Η Ευρώπη «θυσιάζει την Ιφιγένειά της» – Η περίπτωση της Παπουτσάνης στην Αυλίδα

Η Ευρώπη «θυσιάζει την Ιφιγένειά της» – Η περίπτωση της Παπουτσάνης στην Αυλίδα
Η ενεργειακή αστάθεια, οι φόροι άνθρακα, η πίεση από τις αγορές, το δημογραφικό και εσχάτως οι δασμοί Τράμπ, οδηγούν ολοένα περισσότερες βιομηχανίες σε αποεπένδυση ή κλείσιμο.

Από τη Γερμανία μέχρι τη Γαλλία, τα «φουγάρα» της Ευρώπης σβήνουν. Εργοστάσια περιορίζουν βάρδιες, οι επενδύσεις υποχωρούν και ο πυρήνας της ευρωπαϊκής ισχύος, η μεταποίηση, δοκιμάζεται.

Στην Γαλλία, οι IKKS, BRANDT, Minelli και ARLANXEO, τέσσερις ιστορικές εταιρείες, βρίσκονται στα πρόθυρα χρεοκοπίας, γράφει στο Linkedin ο Cedric Meston, ο νεαρός επιχειρηματίας που επιχειρεί να αναβιώσει την Tupperware. Για τον Meston «η διάσωση της βιομηχανίας πρέπει να γίνει εθνική προτεραιότητα.»

Στην Ελλάδα, το ίδιο αίσθημα ανησυχίας διαπερνά τον επιχειρηματικό κόσμο. Ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Σπύρος Θεοδωρόπουλος, αποκάλυψε ότι δύο μεγάλες βιομηχανίες εξετάζουν το κλείσιμο εργοστασίων εξαιτίας του ενεργειακού κόστους. Ένα μήνυμα που προϊδεάζει για τη θεματολογία της σημερινής Γενικής Συνέλευσης του ΣΕΒ, όπου θα μιλήσουν ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο επικεφαλής της Bundesbank, Joachim Nagel, και ο ίδιος ο Θεοδωρόπουλος.

Η Ευρώπη αντιμετωπίζει κρίση παραγωγής. Η ενεργειακή αστάθεια, οι φόροι άνθρακα, η πίεση από τις αγορές, το δημογραφικό και εσχάτως οι δασμοί Τράμπ, οδηγούν ολοένα περισσότερες βιομηχανίες σε αποεπένδυση ή κλείσιμο.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Το παράδειγμα της Παπουτσάνης

Βέβαια κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι το κλείσιμο ενός Γερμανικού εργοστασίου μπορεί να ωφελήσει μια ελληνική βιομηχανία στην Αυλίδα, -σ.σ. η περιοχή είναι γνωστή από τον Τρωικό πόλεμο ως το λιμάνι από το οποίο αναχώρησε ο στόλος των Αχαιών-, και δεν θα είχε άδικο.

Η απόφαση της γερµανικής σαπωνοποιίας Kappus, να διακόψει την παραγωγή της στο ένα από τα δύο εργοστάσια που διαθέτει στα τέλη Μαρτίου του 2026, θα πριμοδοτήσει, εκτός απροόπτου, την παραγωγή της Παπουτσάνης.

Πως; Όπως λέει ο διευθύνων σύµβουλος της Παπουτσάνης, Μενέλαος Τασόπουλος, υπάρχει κατ’ αρχήν συμφωνία οι μεγάλοι πελάτες της γερµανικής εταιρείας να κατευθυνθούν στην «Παπουτσάνης» για την παραγωγή των προϊόντων τους. Αυτό θα φέρει έξτρα παραγωγή στο εργοστάσιο της Παπουτσάνης ενώ και από τη διακοπή της συνεργασίας με τη γερμανική εταιρεία, η Παπουτσάνης δεν θα ζημιωθεί, αφού θα αυξηθεί ο όγκος παραγγελιών σαπουνόμαζας προς το άλλο εργοστάσιο που διατηρεί.

Κι αν όλος αυτός ο όγκος παραγωγής φαντάζει μακρινός -σ.σ. το γερμανικό εργοστάσιο θα κλείσει την ερχόμενη άνοιξη- στη Ριτσώνα έχει δημιουργηθεί μια μονάδα παραγωγής μέσα στη μονάδα παραγωγής για άλλον πελάτη, το όνομα του οποίου κρατάτε ως επτασφράγιστο μυστικό, λόγω των συμβολαίων εμπιστευτικότητας που έχουν υπογραφεί.

Οι δοκιμές έχουν ολοκληρωθεί και το προϊόν πρόκειται να βγει στην αγορά, όχι την Ελληνική, το αμέσως προσεχές διάστημα. Γιατί όμως αυτή η μονάδα είναι σημαντική; Γιατί αυτή η µικρή γραµµή θα παράγει ένα συγκεκριµένο σαπούνι (γλυκερίνης) για λογαριασμό πολυεθνικής για τις ανάγκες της αµερικανικής αγοράς, το οποίο μέχρι σήμερα παραγόταν στη Λατινική Αµερική. Αν και ο κ. Τασόπουλος δεν αποκαλύπτει το όνομα της πολυεθνικής, μια βόλτα ανάμεσα στις μηχανές του εργοστασίου είναι αποκαλυπτική.

