«Greedflation» στον κόσμο της πολυτέλειας: Το τίμημα της απληστίας για Dior και Chanel

«Greedflation» στον κόσμο της πολυτέλειας: Το τίμημα της απληστίας για Dior και Chanel
The logo of Christian Dior SE (Dior) is seen at Ginza district in Chuo Ward, Tokyo on November 15, 2020. Dior is a French luxury fashion house controlled and chaired by French businessman Bernard Arnault, who also heads LVMH, the world's largest luxury group. ( The Yomiuri Shimbun ) (Photo by Norikazu Tateishi / Yomiuri / The Yomiuri Shimbun via AFP) Photo: AFP
Οι υψηλές αυξήσεις τιμών που υιοθέτησαν τα κορυφαία brands της πολυτέλειας κατά την πανδημία, τώρα επιστρέφουν ως μπούμερανγκ.

Για χρόνια, τα ακριβότερα brands της πολυτελούς βιομηχανίας λειτουργούσαν ως «ασφαλές καταφύγιο» ακόμα και στις πιο δύσκολες οικονομικές περιόδους. Όμως οι συνθήκες δείχνουν να αλλάζουν. Η τακτική των επιθετικών αυξήσεων τιμών που υιοθέτησαν από την πανδημία κι έπειτα, σήμερα φαίνεται να έχει φθάσει στα όριά της.

Η Christian Dior, μέλος του ομίλου LVMH, εμφάνισε αναπάντεχη μείωση πωλήσεων το πρώτο τρίμηνο του 2025 — χειρότερη από τη συνολική πτώση 5% του τομέα μόδας και δερμάτινων ειδών του ομίλου. Αντίστοιχα, η Chanel σημείωσε μείωση πωλήσεων 4% το 2024, με τα λειτουργικά κέρδη να υποχωρούν σχεδόν κατά 33%.

Αντίθετα, Hermès και Richemont (ιδιοκτήτρια της Cartier) παραμένουν σε τροχιά ανάπτυξης, με αύξηση πωλήσεων 7% στο α’ τρίμηνο του 2025, όπως καταγράφει η Wall Street Journal. Κοινός παρονομαστής; Μια πιο συγκρατημένη τιμολογιακή πολιτική.

Σύμφωνα με ανάλυση της Bernstein, τα brands πολυτελείας αύξησαν τις τιμές τους κατά 36% από το 2020 έως το 2023 – διπλάσιο ποσοστό από τον γενικό πληθωρισμό στις ΗΠΑ. Η Dior ανέβασε τις τιμές της κατά 51% και η Chanel κατά 59%. Η εμβληματική τσάντα της Chanel, από 5.800 δολάρια το 2019, φτάνει σήμερα τα 10.800 δολάρια στις ΗΠΑ, προκαλώντας συζητήσεις για το φαινόμενο «greedflation».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αντιθέτως, η Hermès προτίμησε αυξήσεις της τάξης του 20%, αποφεύγοντας την εικόνα υπερτίμησης. «Δεν ήμασταν άπληστοι», τόνισε ο πρόεδρος της Richemont, Johann Rupert, αποδίδοντας εκεί την ανθεκτικότητα των brands του ομίλου του.

Οι τιμές, ωστόσο, δύσκολα μπορούν πλέον να μειωθούν, χωρίς να πληγεί το κύρος των οίκων. Σε έναν κλάδο που η εικόνα αξίζει όσο και το προϊόν, η υποχώρηση των τιμών θα ισοδυναμούσε με ομολογία αποτυχίας στην ανάγνωση της αγοράς.

Η εναλλακτική; Αναμονή μέχρι να «δικαιολογηθούν» οι τιμές από την άνοδο των εισοδημάτων ή, πιο άμεσα, δημιουργία νέων – ελαφρώς πιο προσιτών – προϊόντων.

Τα brands που επέδειξαν αυτοσυγκράτηση, όπως η Hermès και η Richemont, φαίνεται τώρα να είναι και οι πιο έτοιμες να αντιμετωπίσουν τις πρόσθετες πιέσεις από τους δασμούς του Donald Trump. Η Hermès ήδη μετακυλίει το επιπλέον κόστος στους Αμερικανούς πελάτες της, ενώ η Chanel ίσως χρειαστεί να το απορροφήσει — μια δοκιμασία που θα μπορούσε να κρίνει τη βιωσιμότητα της στρατηγικής της τα επόμενα χρόνια.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: