό για τον φτωχό πληθυσμό της χώρας μας έφτασε το 31,7%, ενώ για μη φτωχό πληθυσμό ήταν στο 4,5%.
Παράλληλα, το 16,6% των Ελλήνων δεν μπορούσε να ανταποκριθεί σε εκδήλωσεις όπως γενέθλια και ονομαστικές εορτές των παιδιών, ενώ πάνω από το 1/4 των νοικοκυριών (26%) δεν μπορούσαν να παρέχουν μια εβδομάδα διακοπών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία:
Το 2,5% του πληθυσμού που διαβιοί σε νοικοκυριά με ένα τουλάχιστον παιδί ηλικίας έως 15 ετών, δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να παρέχει στα παιδιά του κάποια καινούρια ρούχα. Τα ποσοστά για τον φτωχό πληθυσμό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 8,3% και 0,8%, αντίστοιχα.
Το 2,2% του πληθυσμού που διαβιοί σε νοικοκυριά με ένα τουλάχιστον παιδί ηλικίας έως 15 ετών, δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να παρέχει στα παιδιά του δύο ζευγάρια υποδημάτων στο σωστό μέγεθος. Τα ποσοστά για τον φτωχό πληθυσμό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε
6,0% και 1,1%, αντίστοιχα.
Το 2,7% του πληθυσμού που διαβιοί σε νοικοκυριά με ένα τουλάχιστον παιδί ηλικίας έως 15 ετών, δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να παρέχει στα παιδιά του φρούτα και λαχανικά μια φορά την ημέρα. Τα ποσοστά για τον φτωχό πληθυσμό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 8,1%
και 1,3%, αντίστοιχα.
Το 10,4% του πληθυσμού που διαβιοί σε νοικοκυριά με ένα τουλάχιστον παιδί ηλικίας έως 15 ετών, δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να παρέχει στα παιδιά του ένα τουλάχιστον γεύμα με κρέας, κοτόπουλο ή ψάρι σε καθημερινή βάση. Τα ποσοστά για τον φτωχό πληθυσμό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 31,7% και 4,5%, αντίστοιχα
Το 9,6% του πληθυσμού που διαβιοί σε νοικοκυριά με ένα τουλάχιστον παιδί ηλικίας έως 15 ετών, δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να παρέχει στα παιδιά του εξοπλισμό υπαίθριων δραστηριοτήτων αναψυχής. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό πληθυσμό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 29,9% και 4,0%.
Το 4,8% του πληθυσμού που διαβιοί σε νοικοκυριά με ένα τουλάχιστον παιδί ηλικίας έως 15 ετών, δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να παρέχει στα παιδιά του παιχνίδια εσωτερικού χώρου. Τα ποσοστά για τον φτωχό πληθυσμό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 14,4% και 2,1%, αντίστοιχα.
Το 5,7% του πληθυσμού που διαβιοί σε νοικοκυριά με ένα τουλάχιστον παιδί ηλικίας έως 15 ετών, δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να παρέχει στα παιδιά του εξωσχολικά βιβλία κατάλληλα για την ηλικία τους. Τα ποσοστά για τoν φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται, αντίστοιχα, σε 17,4% και 2,4%.
Το ποσοστό του φτωχού πληθυσμού που διαβιοί σε νοικοκυριά με ένα τουλάχιστον παιδί ηλικίας έως 15 ετών που δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συμμετέχουν τα παιδιά του τακτικά σε δραστηριότητες αναψυχής ανέρχεται σε 74,8%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχεται σε 10,7%. Για το σύνολο του πληθυσμού με ένα τουλάχιστον παιδί ηλικίας έως 15 ετών, το αντίστοιχο ποσοστό είναι 24,6%.
Το 16,6% του πληθυσμού που διαβιοί σε νοικοκυριά με ένα τουλάχιστον παιδί ηλικίας έως 15 ετών δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να διοργανώνει εκδηλώσεις όπως γενέθλια, ονομαστικές εορτές κ.λπ. για τα παιδιά του και το 6,3% δεν έχει τη δυνατότητα να προσκαλούν τα παιδιά περιστασιακά φίλους στο σπίτι ή αλλού για παιχνίδι και φαγητό. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 49,2% και σε 16,1%, ενώ για τον μη φτωχό σε 7,5% και 3,6%.
Το ποσοστό του φτωχού πληθυσμού που διαβιοί σε νοικοκυριά με ένα τουλάχιστον παιδί ηλικίας έως 15 ετών που δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να παρέχει στα παιδιά του μια εβδομάδα διακοπών ανέρχεται σε 60,3%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχεται σε 16,5%. Για το σύνολο του πληθυσμού με ένα τουλάχιστον παιδί ηλικίας έως 15 ετών, το αντίστοιχο ποσοστό είναι 26,0%