Αν σταθεί κανείς μπροστά στις γραμμές παραγωγής, θα δει να βγαίνουν 900 σαπούνια το λεπτό, δηλαδή περίπου 450.000 σε μία βάρδια. Τα περισσότερα εξ αυτών παράγονται για λογαριασμό γνωστών brands όπως η Dove, η Johnson & Johnson, η Korres και αρκετών άλλων.

Κι αν κάποιος σπεύσει να αποκαλέσει «φασονατζή» την Παπουτσάνης, η απάντηση της διοίκησης είναι ότι η εταιρεία δεν εξαρτάται από κανέναν. Ο μεγαλύτερος πελάτης της αντιπροσωπεύει κάτω από το 13% της παραγωγής.

Η συνεργασία με πολυεθνικούς παίκτες για τους οποίους παράγει από σαπούνια έως αφρόλουτρα -σ.σ. στο εργοστάσιο παράγονται και οι πλαστικοί περιέκτες που μπαίνει μέσα στο προϊόν- δημιουργεί ένα ολόκληρο οικοσύστημα παραγωγής γύρω της. Αν είσαι παρατηρητικός θα δεις, στους διαδρόμους του εργοστασίου, πρώτες και β’ ύλες από την adapa Greece Komotini S.A., τη Mornos και την Goldchem. Ένα οικοσύστημα βιομηχανιών ανά την Ελλάδα που με έναν τρόπο συνδέονται για να παραχθεί ένα προϊόν που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από ένα νοικοκυριό στην Αθήνα, από έναν τουρίστα στη Σαντορίνη, ή να βρεθεί στα ράφια ενός Σουηδικού ή Αμερικανικού σούπερ μάρκετ.

Φυσικά η Παπουτσάνης δεν αγοράζει μόνο από την ελληνική αγορά. Οι πρώτες ύλες της προέρχονται από πολλές γωνιές του κόσμου, και ναι, ανάμεσά τους και από την Κίνα. Εκεί, οι τιμές παραμένουν χαμηλότερες απ’ ό,τι στις Ηνωμένες Πολιτείες, κάτι που της δίνει πλεονέκτημα. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα τελικά προϊόντα της, αλλά και οι σαπωνόμαζες που παράγει για τρίτους, πωλούνται στη Βόρεια Αμερική σε πιο ανταγωνιστικές τιμές.

Μάλιστα η διεθνής συγκυρία την ευνοεί. Σήμερα, περίπου 1 στα 10 ευρώ των πωλήσεών της προέρχεται από την αμερικανική ήπειρο. «Μπορούμε να είμαστε ανταγωνιστικοί απέναντι στις πολυεθνικές γιατί είμαστε ευέλικτοι, καθετοποιημένοι και κοντά στην Ευρώπη», εξηγεί ο CEO Μενέλαος Τασόπουλος.

Από το 2015 η εταιρεία διπλασιάζει τον κύκλο εργασιών της κάθε πενταετία, στοχεύοντας σε πωλήσεις άνω των 100 εκατ. ευρώ έως το 2028. Το 54% των εσόδων προέρχεται ήδη από εξαγωγές σε 35 χώρες.

Αυτές οι επιδόσεις έχουν στηριχθεί στις επενδύσεις. Τα τελευταία τρία χρόνια η εταιρεία έχει επενδύσει πάνω από 20 εκατ. ευρώ, εκσυγχρονίζοντας πλήρως τις εγκαταστάσεις και επεκτείνοντας τις γραμμές παραγωγής. Για εφέτος ο προϋπολογισμός CAPEX φτάνει τα 5 εκατ. ευρώ, χωρίς να συνυπολογίζονται εξαγορές.

Βέβαια, η περίπτωση της Παπουτσάνης δεν φαίνεται να αποτελεί τον κανόνα σε μια Ευρώπη και φυσικά σε μια Ελλάδα που μετρά αντίστροφα τη βιομηχανική της παραγωγή. Οι δείκτες μεταποίησης υποχωρούν, οι ενεργειακές τιμές πιέζουν τα κόστη, και η νέα γενιά επενδύσεων μετακινείται όλο και περισσότερο σε άλλες Πολιτείες.

Ίσως, όμως, η «θυσία» κάποιων βιομηχανιών να θεωρείται αναπόφευκτη. Όπως ο Αγαμέμνονας που, σύμφωνα με τον μύθο, έπρεπε να θυσιάσει την Ιφιγένεια στην Αυλίδα για να ξεκινήσει ο στόλος για την Τροία, έτσι και η Ευρώπη μοιάζει να προσφέρει στον βωμό της πολιτικής ορθότητας μέρος της βιομηχανικής της βάσης. Με τη μόνη διαφορά ότι δεν υπάρχει η βεβαιότητα ότι ο άνεμος που θα φυσήξει θα είναι ούριος.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: