Γιατί ένα ισχυρότερο κινεζικό γιουάν είναι προς το συμφέρον της Κίνας και των αγορών

Γιατί ένα ισχυρότερο κινεζικό γιουάν είναι προς το συμφέρον της Κίνας και των αγορών
Former top Chinese Communist Party leader Mao Zedong peers from China's biggest single-currency note, a 100 Yuan (or Renminbi) note, 22 July 2005 in Beijing. Asia woke to a changed financial landscape after China finally abandoned its decade-old peg to the US dollar, with regional governments and analysts widely applauding Beijing for the move. Asian currencies were uniformly tipped to appreciate in the long-term following China's announcement late 21 July to scrap the yuan peg for an undisclosed trade-weighted basket of currencies, leaving China's new exchange rate set at 8.11 yuan to the dollar compared to the old rate of around 8.28 yuan. AFP PHOTO/Frederic J. BROWN (Photo by FREDERIC J. BROWN / AFP) Photo: AFP
Η πρόσφατη ενίσχυση του κινεζικού γιουάν φέρνει στο προσκήνιο τις γεωοικονομικές επιδιώξεις του Πεκίνου. Πώς συνδέεται με τις κινεζικές μετοχές, τη διεθνοποίηση του νομίσματος και την αποδολαριοποίηση.

Η πρόσφατη ενίσχυση του γιουάν, μετά τη συνάντηση των Κινέζων και Αμερικανών αξιωματούχων στη Γενεύη, έχει πυροδοτήσει εικασίες στους κύκλους των επενδυτών σχετικά με το αν υπήρξε κάποια μυστική συμφωνία για το νόμισμα.

Μόνο ο Αντιπρόεδρος της Κίνας Χε Λιφένγκ, ο Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Σκοτ Μπέσεντ και οι συνεργάτες τους γνωρίζουν την αλήθεια. Ωστόσο, η πρόσφατη άνοδος του νομίσματος έρχεται σε αντίθεση με μια οικονομία που πλήττεται από κρίση στον τομέα των ακινήτων, αποπληθωρισμό και μια κεντρική τράπεζα που ακολουθεί πολιτική νομισματικής χαλάρωσης.

Παρά ταύτα, η απόδοσή του έχει κάνει την Goldman Sachs να στοιχηματίζει ότι τα κινεζικά χρηματιστήρια θα επωφεληθούν από την ενίσχυσή του. 

«Οι κινεζικές μετοχές τείνουν να αποδίδουν καλά όταν ενισχύεται το νόμισμα», δηλώνει ο στρατηγικός αναλυτής της Goldman Sachs, Κίνγκερ Λάου. Η προοπτική του γιουάν, προσθέτει, στηρίζει τη θετική τοποθέτηση της τράπεζας στις κινεζικές μετοχές. Ο Λάου εκτιμά ότι κάθε αύξηση 1% στο γιουάν τείνει να οδηγεί σε άνοδο 3% στα χρηματιστήρια της ενδοχώρας.

Ακόμη κι αν δεν επετεύχθη κάποια συμφωνία με την κυβέρνηση Τραμπ για το γιουάν στη Γενεύη νωρίτερα αυτόν τον μήνα, όπως υποψιάζονται ορισμένοι αναλυτές και traders, η ανοχή της Κίνας σε ένα ισχυρότερο νόμισμα είναι θετική ένδειξη για τη μεγαλύτερη οικονομία της Ασίας.

Σε ένα επίπεδο, τα περιουσιακά στοιχεία που είναι εκφρασμένα σε γιουάν βλέπουν νέα αύξηση της ζήτησης, καθώς οι δασμοί του Τραμπ ενισχύουν τη ρητορική του «πουλήστε Αμερική». Σε άλλο επίπεδο, κερδίζουν έδαφος καθώς το χάος στις ΗΠΑ ωθεί τους επενδυτές στη σχετική σταθερότητα της Κίνας.

Άλλωστε, αυτό ακριβώς οραματίστηκε ο Σι Τζινπίνγκ το 2016, όταν έθεσε τη διεθνοποίηση του γιουάν ως ύψιστη προτεραιότητα.

Πριν από εννέα χρόνια, ο Σι ξεκίνησε ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο για να μετατρέψει το γιουάν σε νόμισμα πρώτης γραμμής. Την ίδια χρονιά, πέτυχε την ένταξή του στο καλάθι αποθεματικών νομισμάτων του ΔΝΤ, μαζί με το δολάριο, το γεν, το ευρώ και τη λίρα.

Σήμερα, το γιουάν προκαλεί ανησυχία στην Ιαπωνία και προβληματίζει τις ΗΠΑ, καθώς πολλές χώρες αναζητούν εναλλακτικές στο δολάριο.

Ωστόσο, παρά το μέγεθος και τη σημασία της κινεζικής οικονομίας των 18 τρισ. δολαρίων, η οποία αποτελεί τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο για πάνω από 120 χώρες, το γιουάν παραμένει υποχρησιμοποιούμενο.

Αυτό οφείλεται στο ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα του Σι εξακολουθεί να προτάσσει τον έλεγχο των ροών κεφαλαίων. Δεν έχει επιτραπεί ακόμη η πλήρης μετατρεψιμότητα του νομίσματος και οι αποφάσεις της Λαϊκής Τράπεζας της Κίνας παραμένουν υπό τον έλεγχο του εσωτερικού κύκλου εξουσίας του Σι.

Το ΔΝΤ αναφέρει ότι το γιουάν αντιπροσωπεύει μόλις το 2,2% των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων, σε σύγκριση με σχεδόν 58% για το δολάριο και 20% για το ευρώ. Σύμφωνα με τη SWIFT, τον Απρίλιο του 2025 το γιουάν χρησιμοποιήθηκε στο 3,5% των παγκόσμιων πληρωμών — πέμπτο σε σειρά μετά το δολάριο, το ευρώ, τη λίρα και το γεν.

Από την άλλη, το χάος που προκαλεί ο Τραμπ αποτελεί μοναδική ευκαιρία για τον Σι να ενισχύσει δραστικά τη χρήση του γιουάν διεθνώς.

Σε βασικό επίπεδο, όπως επισημαίνει ο ανεξάρτητος οικονομολόγος Άντι Σιέ, η άνοδος του γιουάν θα εξέπεμπε «εμπιστοσύνη» στις διεθνείς αγορές. Επιπλέον, θα βοηθούσε το Πεκίνο να «μειώσει τις διαρθρωτικές του αδυναμίες» και να «ενθαρρύνει την κατανάλωση, αποθαρρύνοντας ταυτόχρονα την υπερπαραγωγή».

Υπάρχουν και άμεσοι λόγοι για τους οποίους ο Σι, η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας και το υπουργείο Οικονομικών διστάζουν να υποτιμήσουν περαιτέρω το γιουάν. Ένας από αυτούς είναι η διαχείριση του κινδύνου χρεοκοπίας. Κάθε πτώση στο κινεζικό νόμισμα καθιστά δυσκολότερη την αποπληρωμή των δολαριακών ομολόγων για τους πιο υπερχρεωμένους κατασκευαστές ακινήτων.

Ένα πιο αδύναμο γιουάν αντιβαίνει επίσης στη μακροχρόνια προσπάθεια του Πεκίνου να μειώσει τη μόχλευση. Και ίσως εξοργίσει τον Τραμπ, αυξάνοντας την πιθανότητα επαναφοράς δασμών 145%.

Πέρα όμως από τα γεωπολιτικά γεγονότα, η ενίσχυση του γιουάν εξυπηρετεί τα οικονομικά συμφέροντα της Κίνας. Αρκεί να δούμε την εμπειρία της Ιαπωνίας με ένα υποτιμημένο νόμισμα τα τελευταία δώδεκα χρόνια.

Παρότι το Τόκιο προώθησε ένα πιο αδύναμο γεν από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, η προσπάθεια εντάθηκε το 2012 όταν ο Σίνζο Άμπε επανήλθε στην πρωθυπουργία. Διόρισε τον Χαρουχίκο Κουρόντα στη διοίκηση της Τράπεζας της Ιαπωνίας, με στόχο την έντονη υποτίμηση του γεν.

Ο Κουρόντα μείωσε επιθετικά τα επιτόκια και αγόρασε μαζικά ομόλογα και μετοχές. Η πτώση 30% του γεν αποσκοπούσε στην ενίσχυση των εταιρικών κερδών ώστε να αυξηθούν οι μισθοί και να τονωθεί η κατανάλωση, τερματίζοντας τον αποπληθωρισμό.

Αντί γι’ αυτό, όμως, ένα ασθενές γεν προκάλεσε ένα κύμα αδράνειας. Οι φιλόδοξες εξαγγελίες του Άμπε για εκσυγχρονισμό της αγοράς εργασίας, μείωση της γραφειοκρατίας, στήριξη των startups, ενδυνάμωση των γυναικών και προσέλκυση ταλέντων παραμερίστηκαν μπροστά στην εμμονή με τις ισοτιμίες.

Αντί να αναδιαρθρώσει ουσιαστικά την οικονομία, ο Άμπε ώθησε την Τράπεζα της Ιαπωνίας σε ακόμα πιο ριψοκίνδυνες νομισματικές πολιτικές. Το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό: το ΑΕΠ της Ιαπωνίας τελικά συρρικνώθηκε.

Όλες οι ιαπωνικές κυβερνήσεις από το 2012 έως σήμερα έδωσαν προτεραιότητα στην υποτίμηση του γεν εις βάρος της ανταγωνιστικότητας. Η επιθετική ποσοτική χαλάρωση αφαίρεσε την πίεση από τους πολιτικούς και τους διευθύνοντες συμβούλους να καινοτομήσουν και να μεταρρυθμίσουν.

Σήμερα, ο πρωθυπουργός Σιγκερού Ισίμπα πληρώνει το τίμημα, καθώς η Ιαπωνία εισάγει υπερβολικά υψηλό πληθωρισμό. Το 3,6% υπερβαίνει σχεδόν διπλάσια τον στόχο της Τράπεζας της Ιαπωνίας (2%), ενώ και η παραγωγικότητα υποχωρεί — συνέπεια ετών απραξίας.

Η Κίνα πρέπει να αποφύγει αυτό το μονοπάτι. Ένας λόγος είναι η προβολή εμπιστοσύνης στην οικονομική της ισχύ. Όπως υποστηρίζει ο πρώην οικονομολόγος της Morgan Stanley, Άντι Σιέ, μια ισχυρή ισοτιμία σηματοδοτεί ότι το Πεκίνο είναι έτοιμο να αποδεχτεί την κρίση των αγορών. Ότι η ηγεσία του Σι εννοεί όσα λέει για την ενίσχυση των εισροών κεφαλαίων από το εξωτερικό.

Η άνοδος του νομίσματος είναι ένδειξη σιγουριάς. Προσελκύει μακροπρόθεσμες επενδύσεις, μειώνει τις αποδόσεις των ομολόγων, περιορίζει τις τιμές εισαγωγών και αναγκάζει τις κυβερνήσεις να βελτιώσουν την οικονομική τους πολιτική αντί να χειραγωγούν τις αγορές. Παράλληλα, ενισχύει την αποδέσμευση από το δολάριο.

Η ενίσχυση των κινεζικών κεφαλαιαγορών αποτελεί προϋπόθεση για δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας «από τη βάση προς την κορυφή», αντί για προστασία κρατικών εταιρειών από πάνω προς τα κάτω. Και μαζί με την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, θα επιταχύνει τη μετάβαση της Κίνας σε καταναλωτικά πρότυπα ανάπτυξης.

Επιπλέον, αυτό θα παγιώσει τον διεθνή ρόλο του γιουάν. Από το 2013, ο Σι έχει δεσμευτεί να επιτρέψει στις αγορές να παίζουν «καθοριστικό ρόλο». Αυτό σημαίνει λιγότερες παρεμβάσεις στις διακυμάνσεις του γουάν, ώστε να μη δυσαρεστούνται το ΔΝΤ και το αμερικανικό Υπουργείο Οικονομικών.

Από το 2016, το γιουάν περιλαμβάνεται στο καλάθι κορυφαίων νομισμάτων του ΔΝΤ. Αυτό απαιτεί φιλελευθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, χαλάρωση των ελέγχων κεφαλαίων και μεγαλύτερη ελευθερία στον καθορισμό της ισοτιμίας. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις θα φέρουν τον Σι πιο κοντά στον στόχο του: να καταστήσει το γιουάν ανταγωνιστή του δολαρίου ως το κυρίαρχο νόμισμα των διεθνών συναλλαγών.

Αυτό αποτελεί βασικό πυλώνα του μετασχηματισμού της κινεζικής οικονομίας. Η απεξάρτηση από τις εξαγωγές απαιτεί η Κίνα να γίνει μεγαλύτερος εισαγωγέας κεφαλαίων. Και ένα ισχυρότερο γουάν εξυπηρετεί αυτόν τον σκοπό.

Η άνοδος της ισοτιμίας θα επιτάχυνε επίσης την αναβάθμιση της κινεζικής επιχειρηματικότητας. Η Ιαπωνία αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγήν: η επιμονή σε ασθενές νόμισμα υπονόμευσε την καινοτομία και την παραγωγικότητα. Βραχυπρόθεσμα, το υποτιμημένο νόμισμα αυξάνει τα εταιρικά κέρδη. Μακροπρόθεσμα, όμως, αναστέλλει την οικονομική εξέλιξη.

Γιατί να επενδύσει κανείς σε αναδιάρθρωση, νέα προϊόντα ή μεταρρυθμίσεις όταν μπορεί να στηριχθεί στις νομισματικές παρεμβάσεις; Στην Ιαπωνία, αντί για μεταρρυθμίσεις, οι επιχειρήσεις κάλυψαν τις αδυναμίες τους με προσωρινά κέρδη λόγω γεν. Αντίστοιχα φαινόμενα έχουν καταγραφεί και στη Νότια Κορέα, με τους προστατευμένους οικογενειακούς ομίλους.

Η ιστορική εμπειρία είναι σαφής: ένα ενισχυόμενο νόμισμα ευνοεί γενικά τις αγορές μετοχών — όπως υποστηρίζει και η Goldman Sachs για την Κίνα. Επίσης, προσελκύει επενδυτές στα κινεζικά ομόλογα.

Όχι μόνο ως αντιστάθμισμα στον κίνδυνο των αμερικανικών treasuries, αλλά και επειδή η Κίνα εκπέμπει το είδος της εμπιστοσύνης που επιζητούν οι επενδυτές στην αγορά ομολόγων.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ:

Πηγή: Asia Times