Η επισιτιστική κρίση, το agritech και η μάχη για τα σιτηρά

Η επισιτιστική κρίση, το agritech και η μάχη για τα σιτηρά
Photo: pixabay.com
Ο Στάθης Αραποστάθης, Αναπληρωτής Καθηγητής Ιστορίας της Επιστήμης και της Τεχνολογίας μιλά για τις δικλίδες ασφαλείας που διαθέτει η Ελλάδα σε επίπεδο αγροτικής αυτονομίας.

Η εφοδιαστική αλυσίδα βρίσκεται σε κατάσταση σοκ από την έναρξη της πανδημίας του Covid-19 και η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία με τη συνεπακόλουθη ενεργειακή κρίση και τον υψηλό πληθωρισμό, ήρθε να προκαλέσει νέες αναταράξεις «χτυπώντας» τόσο τις αναπτυγμένες, όσο και τις αναπτυσσόμενες χώρες του πλανήτη. Στην εξίσωση μπαίνουν η κλιματική αλλαγή και τα ακραία καιρικά φαινόμενα που επηρεάζουν τις σοδειές, τη δε στιγμή που ο παγκόσμιος πληθυσμός και το προσδόκιμο ζωής αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο.

Ο Στάθης Αραποστάθης, Αναπληρωτής Καθηγητής Ιστορίας της Επιστήμης και της Τεχνολογίας στο ΕΚΠ, επιστημονικός υπεύθυνος του επιχορηγούμενου από το ΕΛΙΔΕΚ ερευνητικού προγράμματος «Διαμορφώνοντας το Περιβάλλον και την Διατροφή: Κρίσιμα Κοινωνικοτεχνικά δίκτυα και η Αγροδιατροφική βιομηχανία στην Ελλάδα, 1950 μέχρι 2017» μιλά για την επισιτιστική κρίση, τους τρόπους αντιμετώπισής της, το μέλλον του agritech, αλλά και τις δικλίδες ασφαλείας που διαθέτει η Ελλάδα σε επίπεδο αγροτικής αυτονομίας.

Στάθης Αραποστάθης, Αναπληρωτής Καθηγητής Ιστορίας της Επιστήμης και της Τεχνολογίας στο ΕΚΠ
Στάθης Αραποστάθης, Αναπληρωτής Καθηγητής Ιστορίας της Επιστήμης και της Τεχνολογίας στο ΕΚΠ

 

Κύριε Αραποστάθη, είναι η πανδημία και ο Ρωσο-ουκρανικός πόλεμος οι βασικές αιτίες για την επισιτιστική κρίση;

Νομίζω ότι η πρόσβαση στα αγροδιατροφικά προϊόντα δεν καθορίζεται συγκυριακά μόνο από την πανδημία και τον πόλεμο αλλά και από τις μεγάλες αλλαγές στο κλίμα και τις προκλήσεις που θέτει η Κλιματική Αλλαγή. Προφανώς είναι σημαντικό να γνωρίζουμε την σημασία της πανδημίας και του πολέμου σε δραστικές μειώσεις της διαθεσιμότητας και σημαντικά προβλήματα στην διακίνηση των προϊόντων. Συγχρόνως πρέπει να κατανοήσουμε ότι η διαμόρφωση της τροφής είναι ένα πολύπλοκο κοινωνικοτεχνικό σύστημα που συνδέει πολλά επιμέρους συστήματα – από τα έργα υποδομής για την άρδευση και την ενέργεια, τις τεχνολογίες καλλιέργειας, μέχρι τα έργα υποδομής και της τεχνολογίας μεταφοράς.

Η προκλητική και άδικη Ρωσική επέμβαση διαμόρφωσε όρους μεγάλης επισφάλειας ειδικά σε αναπτυσσόμενες χώρες μιας και το 90% των ουκρανικών εξαγωγών σίτου πάει στην Αφρική και στην Ασία. Χώρες όπως η Σομαλία ή η Υεμένη πραγματικά βιώνουν την επισιτιστική κρίση ως έλλειμα τροφής. Στην Ευρώπη την επισιτιστική κρίση την βιώνουμε περισσότερο ως υπερβολική αύξηση στην τιμή των προϊόντων εξαιτίας της αύξησης της τιμής της ενέργειας αλλά και των λιπασμάτων. Οφείλουμε όμως να κατανόησουμε τις συνέπειες και τις δομικές αλλαγές που φέρνει η Κλιματική Αλλαγή. Το γεγονός ότι παρά τις δυσκολίες στην υλοποίηση πολιτικών η Ευρωπαϊκή Ένωση βάζει μαξιμαλιστικούς στόχους σε σχέση με τη βιώσιμη παραγωγή – φυτική και ζωική- καταδεικνύει τη σημασία που δίνει η ΕΕ και τον χαρακτήρα του κατ’ επείγοντος. Είναι ενδιαφέρον να σημειώσει κανείς ότι ο αγρότης και ο κτηνοτρόφος βιώνουν την ευαλωτότητα της θέσης τους εξαιτίας της Κλιματικής Αλλαγής. Οι δυσκολίες στην πρόσβαση νερού, η έκθεση σε μεγάλης κλίμακας ακραία καιρικά φαινόμενα, η δυσκολία προσαρμογής του φυτοπολλαπλασιστικού υλικού ή του ζωικού κεφαλαίου στις νέες ακραίες συνθήκες είναι καταστάσεις που αυξάνουν την αβεβαιότητα του αγρότη και την ευαλωτοτητά του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο παραγωγός έχει βιώσει ως πίεση στην παραγωγική διαδικασία το ζήτημα της ενέργειας εδώ και αρκετά χρόνια και όχι μόνο πρόσφατα με το θέμα της ενέργειας. Η δέσμευση της αγροτικής παραγωγής στο πετρέλαιο ή το φυσικό αέριο που συνδέεται με επιλογές που είχαν να κάνουν με τους μετασχηματισμούς της καλλιέργειας τις μεταπολεμικές δεκαετίες γίνεται έντονα περιοριστική όχι μόνο εξαιτίας της συγκυρίας αλλά και εξαιτίας της συνεχιζόμενης κλιματικής κρίσης.

Εκτός από τα σιτηρά, σε ποια είδη αναμένεται να δούμε έλλειψη; Θεωρείτε ότι τα μέτρα που λαμβάνονται σε επίπεδο ΕΕ είναι επαρκή; Τι είδους εναλλακτικές προτείνετε;

Εκτός από σιτάρι και αραβόσιτο, η Ουκρανία είναι μεγάλος παραγωγός ηλιόσπορου, ηλιέλαιου και φυτικών ελαίων. Αυτό καταδεικνύει ότι δεν θα είναι μόνο τα σιτηρά στα οποία υπάρχει έλλειμα ειδικά σε αναπτυσσόμενες χώρες. Σε επίπεδο ΕΕ υπάρχει η στρατηγική για τα Σιτηρά στον Εύξεινο πόντο καθώς και η Στρατηγική «Grain from Ukraine». Η λογική της προσπάθειας της ΕΕ συγκροτείται εκπεφρασμένα σε τέσσερις άξονες: α) την αλληλεγγύη μέσω της οικονομικής βοήθειας, β) τη βιωσιμότητα μέσω της έμφασης στο να αναπτυχθούν οι δομές και υποδομές στις αναπτυσσόμενες χώρες ώστε να μπορούν να παράγουν τοπικά παρά να εξαρτώνται από τις εισαγωγές τροφών ή λιπασμάτων, γ) το εμπόριο, ώστε παρά τις κυρώσεις που υπάρχουν από την ΕΕ προς την Ρωσία από αυτές να εξαιρεθούν τα αγροδιατροφικά προϊόντα, δ) την πολυμερή συνεργασία που διαμορφώνει θεσμούς και διαδικασία επιστημονικής και εμπορικής διπλωματίας ώστε να ανταποκριθεί η Ευρώπη σε κρίσεις, όπως η επισιτιστική.

Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι το 2023 το πρόβλημα δεν θα εντοπίζεται στην εφοδιαστική αλυσίδα, η οποία αποδιοργανώθηκε εξαιτίας της πανδημίας, αλλά στην παραγωγή και την προσφορά, αφού η έντονη ξηρασία και τα άλλα ακραία φαινόμενα επιδεινώνουν τις προοπτικές για τις σοδειές. Πιστεύετε ότι δεν έχουμε δει ακόμα την άκρη του παγόβουνου; Ποιο είναι το χειρότερο σενάριο που έχουμε μπροστά μας;

Ο ΟΗΕ έχει θέσει 17 μεγάλους στόχους που νοηματοδοτούν και προσδιορίζουν την βιωσιμότητα και την βιώσιμη ανάπτυξη. Σε αυτό το πλαίσιο γίνεται σαφές ότι η κλιματική αλλαγή και τα γεγονότα έντονων καιρικών φαινομένων καθώς επίσης και οι ανθρωπογενείς δραστηριότητες δημιουργούν ανισότητες, ζητήματα επάρκειας ποιοτικής τροφής, ποιότητας του νερού και αέρα καθώς και προσβασιμότητας στους φυσικούς πόρους και στην τροφή. Οι στόχοι βιώσιμης ανάπτυξης συνδέουν το αίτημα για βιωσιμότητα με την πρόκληση για ανθεκτικότητα της κοινωνίας και των κοινοτήτων που την συναποτελούν. Η βιώσιμη ανάπτυξη ως πρόκληση νοηματοδοτείται ως κάτι που υπερβαίνει το ζήτημα της επιχειρηματικότητας και βάζει ζητήματα κοινωνικής ανθεκτικότητας, ισότιμης πρόσβασης, δίκαιης και υπεύθυνης διαχείρισης των φυσικών πόρων που μπορούμε να καταλάβουμε πόσο σημαντικό είναι το τελευταίο για την αγροτική παραγωγή.

Κλιματική αλλαγή, υπερπληθυσμός και από την άλλη πλευρά ολοένα και μεγαλύτερη αξιοποίηση της τεχνολογίας στην γεωργία. Πώς βλέπετε να διαμορφώνεται το μέλλον της αγροδιατροφής του πλανήτη;

Προφανώς η τεχνολογία και η καινοτομία διαδραματίζουν και θα συνεχίσουν να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην μείωση της χημικοποίησης (φυτοφάρμακα και λιπάσματα), όπως επίσης η επιστήμη θα μπορέσει να διαμορφώσει μέσω γενετικής επιλογής τους όρους σχεδιασμού και ανάπτυξης σπόρων και φυλών από ζώα που μπορεί να είναι καλύτερα ενσωματωμένα στις τοπικές συνθήκες και τοπικά χαρακτηριστικά. Από την άλλη θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι επειδή η τεχνοεπιστήμη δεν είναι ουδέτερη οφείλουμε να βλέπουμε πάντα το πώς και από ποιον χρησιμοποιείται και πώς ο χαρακτήρας της ίδιας της τεχνοεπιστήμης μπορεί να αναπαράγει ανισότητες και διακρίσεις. Ένα συναφές ζήτημα είναι ποιος έχει την κυριότητα της γνώσης και της τεχνολογίας. Υπάρχει μία μεγάλη έμφαση σε ζητήματα ψηφιοποίησης της παραγωγής μέσω συστημάτων ακριβούς και ευφυούς γεωργίας ως τεχνική επιλογή που μπορεί να προταθεί για τον μετριασμό της Κλιματικής Αλλαγής.

Όμως πρέπει να δούμε τι ζητήματα δημιουργεί η πρόσβαση σε αυτές τις τεχνολογίες. Οι τεχνολογίες αυτές χειρίζονται μεγάλα δεδομένα και η αξιοπιστία τους δομείται πάνω σε μεγάλα δεδομένα. Η πρόσβαση στα μεγάλα δεδομένα πρέπει να διασφαλιστεί ώστε να αποκτήσει η τεχνολογία αξιοπιστία και να χρησιμοποιηθεί ευρύτερα. Την ίδια στιγμή η κυριότητα των μεγάλων δεδομένων και η δυνατότητα των εταιριών να τα χρησιμοποιήσουν ώστε να κατευθύνουν τις έρευνές τους είναι κάτι πολύ σημαντικό. Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι η καινοτομία που αναπτύσσεται στην βάση των δεδομένων που παίρνονται από τους αγρότες θα μπορεί να φτάσει στον αγρότη και τον κτηνοτρόφο. Η προσβασιμότητα σε τεχνικές διατάξεις με υψηλό κόστος ανοίγει το μεγάλο θέμα της δυνατότητα ή ακόμα και της ανάγκης συλλογικών σχημάτων και συνεργασίας μεταξύ των αγροτών.

Μία άλλη διάσταση που φαίνεται να διαμορφώνει η συγκρότηση του αγροδιατροφικού συστήματος ως σύστημα έντασης γνώσης είναι στο ζήτημα των σπόρων. Ο έλεγχος των σπόρων- όχι μόνο των γενετικά τροποποιημένων αλλά και των γενετικά επιλεγμένων- είναι μία αθέατη πραγματικά πτυχή του ελέγχου του αγροδιατροφικού συστήματος που έρχεται με μια ιστορία 100 και πλέον χρόνων. Μέσα από την γενετική επιλογή αναπτύσσεται καινοτομία στην σποροπαραγωγή που ο έλεγχος μέσω δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας καθορίζει την παραγωγή και τις καλλιέργειες. Το ίδιο συμβαίνει και με τις φυλές στην ζωική παραγωγή- με εξαίρεση το πρόβατο και το κατσίκι- που κυριαρχούνται απολύτως από λίγες πολύ μεγάλες εταιρίες γενετικού υλικού.

Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή στο παρελθόν πώς θα λέγατε ότι εξελίχθηκε στην Ελλάδα ο αγροτικός τομέας μετά τον πόλεμο και πώς μπορούμε να αυξήσουμε την ανταγωνιστικότητά μας σε ό,τι αφορά την αυτάρκεια και την προστιθέμενη αξία των τροφίμων που παράγονται;

Εάν πάμε στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα και συγκεκριμένα μετά την Μικρασιατική Καταστροφή η ανταπόκριση στην πρόκληση του προσφυγικού και στην τότε επισιτιστική κρίση ήταν η οργάνωση της έρευνα για την ανάπτυξη ποικιλιών δημητριακών και συγκεκριμένα σιταριού. Τότε ιδρύονται κομβικοί θεσμοί της έρευνας και διαχείρισης των σπόρων και του φυτοπολλαπλασιακού υλικού. Το περίφημο ινστιτούτο  Καλυτερεύσεως φυτών (μετέπειτα Ινστιτούτο Σιτηρών) ιδρύεται τότε και φιλοξένησε την έρευνα το Ι. Παπαδάκη για την ανάπτυξη νέων εγχώριων ποικιλιών καλά ενσωματωμένων στην οικολογία της κάθε τοπικότητας ώστε να μπορέσει η χώρα να αυξήσει την παραγωγή σίτου και να πετύχει την σιτάρκεια. Το όραμα της σιτάρκειας ήταν ένα κοινωνικο-τεχνικό φαντασιακό που διαμόρφωνε πολιτικές, συγκροτούσε νέους ρόλους για τον ερευνητή, και αποτελούσε νομιμοποιητικό πλαίσιο της βιομηχανικού τύπου γεωργίας και μεγάλων καλλιεργειών.

Το όραμα αυτό επιτεύχθηκε την χρονιά 1957-58 και θα επιτευχθεί και μέσα από διαφοροποιήσεις, διαφορετικά οράματα σιτάρκειας και διαφορετική επιστημονική καλλιέργεια.  Εάν θέσουμε το θέμα μέσα στο χρόνο θα μπορούσε κανείς να διακρίνει τέσσερις μεγάλες περιόδους: α) 1922-1950 που είναι η περίοδος απάντηση σε προκλήσεις όπως η επισιτιστική κρίση με έμφαση και τους γηγενείς πόρους, β) 1960-1985, είναι η περίοδος της τεχνο-επιστημονικής ύβρεως, δηλαδή η περίοδος όπου το αίτημα της παραγωγικότητας καθοδηγεί απόλυτα την  εντατικοποίηση και χημικοποίηση της παραγωγής, γ) 1985-2000, που είναι η περίοδος της προσαρμογής στις περιβαλλοντικές προκλήσεις μέσω της τυποποίησης των διαδικασιών της παραγωγής και αποτίμησης της ποιότητας, δ) τέλος από το 2000 μέχρι σήμερα είναι η περίοδος της επανα-νοηματοδότηση της ποιότητας με άλλα μέσα και κυρίως μέσω ομικών τεχνολογικών ως μέρος της προσπάθειας ανταπόκρισης τους συστήματος στην πρόκληση της κλιματικής αλλαγής και της ανταγωνιστικότητας στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης. Φαίνεται να διαμορφώνεται ένα μετασχηματισμός βάσει του οποίου χτίζεται μία νέα ταυτότητα του προϊόντος με αφετηρία το αίτημα της ποιότητας.

Η ταυτότητα έχει να κάνει όχι μόνο με την εντοπιότητα, την αυθεντικότητα, την υγεία αλλά και με την χρήση νέων κανόνων αποτίμησης της αξίας, διαμόρφωση νέων αξιών ή καλύτερα υπεραξιών καθώς και την συγκρότηση μικρών αγορών. Η πρόκληση και η έντονα κοινωνική διάσταση θέτουν το ζήτημα σε ποιους απευθύνονται όλες αυτές οι υπεραξίες, ποιους αποκλείουν και πως συγκροτούνται ανισότητες τόσο στον παραγωγικό τομέα αλλά και στους καταναλωτές. Είναι σημαντικό ότι η επιστημονική κοινότητα επανεφευρίσκει και ανανοηματοδοτεί τον ρόλο της, διεκδικώντας τον ρόλο του ειδικού που μπορεί να συμμετάσχει στην παραγωγική διαδικασία κάτι που είχε χαθεί από την στιγμή που μέχρι και το 2000 κυριάρχησε μία έμφαση στα μαζικά αγροτικά προϊόντα. Στην Ελλάδα έχουν υπάρξει εμβληματικές προσπάθειες όπως τα Ω3 αβγά και κοτόπουλα που σχεδιάστηκαν και αναπτύχθηκαν στα πλαίσια έρευνας στην Κτηνιατρική Σχολή Θεσσαλονίκης και διαμόρφωσαν τους όρους συγκρότησης μίας ειδικής αγοράς και μετασχηματισμού της παραγωγικής διαδικασίας. Βέβαια είναι σημαντικό να τεθούν τα θέματα των ανισοτήτων που μπορεί να δημιουργούνται από την χρήση επιστήμης και νέων μεθοδολογιών δημιουργίας υπεραξίας. Τότε μπορούμε να κάνουμε διαχείριση ώστε η έρευνα να αποκτήσει έναν υπεύθυνο χαρακτήρα.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ: