Eπιστήμονες προειδοποιούν: Θα υπάρξει κι άλλη πανδημία μετά τον κορωνοϊό – και καλό θα ήταν να προετοιμαστούμε γι’ αυτήν από τώρα

Eπιστήμονες προειδοποιούν: Θα υπάρξει κι άλλη πανδημία μετά τον κορωνοϊό – και καλό θα ήταν να προετοιμαστούμε γι’ αυτήν από τώρα
epa08326634 Members of Emergency Military Unit disinfect Marvi Park's geriatric in Barcelona, Spain, 27 March 2020. Spain faces the 13th consecutive day of national lockdown in an effort to slow down the spread of the pandemic COVID-19 disease caused by the SARS-CoV-2 coronavirus. EPA/ENRIC FONTCUBERTA Photo: ΑΠΕ-ΜΠΕ

των Jane J. Kim* & Michelle A. Williams**

Καθώς όλος ο κόσμος κινητοποιείται για να περιορίσει την κρίση του κορωνοϊού, δεν πρέπει να χάσουμε από τα μάτια μας τη μεγάλη εικόνα: είναι θέμα χρόνου να υπάρξει μια επόμενη πανδημία. Οι ΗΠΑ, όπως και κάθε άλλη χώρα, πρέπει να αρχίσουν να προετοιμάζονται για το ενδεχόμενο αυτό όσο το δυνατόν συντομότερα.

Η παγκόσμια εξάπλωση του Covid-19 δεν συνιστά ανωμαλία. Σήμερα, οι μολυσματικές ασθένειες αναδύονται και επανέρχονται ταχύτερα από ποτέ άλλοτε στο παρελθόν. Από το 1980 μέχρι το 2013, ο αριθμός των ετήσιων επιδημιών αυξήθηκε από λιγότερο από 1.000 σε πάνω από 3.000. Μολυσματικές ασθένειες όπως ο Zika, ο MERS-CoV, ο SARS, η χολέρα, το HIV/AIDS, η γρίπη και ο Ebola σκοτώνουν εκατομμύρια κάθε χρόνο, και έχουν υπάρξει στιγμές που οι εξάρσεις των επιδημιών αυτών έχουν καταστρέψει οικονομίες και έχουν σπείρει τον πανικό παγκοσμίως.

Η πραγματικότητα αυτή καταδεικνύει το πόσο εύθραυστη είναι η παγκόσμια οικονομία μας, πόσο ανεπαρκές είναι το δίχτυ κοινωνικής προστασίας των ΗΠΑ, και πόσο προβληματική είναι η συνεχής υπο-επένδυση στο σύστημα δημόσιας υγείας της χώρας. Γνωρίζαμε πάντα ότι η επόμενη κρίση ήταν θέμα χρόνου να συμβεί. Κι όμως, πάντα καταλήγουμε να τρέχουμε τελευταία στιγμή για να αντιδράσουμε αποτελεσματικά, έχοντας αμελήσει τη σωστή προετοιμασία προτού χτυπήσει η πανδημία.

Στον απόηχο κάθε έξαρσης μιας ασθένειας, βλέπουμε συνήθως τη λήψη μέτρων δημόσιας υγείας: επιπλέον χρηματοδότηση, εξειδικευμένες ομάδες που προτείνουν στρατηγικές, ενδιαφέρον για την ανάπτυξη εμβολίων, κλπ. Όμως, σταδιακά όλο αυτό υποχωρεί, οι χρηματοδοτικές προτεραιότητες αλλάζουν και, καθώς η κρίση τίθεται υπό έλεγχο, η προσοχή μας στρέφεται σε άλλα υποτίθεται πιο κρίσιμα ζητήματα. Δεν χρειάζεται να πάτε μακριά: δείτε την επιδημία του Ebola πριν από μόλις πέντε χρόνια. Συνολικά, πάνω από 11.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν, και χιλιάδες παιδιά έμειναν ορφανά.

Αμέσως μετά την τραγωδία, γράφτηκαν πάνω από 40 εκθέσεις και καθεμιά απ’ αυτές εντόπιζε ανησυχητικά τρωτά σημεία: τοπικά συστήματα υγείας που έχουν φθάσει προ πολλού στα όριά τους, έλλειψη συντονισμού μεταξύ κυβερνήσεων και ΜΚΟ, ανεπαρκή συστήματα παρακολούθησης ασθενειών και έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτών και των αρμόδιων τοπικών & εθνικών αρχών.

Η τραγωδία αυτή γρήγορα έφυγε από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Το 2014, το Κογκρέσο έβαλε στην άκρη 5,4 δισεκατομμύρια δολάρια για την καταπολέμηση της επιδημίας του Ebola. Τέσσερα χρόνια μετά, η κυβέρνηση Trump εγκατέλειψε τη συγκεκριμένη δέσμευση και διοχέτευσε αλλού τα εναπομείναντα 252 εκατομμύρια δολάρια που υποτίθεται ότι θα χρησιμοποιούνταν για την οικοδόμηση τοπικών υποδομών και τη μελλοντική πρόληψη επιδημιών. Την ίδια στιγμή, έκλεισε το τμήμα παγκόσμιας υγείας του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας του Λευκού Οίκου.

Αυτό το είδος βραχυπρόθεσμης σκέψης πληρώνει σήμερα η Αμερική. Οι οντότητες δημόσιας υγείας της χώρας είναι ιστορικά υπο-χρηματοδοτούμενες και χαρακτηρίζονται από αδυναμία αύξησης του δυναμικού τους σε περιόδους εκτάκτου ανάγκης. Δεν διαθέτουμε την ικανότητα διεπιστημονικής δουλειάς που απαιτείται για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κρίσης. Και οι εντεινόμενες κοινωνικο-οικονομικές ανισότητες απειλούν να καταστήσουν ακόμα πιο θανατηφόρες τις μελλοντικές πανδημίες.

Τώρα είναι η ώρα να αλλάξει το συγκεκριμένο παράδειγμα.

Οι ΗΠΑ χρειάζονται ισχυρότερα συστήματα δημόσιας υγείας για τον εντοπισμό και τον περιορισμό ασθενειών. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αναπτυχθεί ένα κεντρικό σύστημα παρακολούθησης δεδομένων για τη σύνδεση των εργαστηριακών δεδομένων με τα πληθυσμιακά δεδομένα και τα κλινικά μέτρα, έτσι ώστε οι οργανισμοί του συστήματος υγείας να διαθέτουν τις πληροφορίες που απαιτούνται για την πρόβλεψη εξάρσεων ασθενειών.

Επιπλέον, είναι αναγκαία η επαρκής και μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση της επιστημονικής έρευνας έτσι ώστε να αναπτυχθούν νέα εμβόλια, νέα εργαλεία ταχείας διάγνωσης και νέες θεραπείες. Η ισχυροποίηση των συστημάτων δημόσιας υγείας μεταφράζεται, βεβαίως, και στην επένδυση σε καλύτερες υπηρεσίες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.

Και είναι απαραίτητη η ενίσχυση της επικοινωνίας και του συντονισμού. Οι ΗΠΑ θα ωφεληθούν εάν συσταθεί μια νέα μη κυβερνητική οντότητα που θα συντονίζει την αντίδραση σε εθνικό επίπεδο κατά τη διάρκεια κρίσεων υγείας και θα προετοιμάζει πρωτόκολλα επιδημιών βασισμένα σε επιστημονικά στοιχεία.

Τέλος, πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις υποκείμενες ανισότητες που καθιστούν μια κρίση σαν την παρούσα τόσο καταστροφική για τα άτομα που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες. Βραχυπρόθεσμα, αυτό σημαίνει ότι το πακέτο τόνωσης της οικονομίας που ενέκρινε το Κογκρέσο θα πρέπει να δώσει έμφαση στις μικρές επιχειρήσεις και στους εργαζομένους που θα πληγούν περισσότερο, συμπεριλαμβανομένων των κλάδων του τουρισμού, της λιανικής πώλησης και της gig οικονομίας. Μακροπρόθεσμα, πρέπει να ενισχυθεί το δίχτυ κοινωνικής προστασίας επεκτείνοντας την ασφάλιση των ανέργων, την αναρρωτική άδεια με αποδοχές, την πρόσβαση στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, την ενίσχυση των μικρών επιχειρήσεων και την ασφάλεια σίτισης και στέγασης.

Ακόμα και τώρα, έχουμε μπροστά μας μια ευκαιρία να σπάσουμε τον συνήθη, επικίνδυνο φαύλο κύκλο πανικού και μετέπειτα παραμέλησης που έρχεται μετά από κάθε πανδημία. Αν το κάνουμε, θα σώσουμε αμέτρητες ζωές μελλοντικά.

* Η Jane J. Kim είναι Καθηγήτρια Επιστήμης Αποφάσεων στη Σχολή Δημόσιας Υγείας T.H. Chan του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ.

** Η Michelle A. Williams είναι Καθηγήτρια, κάτοχος της έδρας Αγγελόπουλου για τη Δημόσια Υγεία και τη Διεθνή Ανάπτυξη στη Σχολή Δημόσιας Υγείας T.H. Chan του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ.