Γιατί οι «Job Hoppers» στρέφονται στο «Job Hugging»;

Γιατί οι «Job Hoppers» στρέφονται στο «Job Hugging»;
Photo: Shutterstock
Το παιχνίδι ανατρέπεται και γυρίζει υπέρ των επιχειρήσεων.

Στο παρελθόν το να εργάζεσαι για πολλά χρόνια στον ίδιο εργοδότη και να βγαίνεις στη σύνταξη από την εταιρεία στην οποία ξεκίνησες την επαγγελματική σου διαδρομή, θεωρούταν δείκτης επιτυχίας. Οποιαδήποτε εργασιακή κινητικότητα εκλαμβανόταν ως αστάθεια, απουσία πειθαρχίας και παραγωγικότητας από την πλευρά του εργαζόμενου, ή μεταφραζόταν ως έλλειψη εμπιστοσύνης από την πλευρά του εργοδότη, ο οποίος με την πρώτη ευκαιρία έσπευδε να τον αντικαταστήσει. Σήμερα τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Το να αλλάζει κανείς δουλειά υπογραμμίζει τη θέλησή του για πειραματισμό και διαρκή εξέλιξη.

Στην περίπτωση της Gen Z, έρευνες δείχνουν ότι η αλλαγή εργασιακού περιβάλλοντος συντελείται κάθε 18 με 24 μήνες, μέσω του λεγόμενου «job hopping», μιας στρατηγικής που υιοθετείται για ταχύτερη επαγγελματική και οικονομική ανέλιξη. Ο βασικότερος λόγος που το κάνουν αυτό είναι η αύξηση μισθού που προκύπτει από τη «μεταγραφή», η οποία κυμαίνεται μεταξύ 15% και 20%.  Ωστόσο, το συνεχές «job hopping» συνδέεται και με αυξημένα ποσοστά επαγγελματικής εξουθένωσης (38%), σε σύγκριση με το 23% των εργαζομένων που παραμένουν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε μία θέση, καθώς ο εργαζόμενος δαπανά περισσότερη ενέργεια για να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες και να κουμπώσει αποτελεσματικά με τα μέλη της νέα του ομάδας.

Στο ερώτημα αν αυτή είναι μια τάση που θα συνεχιστεί, οι απόψεις διίστανται. Νέες έρευνες έρχονται στο φως της δημοσιότητας για να υποστηρίξουν την άποψη ότι το «job hopping» θα αρχίσει να αντικαθίσταται από το «job hugging» αφού και οι ίδιες οι εταιρείες φαίνεται να μην είναι πια διατεθειμένες να δώσουν αρκετά χρήματα στους νεοεισερχόμενους, ούτε όμως και να πριμοδοτήσουν μισθολογικά τους παλιούς τους εργαζόμενους.

Σύμφωνα με μελέτη της Bank of America, η οποία βασίζεται σε δεδομένα για τον μήνα Ιούλιο που αφορούν την αμερικανική αγορά, η τάση των εργαζομένων να αλλάζουν συχνά εργασία αναζητώντας καλύτερες απολαβές και ευκαιρίες δείχνει να χάνει δυναμική. Παρότι ο ρυθμός αλλαγής εργασίας έχει αυξηθεί ελαφρώς από τις αρχές του έτους, τα στοιχεία δείχνουν ότι τον Ιούλιο η εκτιμώμενη συχνότητα μετακίνησης από μια δουλειά σε μια άλλη,  βρέθηκε μόλις 2% υψηλότερα σε σχέση με τον μέσο όρο του 2019, έχοντας υποχωρήσει αισθητά από το ανώτατο σημείο του 2022 που ξεπερνούσε το 26%.

Οι δε αυξήσεις για τους  job hoppers μετριάστηκαν περίπου στο 7% τον Ιούλιο, περισσότερο από 3 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από τον μέσο όρο του 2019. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεγονός ότι όσοι αμείβονται σε μηνιαία βάση κατέγραψαν κάμψη, με μείωση 0,09% τον Ιούλιο σε σύγκριση με πέρυσι. Κλάδοι όπως τα χρηματοοικονομικά και οι τηλεπικοινωνίες, όπου συναντάται συχνότερα αυτό το καθεστώς πληρωμής, φαίνεται να περιορίζουν τις αλλαγές προσωπικού.

Την ίδια στιγμή, αν και ο ρυθμός J2J (job to job) μετριάζεται, τα στοιχεία καταθέσεων της Bank of America δείχνουν ότι το ποσοστό «διακοπής μισθοδοσίας» (pay disruption rate) αυξήθηκε κατά 4,7% σε ετήσια βάση τον Ιούλιο, μετά από μια περίοδο συνεχούς επιβράδυνσης στη διάρκεια του 2024.

Η αγορά βρίσκει ξανά την ισορροπία της 

Και ενώ μέχρι πρότινος η γενιά Z είχε το πάνω χέρι, διεκδικώντας υψηλούς εισαγωγικούς μισθούς, ανοίγοντας τη μισθολογική ψαλίδα εις βάρος των ατόμων ηλικίας 30 έως 45 ετών που χτυπήθηκαν ανελέητα από την οικονομική κρίση και αναγκάστηκαν να ρίξουν τα μισθολογικά τους standards προκειμένου να επιβιώσουν στην αγορά εργασίας και που παρά το υψηλό γνωσιακό υπόβαθρο και την εμπειρία που απέκτησαν συνέχισαν να εργάζονται με χαμηλούς μισθούς δίχως την προστασία των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, το παιχνίδι έχει γυρίσει και πάλι υπέρ των επιχειρήσεων. Καταλυτικό ρόλο για αυτή τη στροφή έπαιξε, αφενός το γεγονός ότι οι managers αναγνωρίζουν πλέον ότι είναι οικονομικά ασύμφορο να προσλαμβάνεις και να εκπαιδεύεις κάποιον ο οποίος μέσα σε ένα 9μηνο μπορεί να σου φύγει και να αναγκάζεσαι να ξανακάνεις από την αρχή την ίδια διαδικασία που κοστίζει σε χρόνο και χρήμα, αφετέρου το ότι ο εκδημοκρατισμός της τεχνολογίας επιτρέπει σε μεγαλύτερης ηλικίας άτομα να έχουν πρόσβαση σε εργαλεία και γνώσεις που διέθεταν οι νεότεροι.

Η BofA Global Research καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι προοπτικές στην αγορά εργασίας παραμένουν ιδιαίτερα δύσκολες για τους νεότερους εργαζόμενους. Η ένταση στο παγκόσμιο εμπόριο ενισχύει την οικονομική αβεβαιότητα, ενώ η ταχεία υιοθέτηση τεχνητής νοημοσύνης σε ορισμένους κλάδους ενδέχεται να περιορίσει ακόμη περισσότερο τις ευκαιρίες για θέσεις εισαγωγικού επιπέδου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: