Η Ευρώπη χάνει τη σχέση της με το φρέσκο ψάρι
- 21/12/2025, 11:00
- SHARE
Υπό αναθεώρηση τίθεται η σχέση των Ευρωπαίων με το φρέσκο ψάρι, το οποίο από βασικό διατροφικό αγαθό έχει μετατραπεί τα τελευταία χρόνια σε επιλογή που βαραίνει όλο και περισσότερο τον οικογενειακό προϋπολογισμό, καθώς οι αυξήσεις των τιμών και η πίεση στο διαθέσιμο εισόδημα έχουν αλλάξει άρδην τις καθημερινές διατροφικές συνήθειες. Σύμφωνα με τη νέα έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «EU Fish Market Report 2025», που εκπόνησε το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Αγοράς Προϊόντων Αλιείας και Υδατοκαλλιέργειας (EUMOFA), παρά το γεγονός ότι τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά δαπανούν περισσότερα από ποτέ για προϊόντα αλιείας και υδατοκαλλιέργειας, η κατανάλωση φρέσκου ψαριού ακολουθεί την αντίθετη πορεία, αποκαλύπτοντας ένα παράδοξο που δεν συνδέεται με την προσφορά, αλλά με το κόστος και την αγοραστική αντοχή των νοικοκυριών.
Τα στοιχεία της έρευνας δείχνουν ότι το 2024 η συνολική δαπάνη των ευρωπαϊκών νοικοκυριών για ψάρια και προϊόντα υδατοκαλλιέργειας ανήλθε στα 62,8 δισ. ευρώ, αυξημένη κατά 4% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, καταγράφοντας την τρίτη συνεχόμενη χρονιά ανόδου σε αξία. Ωστόσο, η αύξηση αυτή δεν προέρχεται από μεγαλύτερους όγκους πωλήσεων, αλλά από τη διατήρηση των τιμών σε υψηλά επίπεδα. Η κατανάλωση φρέσκου ψαριού στο σπίτι μειώνεται σταθερά από το 2021, με την πτώση να ξεπερνά το 4% μόνο την περίοδο 2023-2024 στις χώρες με τη μεγαλύτερη κατανάλωση, όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία και η Πορτογαλία. Με απλά λόγια, οι Ευρωπαίοι αγοράζουν λιγότερο φρέσκο ψάρι, πληρώνοντας ταυτόχρονα ακριβότερα γι’ αυτό, καθώς ένα προϊόν που για δεκαετίες αποτελούσε κεντρικό στοιχείο της μεσογειακής διατροφής επιφυλάσσεται πλέον για λιγότερες και πιο επιλεκτικές περιστάσεις.
Οι τιμές αλλάζουν τις επιλογές των καταναλωτών
Η ανοδική πορεία των τιμών αποτελεί τον βασικό καταλύτη της αλλαγής στη συμπεριφορά των Ευρωπαίων καταναλωτών. Σύμφωνα με την έκθεση, οι τιμές των προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας στην Ε.Ε. αυξήθηκαν κατά περισσότερο από 25% την τελευταία τετραετία, εξέλιξη που επηρέασε δυσανάλογα το φρέσκο ψάρι σε σύγκριση με τα κατεψυγμένα ή τα επεξεργασμένα προϊόντα. Παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν, δε, στο Fortune Greece ότι σε συνθήκες περιορισμένης αγοραστικής δύναμης, το φρέσκο ψάρι είναι από τις πρώτες κατηγορίες που «θυσιάζονται». «Ο καταναλωτής δεν εγκαταλείπει πλήρως το ψάρι, αλλά μειώνει τη συχνότητα και στρέφεται σε φθηνότερες ή πιο προβλέψιμες επιλογές», σημειώνει στέλεχος του κλάδου της λιανικής τροφίμων. Έτσι, η μετατόπιση αυτή αποτυπώνεται και στη σύνθεση της κατανάλωσης με πηγές της αγοράς να υπογραμμίζουν ότι πρόκειται για μια αλλαγή που δεν αφορά μόνο το πορτοφόλι, αλλά και τον τρόπο ζωής. «Οι νεότερες ηλικίες δεν έχουν την ίδια σχέση με το φρέσκο ψάρι που είχαν οι προηγούμενες γενιές. Ο χρόνος, το κόστος και η ευκολία παίζουν πλέον καθοριστικό ρόλο», προσθέτει.
Πού μειώνεται και πού αντέχει η κατανάλωση
Η ανάλυση του EU Fish Market Report 2025 δείχνει ότι η υποχώρηση της κατανάλωσης φρέσκου ψαριού δεν αφορά όλες τις αγορές της Ε.Ε., αλλά πλήττει κυρίως τις χώρες με παραδοσιακά υψηλή κατανάλωση. Στην Ισπανία, την Ιταλία, την Πορτογαλία και τη Γαλλία, αγορές που για δεκαετίες αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά της ευρωπαϊκής κατανάλωσης φρέσκου ψαριού, καταγράφονται οι μεγαλύτερες μειώσεις την περίοδο 2023-2024, καθώς οι υψηλές τιμές και η πίεση στο εισόδημα περιορίζουν τη συχνότητα αγοράς.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην έκθεση, το 2024 οι καταναλωτές της Ε.Ε. δαπάνησαν συνολικά 62,8 δισ. ευρώ σε προϊόντα αλιείας και υδατοκαλλιέργειας. Η Ισπανία βρίσκεται στην κορυφή των χωρών, όπου τα νοικοκυριά πλήρωσαν τα περισσότερα για προϊόντα αλιείας και υδατοκαλλιέργειας. Ειδικότερα, τα ισπανικά νοικοκυριά ξόδεψαν 12,684 δισ. ευρώ το 2024, ποσό αυξημένο κατά 7% συγκριτικά με το 2023. Ακολουθεί η Ιταλία με 12,613 δισ. ευρώ (αύξηση κατά 2%), η Γαλλία με 8,453 δισ. ευρώ (3%), η Γερμανία με 7,562 δισ. ευρώ (αύξηση κατά 3%) και η Πορτογαλία με 4,953 δισ. ευρώ (αύξηση κατά 6%). Στη σχετική λίστα, η Ελλάδα βρίσκεται στη 10η θέση, με τα νοικοκυριά να έχουν δαπανήσει 1,247 δισ. ευρώ, αξία αυξημένη κατά 6%.
Αντίθετα, σε αγορές με χαμηλότερη βάση κατανάλωσης, όπως η Πολωνία, καθώς και σε ορισμένες σκανδιναβικές χώρες, η κατανάλωση εμφανίζεται πιο ανθεκτική ή σημειώνει οριακές αυξήσεις, κυρίως σε φθηνότερα προϊόντα. Ωστόσο, οι αγορές αυτές δεν έχουν το μέγεθος ώστε να αντισταθμίσουν τη συρρίκνωση στις μεγάλες καταναλωτικές χώρες, με αποτέλεσμα η συνολική εικόνα της ευρωπαϊκής αγοράς να παραμένει πτωτική σε όρους όγκου, παρά τη διατήρηση της αξίας μέσω των υψηλών τιμών.