Γιάννης Στουρνάρας: Πόσο κινδυνεύει η οικονομία από νέο πληθωριστικό σοκ – Καλύπτουμε το επενδυτικό κενό

Γιάννης Στουρνάρας: Πόσο κινδυνεύει η οικονομία από νέο πληθωριστικό σοκ – Καλύπτουμε το επενδυτικό κενό
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννης Στουρνάρας (Κ) μιλάει στην 91η Ετήσια Τακτική Γενική Συνέλευση των Μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδας που συγκαλείται στο Κεντρικό Κατάστημα της Τράπεζας, Αθήνα Δευτέρα 8 Απριλίου 2024. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΟΡΕΣΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Photo: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Η νομισματική πολιτική πρέπει να επικεντρώνεται πρωτίστως στη σταθερότητα των τιμών  

«Τα πάντα ρει», υπενθύμισε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, δανειζόμενος τα λόγια του Ηράκλειτου, στην ομιλία του στο συνέδριο «Les Rencontres Économiques d’Aix-en-Provence 2025», υπογραμμίζοντας ότι η ίδια ρευστότητα χαρακτηρίζει και τον κόσμο της κεντρικής τραπεζικής.

Στην εκτενή παρέμβασή του, ο κεντρικός τραπεζίτης ανέλυσε πώς η νομισματική πολιτική εξελίχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, από ένα εργαλείο περιορισμένης επιρροής —όπως το αντιλαμβανόταν ακόμη και η Fed τη δεκαετία του ’70— σε έναν αποφασιστικό μηχανισμό θωράκισης της οικονομίας απέναντι σε πληθωριστικούς και χρηματοπιστωτικούς κινδύνους.

Το μάθημα από τον Μεγάλο Πληθωρισμό

Με μια ιστορική αναδρομή, ο Γιάννης Στουρνάρας θύμισε το παράδειγμα του Arthur Burns, τότε προέδρου της Fed, ο οποίος, υπό την πολιτική πίεση του Προέδρου Νίξον, επέλεξε να διατηρήσει χαλαρή τη νομισματική πολιτική παρά το ξέσπασμα του πληθωρισμού στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Η επιλογή αυτή συνέβαλε στον «Μεγάλο Πληθωρισμό» (Great Inflation), μια περίοδο κατά την οποία οι ΗΠΑ βρέθηκαν αντιμέτωπες με διψήφια ποσοστά πληθωρισμού και ανεργίας.

Αντιθέτως, όπως επισήμανε, κεντρικές τράπεζες όπως η Bundesbank και η Ελβετική Κεντρική Τράπεζα υιοθέτησαν έγκαιρα περιοριστική πολιτική, καταφέρνοντας να διαφυλάξουν τις οικονομίες τους από τη διπλή παγίδα πληθωρισμού και ύφεσης.

Το θεμελιώδες συμπέρασμα εκείνης της εποχής, όπως τόνισε ο κ. Στουρνάρας, είναι ότι η νομισματική πολιτική πρέπει να επικεντρώνεται πρωτίστως στη σταθερότητα των τιμών, προκειμένου να αποφευχθεί ο στασιμοπληθωρισμός.

Η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών και η νέα τους εντολή

Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος αναφέρθηκε επίσης στην εξέλιξη της εντολής των κεντρικών τραπεζών μετά τις δεκαετίες του ’70, όταν η σταθερότητα των τιμών αναδείχθηκε σε κύριο στόχο και συνδέθηκε άρρηκτα με την πολιτική ανεξαρτησία των τραπεζών. «Η εμπειρία έχει δείξει ότι μια πολιτικά ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα είναι σε καλύτερη θέση να διασφαλίσει σταθερότητα τιμών προς όφελος των πολιτών της», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Ωστόσο, η εντολή των κεντρικών τραπεζών διευρύνθηκε περαιτέρω μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η οποία αποκάλυψε σοβαρές αδυναμίες στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. «Πολλές κεντρικές τράπεζες απέκτησαν ρητά την αποστολή να διασφαλίζουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αναλαμβάνοντας μακροπροληπτικά καθήκοντα για την αποτροπή συστημικών κινδύνων», σημείωσε ο κ. Στουρνάρας, υπενθυμίζοντας τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στο πλαίσιο της Τραπεζικής Ένωσης.

Η στρατηγική της ΕΚΤ και η συζήτηση για τον στόχο πληθωρισμού

Εστιάζοντας στο Ευρωσύστημα, ο Διοικητής επισήμανε τη σημασία του σαφούς και συμμετρικού στόχου για πληθωρισμό 2% μεσοπρόθεσμα, που θεσμοθετήθηκε το 2021 από την ΕΚΤ. «Προσφέρει σαφήνεια και λειτουργεί ως σημείο αναφοράς για τις αγορές, ενισχύοντας τη σταθερότητα των προσδοκιών», είπε, προσθέτοντας πως η αξιοπιστία που έχτισε η ΕΚΤ όλα αυτά τα χρόνια ήταν καθοριστική, ώστε οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό να παραμείνουν σταθερές, ακόμη και κατά την πρόσφατη κρίση ακρίβειας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Σχολίασε, επίσης, την πρόταση που διατυπώνεται σε ορισμένους κύκλους να αυξηθεί ο στόχος πληθωρισμού άνω του 2%. Ο Γιάννης Στουρνάρας ήταν ξεκάθαρος: «Τέτοιες αλλαγές πρέπει να σταθμιστούν προσεκτικά, καθώς ενέχουν σοβαρό κίνδυνο να υπονομεύσουν την αξιοπιστία που αποκτήθηκε με τόσο κόπο. Αν οι αγορές αρχίσουν να αναμένουν ότι ο στόχος θα αλλάζει συνεχώς, οι προσδοκίες θα μπορούσαν να αποσταθεροποιηθούν, καθιστώντας δυσχερέστερη τη δουλειά μας».

Παράλληλα, εξήγησε γιατί ένας στόχος πληθωρισμού πάνω από το μηδέν είναι απαραίτητος: παρέχει περιθώριο ευελιξίας για την περίπτωση δυσμενών εξελίξεων και προστατεύει από τον κίνδυνο αποπληθωρισμού.

Η κεντρική τραπεζική σε έναν αβέβαιο κόσμο

Ο κ. Στουρνάρας αναγνώρισε ότι το διεθνές οικονομικό περιβάλλον παραμένει εξαιρετικά αβέβαιο, ιδίως μετά τις διαταραχές της πανδημίας και τις γεωπολιτικές εντάσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, έθεσε το κρίσιμο ερώτημα κατά πόσον οι στόχοι και τα εργαλεία των κεντρικών τραπεζών παραμένουν επαρκή ή αν πρέπει να αναθεωρηθούν ώστε να συμπεριλάβουν νέες παραμέτρους, χωρίς όμως να τεθεί σε κίνδυνο η θεμελιώδης αποστολή της σταθερότητας των τιμών.

«Η εξέλιξη της σκέψης σχετικά με το τι μπορούν – και τι δεν μπορούν – να κάνουν οι κεντρικές τράπεζες υπήρξε σημαντική τα τελευταία 50 χρόνια», κατέληξε ο Γιάννης Στουρνάρας, περιγράφοντας μια νομισματική πολιτική που δεν μπορεί πλέον να επιτρέψει στον εαυτό της να υποτιμήσει τον κίνδυνο του πληθωρισμού — ακόμη και αν οι προκλήσεις προέρχονται από την πλευρά της προσφοράς.

Σε έναν κόσμο όπου «τα πάντα ρει», οι κεντρικές τράπεζες μοιάζουν σήμερα περισσότερο παρά ποτέ να αποτελούν τον σταθερό πυλώνα απέναντι στην αβεβαιότητα.

Επενδυτικό κενό

Η Ελλάδα σήμερα καλύπτει σταδιακά το επενδυτικό κενό που την χαρακτηρίζει σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Ήδη οι επενδύσεις στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένονται περίπου στο 16% του ΑΕΠ εφέτος, από 11% του ΑΕΠ το 2019. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι επενδύσεις σήμερα αναμένονται περίπου στο 22% του ΑΕΠ, “υποστήριξε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας σε ημερίδα για την ανταγωνιστικότητα.

Ωστόσο, όπως υποστήριξε, η ενίσχυση της καινοτομίας στην ελληνική οικονομία είναι αναγκαία, διότι η βελτίωση της παραγωγικότητας είναι μονόδρομος όχι μόνο για την αύξηση, αλλά ακόμα και για τη διατήρηση του βιοτικού επιπέδου της ελληνικής κοινωνίας.

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η μέση παραγωγικότητα ανά εργατοώρα στην Ελλάδα είναι μόλις στο 56,2% του ευρωπαϊκού μέσου όρου (μονάδες αγοραστικής δύναμης). Το φαινόμενο αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό απότοκο της κρίσης, στη διάρκεια της οποίας δημιουργήθηκε μεγάλο επενδυτικό κενό, ενώ η οικονομία μας έχασε πολύτιμο εργατικό δυναμικό παραγωγικής ηλικίας. Ωστόσο, ακόμα και πριν από την κρίση, η παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας υπολειπόταν σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου.» 

Εντούτοις, η σύγκριση με τις τάσεις στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει υπέρ της Ελλάδος. Οι ελληνικές εξαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ έχουν διπλασιαστεί από την περίοδο της κρίσης μέχρι σήμερα με αλλαγές και στη δομή τους, ενώ και οι επενδύσεις στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί πολύ ταχύτερα από τις επενδύσεις στην Ευρώπη, με τη συμμετοχή τους στην αύξηση του ΑΕΠ να είναι επίσης σημαντικά μεγαλύτερη.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: